Ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, για παράδειγµα, ξέρει καλά ότι το αίτηµά του προς τον Ευρωπαίο Επίτροπο Γεωργίας ή και προς το Συµβούλιο των υπουργών Γεωργίας για διαγραφή µέρους των οικονοµικών υποχρεώσεων (ύψους 2,5 δις ευρώ περίπου) της χώρας µας, που έχουν προκύψει από πρόστιµα και καταλογισµούς -για παραβάσεις κοινοτικών κανόνων- δύσκολα θα έχει τύχη.
Πρώτον, γιατί οι περισσότερες εξ αυτών (των υποχρεώσεων) είναι αποτέλεσµα τελεσίδικων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου, τις οποίες κανείς δεν είναι σε θέση να αναιρέσει, και δεύτερον γιατί µια τέτοια πολιτική απόφαση (δηλαδή κούρεµα) θα άνοιγε την κερκόπορτα για αντίστοιχες διεκδικήσεις από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών που βαρύνονται µε ποινές αυτής της µορφής.
Παρ’ ότι δεν είναι και τόσο προφανείς, µπορεί να εικάσει κανείς ορισµένους από τους λόγους για τους οποίους ο κ. Αποστόλου καταφεύγει µε τόση ευκολία στη διατύπωση ενός αιτήµατος από το οποίο δεν έχει να περιµένει πολλά. Αν δηλαδή αυτό εντάσσεται σε κάποιον ευρύτερο σχεδιασµό διαπραγµάτευσης µε τις κοινοτικές αρχές, ενδεχοµένως να έχει να κάνει µε την προσπάθεια «ανταλλαγής» σε δεύτερο χρόνο της συγκεκριµένης επιδίωξης µε κάτι άλλο. Όπως για παράδειγµα, την παροχή της δυνατότητας στην ελληνική αρχή να αναγνωρίζει ως επιλέξιµες, για την κατοχύρωση δικαιωµάτων (επί ενισχύσεων), δασικές εκτάσεις, οι οποίες ως γνωστόν σήµερα βρίσκονται εκτός του ψηφιακού χάρτη του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Υπάρχει βέβαια πάντα και η πιθανότητα η αναφορά στο εν λόγω αίτηµα να µη συνιστά µέρος κάποιου διαπραγµατευτικού σχεδίου και να καλύπτει απλά τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες µιας πολιτικής ηγεσίας, η οποία προς το παρόν τουλάχιστον… περί άλλων τυρβάζει!  
Γιάννης Πανάγος
Πρώτον, γιατί οι περισσότερες εξ αυτών (των υποχρεώσεων) είναι αποτέλεσµα τελεσίδικων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου, τις οποίες κανείς δεν είναι σε θέση να αναιρέσει, και δεύτερον γιατί µια τέτοια πολιτική απόφαση (δηλαδή κούρεµα) θα άνοιγε την κερκόπορτα για αντίστοιχες διεκδικήσεις από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών που βαρύνονται µε ποινές αυτής της µορφής.
Παρ’ ότι δεν είναι και τόσο προφανείς, µπορεί να εικάσει κανείς ορισµένους από τους λόγους για τους οποίους ο κ. Αποστόλου καταφεύγει µε τόση ευκολία στη διατύπωση ενός αιτήµατος από το οποίο δεν έχει να περιµένει πολλά. Αν δηλαδή αυτό εντάσσεται σε κάποιον ευρύτερο σχεδιασµό διαπραγµάτευσης µε τις κοινοτικές αρχές, ενδεχοµένως να έχει να κάνει µε την προσπάθεια «ανταλλαγής» σε δεύτερο χρόνο της συγκεκριµένης επιδίωξης µε κάτι άλλο. Όπως για παράδειγµα, την παροχή της δυνατότητας στην ελληνική αρχή να αναγνωρίζει ως επιλέξιµες, για την κατοχύρωση δικαιωµάτων (επί ενισχύσεων), δασικές εκτάσεις, οι οποίες ως γνωστόν σήµερα βρίσκονται εκτός του ψηφιακού χάρτη του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Υπάρχει βέβαια πάντα και η πιθανότητα η αναφορά στο εν λόγω αίτηµα να µη συνιστά µέρος κάποιου διαπραγµατευτικού σχεδίου και να καλύπτει απλά τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες µιας πολιτικής ηγεσίας, η οποία προς το παρόν τουλάχιστον… περί άλλων τυρβάζει!  
Γιάννης Πανάγος