BACK TO
TOP
Αγορά Ακινήτων

Με δυο αποφάσεις ανοίγει ο δρόμος για νέες πράξεις στην κτηματαγορά

Σε ισχύ τίθενται από την Τρίτη του Πάσχα δύο νέες αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών με τις οποίες ξεκαθαρίζει το τοπίο γύρω από τον υπολογισμό του φόρου υπεραξίας θέτοντας έτσι και πάλι σε κίνηση την «παγωμένη» από τις αρχές του 2014 κτηματαγορά.

Με δυο αποφάσεις ανοίγει ο δρόμος για νέες πράξεις στην κτηματαγορά

1
0

Οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν στην επιβολή του φόρου υπεραξίας καθώς και στις σχετικές υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων για την απόδοση του φόρου. Δίνονται οι αναγκαίες διευκρινίσεις αναφορικά με τον υπολογισμό της τιμής κτήσης ακινήτων που μεταβιβάζονται ενώ περιγράφονται και οι υποχρεώσεις των συμβολαιογράφων.

Σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου οι πωλητές θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση με αναλυτική περιγραφή του ακινήτου, του φόρου υπεραξίας, τα στοιχεία του αγοραστή, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου.

Οι συμβολαιογράφοι θα πρέπει να καταβάλουν τον φόρο υπεραξίας εντός πέντε ημερών από τη σύνταξη του συμβολαίου, αφού προηγουμένως ελέγξουν και βεβαιώσουν την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων.

Πιο αναλυτικά, η διαδικασία για την υποβολή της δήλωσης και την πληρωμή του φόρου υπεραξίας καθορίζεται από την πρώτη απόφαση και έχει ως εξής:

-Η δήλωση -υπογεγραμμένη από τον συμβολαιογράφο και τον πωλητή- υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα
-Με την ηλεκτρονική καταχώριση του συμβολαίου στο σύστημα taxis, οριστικοποιείται η δήλωση, βεβαιώνεται η οφειλή στον ΑΦΜ του συμβολαιογράφου και παράγεται μοναδικός κωδικός πληρωμής του παρακρατηθέντος φόρου και η «Ταυτότητα Οφειλής» (Τ.Ο.).

-Ο φόρος που παρακρατείται από τον συμβολαιογράφο με τη σύνταξη του συμβολαίου αποδίδεται από αυτόν με τραπεζική επιταγή που έχει ήδη εκδώσει κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου ο πωλητής σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου, εντός 5 εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, η οποία κατατίθεται αποκλειστικά στην τράπεζα έκδοσης της τραπεζικής επιταγής.

Ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία θα πρέπει, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου, να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων (στοιχεία πωλητή, αγοραστή, συμβολαιογράφου, χρόνο και αξία κτήσης και μεταβίβασης κ.ά.) που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας.

Από την πλευρά του ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των στοιχείων, καθώς και να θεωρεί τη δήλωση, ώστε να την καταθέσει στην Εφορία, ενώ την ίδια μέρα θα πρέπει να υποβάλει τα στοιχεία και μέσω TAXIS. Ωστόσο, ο συμβολαιογράφος δεν θα έχει ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει.

Ο φόρος θα παρακρατείται από το συμβολαιογράφο με τη σύνταξη του συμβολαίου και στη συνέχεια θα αποδίδεται με τραπεζική επιταγή που έχει ήδη εκδώσει ο πωλητής σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου.

Η δήλωση υποβάλλεται και όταν δεν προκύπτει υπεραξία (μηδενική) ή όταν αυτή θεωρείται μηδενική. Στην περίπτωση που η υπεραξία θεωρείται μηδενική λόγω απόκτησης του δικαιώματος προ του 1995, στη δήλωση συμπληρώνεται μόνο το έτος κτήσης.

Χρόνος κτήσης

Η δεύτερη απόφαση αφορά στο χρόνο κτήσης και τα κυριότερα σημεία της έχουν ως εξής:

1. Σε περιπτώσεις πράξεων σύστασης οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας χωρίς μεταβολή του δικαιώματος που αντιστοιχεί στο μεταβιβάζοντα πριν από τις πράξεις αυτές, ως χρόνος κτήσης θεωρείται αντίστοιχα ο χρόνος απόκτησης του αρχικού δικαιώματος.

2. Σε περιπτώσεις που μετά την κύρωση των οικείων πράξεων εφαρμογής μεταβιβάζονται οικόπεδα, τα οποία έχουν αποκτηθεί είτε ως οικόπεδα, είτε ως αγροτεμάχια με οποιοδήποτε τίτλο κτήσης, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος κύρωσης της πράξης εφαρμογής.

3. Σε περιπτώσεις που μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης ή την έκδοση της αντίστοιχης διοικητικής πράξης καθορισμού των ορίων οικισμού μεταβιβάζονται οικόπεδα, τα οποία έχουν αποκτηθεί είτε ως οικόπεδα, είτε ως αγροτεμάχια με οποιοδήποτε τίτλο κτήσης, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης ή έκδοσης της αντίστοιχης διοικητικής πράξης καθορισμού των ορίων οικισμού.

4. Σε περιπτώσεις κτήσης ακινήτου με ανώμαλη δικαιοπραξία και εν συνεχεία επικύρωσης αυτής, ως χρόνος κτήσης λογίζεται εκείνος της επικύρωσης.

5. Σε περιπτώσεις κτήσης ακινήτου αιτία θανάτου ή δωρεάς εν ζωή–γονικής παροχής, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς εν ζωή - γονικής παροχής, ακόμη και στις περιπτώσεις που συνέτρεχε νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.

6.Σε περιπτώσεις κτήσης ακινήτου δυνάμει μεταβιβαστικού συμβολαίου στο οποίο έχει τεθεί αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, ως χρόνος κτήσης του ακινήτου θεωρείται ο χρόνος πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης ή παρόδου της προθεσμίας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και στις περίπτωση κτήσης ακινήτου δυνάμει δωρεάς αιτία θανάτου.

7. Σε περιπτώσεις κτήσης ακινήτου δυνάμει συμβολαίου μεταβιβαστικού συμβολαίου, στο οποίο έχει τεθεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, ως χρόνος κτήσης του ακινήτου θεωρείται ο χρόνος κατάρτισης του οικείου συμβολαίου.

8.Σε περιπτώσεις κτήσης ακινήτου με αναγκαστικό πλειστηριασμό, ως χρόνος κτήσης λογίζεται η ημερομηνία έκδοσης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης.

9.Στα παραχωρηθέντα ακίνητα λόγω αγροτικής ή αστικής αποκατάστασης ή αναδασμού, ως χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος κύρωσης της διανομής ή του αναδασμού, εφόσον αυτός αναγράφεται στον σχετικό τίτλο κυριότητας, και σε κάθε άλλη περίπτωση ο χρόνος έκδοσης του τίτλου κυριότητας, ανεξάρτητα από την ημερομηνία του χορηγηθέντος από την Υπηρεσία αντιγράφου ή της μεταγραφής του.

10. Όταν ο τίτλος κτήσης έχει διορθωθεί ως προς τα περιγραφικά στοιχεία του ακινήτου, με μεταγενέστερο συμβόλαιο, χρόνος κτήσης θεωρείται η ημερομηνία του αρχικού συμβολαίου.

11. Στις περιπτώσεις μεταβίβασης της πλήρους κυριότητας ακινήτου που αποκτήθηκε κατά ψιλή κυριότητα και επικαρπία αντίστοιχα σε διαφορετικούς χρόνους, ως χρόνος κτήσης της πλήρους κυριότητας θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο αποκτήθηκε κατά ποσοστό 75% τουλάχιστον η αξία της πλήρους κυριότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 ν. 2961/2001.

-

 

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία