Μάλιστα εκτιµάται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση µαζί µε τη Βραζιλία θα είναι οι δυο χώρες βαρόµετρο για την αγορά ζάχαρης. Σύµφωνα µε την ανάλυση της επενδυτικής εταιρείας, οι ευρωπαίοι παραγωγοί εκτιµάται πως θα αυξάνουν τις καλλιεργούµενες εκτάσεις τους όταν οι διεθνείς τιµές της ζάχαρης βρίσκονται στα επίπεδα των 19-20 σεντς ανά λίµπρα, ενώ οι βραζιλιάνοι παραγωγοί αναµένεται να αυξάνουν τις εκτάσεις τους, όταν οι διεθνείς τιµές ξεπερνούν τα 17-18 σεντς ανά λίµπρα.
«Από τις αρχές του 2016, εκτιµάται πως οι παράγοντες που θα διαµορφώνουν τις διεθνείς τιµές της ζάχαρης θα είναι το κόστος παραγωγής των ζαχαρότευτλων στην ΕΕ και το κόστος παραγωγής του ζαχαροκάλαµου στην Κεντρική και Νότια Βραζιλία. «Στην περίπτωση που οι διεθνείς τιµές είναι χαµηλές, οι ευρωπαίοι παραγωγοί µπορούν να µειώσουν τις σπορές και να µετατρέψουν την Ευρώπη σε εισαγωγέα», αναφέρει.
«Όταν οι διεθνείς τιµές είναι σε υψηλά επίπεδα, τότε οι ευρωπαίοι παραγωγοί θα αντιδρούν µε αύξηση των καλλιεργούµενων εκτάσεων και η Ευρώπη θα µετατρέπεται σε εξαγωγέα», προσθέτει. Σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις το εύρος της παραγωγής της Ευρώπης µπορεί να µεταβάλλεται σε πολύ µεγάλο βαθµό, εάν λάβουµε υπόψη µας ότι η εγχώρια κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί στους 16,5 εκατ. τόνους τα τελευταία χρόνια. Η µέγιστη παραγωγική δυνατότητα υπολογίζεται στους 21 εκατ. τόνους, ενώ η ελάχιστη ποσότητα υπολογίζεται στους 14 εκατ. τόνους. «Αυτό σηµαίνει πως σε µια εµπορική χρονιά η ΕΕ µπορεί είτε να εισάγει 2,5 εκατ. τόνους είτε να εξάγει 4,5 εκατ. τόνους», σύµφωνα µε την έκθεση.