«Το 90% της παραγωγής µας, η οποία για την ευρύτερη περιοχή της ∆υτικής Θεσσαλονίκης ανήλθε το 2015 στους περίπου 200.000 τόνους, παραµένει αδιάθετη στις αποθήκες και στα σιλό», τόνισε στην Agrenda o πρόεδρος του συνεταιρισµού Β’ Χαλάστρας Θεσσαλονίκης, Αχιλλέας Καµπούρης, εµφανώς προβληµατισµένος, προσθέτοντας ότι η οργάνωσή του έχει συγκεντρώσει γύρω στους 45.000 τόνους ρυζιού, αλλά έως τώρα, µε τα βίας έχει καταφέρει να πουλήσει 5.000 τόνους.
«∆εν κουνιέται φύλλο, δεν υπάρχει ζήτηση και τα πράγµατα χειροτερεύουν γιατί περνάει ο καιρός» είπε χαρακτηριστικά, ενώ για τις τιµές σηµείωσε ότι «Είναι πάρα πολύ συµπιεσµένες, αλλά για ποιες τιµές να µιλήσουµε όταν δεν υπάρχει από ενδιαφέρον; Το χρήµα έχει χαθεί από την αγορά. Σήµερα µπορεί κανείς να βρει ρύζι προς πώληση στα 25 λεπτά το κιλό, αλλά ούτε και αυτό φεύγει, παρά µόνο µε πάρα πολύ µεγάλη δυσκολία». Κι όλα αυτά, ενώ το κόστος παραγωγής είναι στα 25 λεπτά το κιλό, µε πολλούς από τους καλλιεργητές να φοβούνται ότι θα υποχρεωθούν να πουλήσουν µε ζηµία και να χάσουν και κεφάλαιο, προκειµένου να µην τους µείνει αµανάτι.
«Σιγά- σιγά αρχίζουµε και περιερχόµαστε σε απόγνωση. Κάποια λύση πρέπει να βρεθεί. Θα δούµε. Φαίνεται, πάντως, ότι θα περάσουµε δύσκολες στιγµές», ανέφερε ο κ. Καµπούρης και σηµείωσε ότι γίνονται προσπάθειες να ανοίξουν και νέες αγορές για το ρύζι, αλλά όσο υπάρχουν τα προβλήµατα ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία, ο στόχος δεν θα είναι εύκολος.
«Ο δευτερογενής τοµέας µατώνει. Έχουν χαθεί τα κεφάλαια κίνησης από τους ορυζόµυλους, µε συνέπεια να µην µπορούν να αγοράσουν προϊόν από τους παραγωγούς, ώστε να το επεξεργαστούν και να το εξάγουν», ανέφερε.
Σηµειωτέον ότι και οι έµποροι από Τουρκία, Βουλγαρία και Ρουµανία, οι οποίοι πέρσι πρωταγωνίστησαν στις αγορές, έρχονται µεν, αλλά το µόνο που κάνουν είναι να αγοράζουν τιµές και όχι προϊόν, σύµφωνα µε τους παραγωγούς.
Την όλη κατάσταση επιβαρύνει η αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, χώρα η οποία αποτελεί πελάτη για το ελληνικό ρύζι, όπως και η επιδείνωση της ισοτιµίας του ευρώ µε την τουρκική λίρα, που έχει φτάσει στο 1 προς 3,5 καθιστώντας ακριβό το προϊόν στη γείτονα, µολονότι αντικειµενικά η τιµή για τον Έλληνα παραγωγό είναι πολύ χαµηλή, κινούµενη στα όρια του µη βιώσιµου.
Λίγο καλύτερα είναι τα πράγµατα µε τα µακρύσπερα ρύζια τύπου Indica, που αποτέλεσαν φέτος περίπου το 20% της εθνικής παραγωγής, όπως και µε τις Καρολίνες (σ. σ. το υπόλοιπο 10%), οι οποίες απορροφώνται κυρίως από την ελληνική αγορά, µε σαφώς, όµως, πιο χαµηλές τιµές, αφού πιάνουν περί τα 35 λεπτά το κιλό, έναντι 50 λεπτών πέρυσι.