BACK TO
TOP
Επιχειρηματικά Projects

Τα άγνωστα Κιλελέρ

Όταν οι Τούρκοι κατά τα τέλη του 14ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα, κατέλαβαν σταδιακά την Ελλάδα, η γη της περιήλθε απόλυτα στην ιδιοκτησία του σουλτάνου, ενώ η νομή της παραχωρήθηκε στους αξιωματούχους του. Τότε η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού αποτελούνταν από τους αγρότες, οι οποίοι χωρίζονταν σε τρία στρώματα: α)Στους ελεύθερους (reaya), β) Στους δουλοπάροικους (ortakci kul) και γ) Στους σκλάβους (Kul).

Τα άγνωστα Κιλελέρ

4
1

Η επιβολή εκ μέρους των Τούρκων στους αγρότες του φόρου της δεκάτης επί των προϊόντων, του εγγείου φόρου(ispence), του κεφαλικού φόρου και διαφόρων εκτάκτων φόρων συνετέλεσαν, ώστε πολλές φορές οι αγρότες να ξεσηκωθούν πότε εναντίον των Τούρκων κατακτητών και πότε κατά των Ελλήνων κοτζαμπάσηδων.

Ήπειρος (1611)

Ένα από τα πρώτα αντιφεουδαρχικά - αγροτικά κινήματα που ξέσπασαν στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν αυτό του Διονυσίου του Φιλοσόφου στην Ήπειρο στα 1611. Με επίκεντρο το Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Διχουνίου) ο Διονύσιος Φιλόσοφος διέτρεχε την περιφέρεια των Γιαννίνων και μύησε πολλούς γεωργούς και βοσκούς στην ιδέα μιας επανάστασης κατά των Τούρκων.

Έτσι ο στρατός των ελλιπώς εξοπλισμένων αγροτών και βοσκών επιτέθηκε κατά των χωριών της Τουρκογρανίτσας και της Ζαραβούσας και κατέσφαξε όλους τους Τούρκους.

Κατόπιν την 10η Σεπτεμβρίου του 1611 ο στρατός των αγροτών και των βοσκών εισήλθε στα Γιάννινα φωνάζοντας το σύνθημα: “Κύριε ελέησον και χαράτζι χαρατζόπουλο και αναζούλι αναζουλόπουλο”, λόγω των φόρων που είχαν επιβάλει οι Τούρκοι. Στην αρχή οι επαναστάτες αγρότες και βοσκοί αιφνιδίασαν τους Τούρκους, έκαψαν το διοικητήριο και κατέσχεσαν τους βασιλικούς θησαυρούς, όμως ο Ασουμάν πασάς, κατόρθωσε να διασωθεί. Εντωμεταξύ στην πορεία οι Τούρκοι επανήλθαν δυνατά αρματωμένοι και κατέκοψαν τους περισσότερους από αυτούς καθώς και αναίτια πολλούς χωρικούς. Έτσι το πρώτο αντιφεουδαρχικό-αγροτικό κίνημα κατέληξε σε τραγική αποτυχία.

Κέρκυρα (1652)

Κατά τη Βενετοκρατία στα Επτάνησα είχαν διαμορφωθεί τρεις τάξεις οι νόμπιλοι (ευγενείς), οι μέσοι(αστοί) και οι ποπολάροι (λαός). Οι ευγενείς - γαιοκτήμονες κάθε χρόνο έδιναν τα αμπέλια και τα ελαιοτριβεία τους στους ακτήμονες αγρότες να τα καλλιεργούν με τη λεγόμενη σχέση του μισιακού ή του αναπεντάρικου.

Οι όροι των γραπτών ή προφορικών συμβολαίων ήταν να παίρνουν οι ευγενείς το μισό του καθαρού εισοδήματος και το άλλο μισό οι ακτήμονες καλλιεργητές. Υπήρχε όμως και μια επιπλέον ρήτρα της κακοκαλλιέργειας ή όπως την έλεγε ο λαός “καλαμέντα”.

Κάθε χρόνο οι ευγενείς - γαιοκτήμονες έστελναν δυο εκτιμητές στα χωράφια τους για να πιστοποιήσουν αν έγινε “καλή καλλιέργεια”. Συνήθως οι εκτιμητές έβρισκαν ότι δεν γινόταν “καλή καλλιέργεια” των κτημάτων, οπότε οι ακτήμονες ήταν αναγκασμένοι να προσφεύγουν πολλές φορές στη δικαιοσύνη.

Εκεί όμως γίνονταν αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους δικηγόρους και τους συνδίκους και οι υποθέσεις τους δεν έφθαναν ποτέ στο δικαστήριο. Η μεγαλύτερη όμως αδικία που γινόταν σε βάρος των χωρικών ήταν η τοκογλυφία, που στην τοπική γλώσσα λεγόταν “προστύχια”. Κατά τη διάρκεια ενός χρόνου όταν οι τιμές των προϊόντων βρίσκονταν σε χαμηλό επίπεδο, οι αγρότες για να επιβιώσουν αναγκάζονταν να δανεισθούν μεγάλα ποσά από τους ευγενείς - τοκογλύφους.

Όταν οι αγρότες απολάμβαναν μεγαλύτερες τιμές στα προϊόντα τους πήγαιναν να πληρώσουν τα χρέη τους στους ευγενείς. Αυτοί όμως με διάφορες προφάσεις ανέβαλαν την είσπραξη των χρεών με αποτέλεσμα τη συσσώρευσή τους. Έτσι οι αγρότες εύκολα αναγκάζονταν να πουλήσουν τη μικρή τους περιουσία και να γίνουν δουλοπάροικοι στους ισχυρούς ευγενείς.

Όταν στα 1645 και μετά ξέσπασε ο Βενετοτουρκικός πόλεμος, οι γαιοκτήμονες αύξησαν τις αυθαιρεσίες τους σε βάρος των αγροτών. Στα 1652 ο γαιοκτήμονας Ρεγγίνης ζήτησε να εισπράξει από μια οικογένεια μικροκαλλιεργητών στο χωριό Χωροεπίσκοποι διπλό ετήσιο φόρο. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε, ώστε να εξεγερθούν οι αγρότες. Έτσι οι αγρότες των βαϊλάτων του Όρους και του Αγύρου με επικεφαλής τους Στέλιο Ραματά και Σεβαστιανό Γουδέλη ξεσηκώθηκαν και κακοποίησαν τους γαιοκτήμονες, έβαλαν φωτιά στα υποστατικά τους και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους.

Ο διοικητής (προβλεπτής) του νησιού Ιερώνυμος Φοσκαρίνι έστειλε εναντίον των εξεγερμένων αγροτών το ιππικό των Βενετών, αλλά δεν κατόρθωσε να τους υποτάξει, οπότε επεδίωξε τη συνδιαλλαγή. Τότε οι αγρότες κατήγγειλαν στον διοικητή τις αδικίες που υφίσταντο από τους γαιοκτήμονες, όπως οι προσβολές των γυναικών τους, οι αγγαρείες, και η ιδιοποίηση των περιουσιών τους. Ο διοικητής τους έδωσε υποσχέσεις, οι οποίες όμως δεν τηρήθηκαν εκ μέρους των Βενετών. Και πάλι οι αγρότες εξεγέρθηκαν, αλλά αυτή τη φορά ο διοικητής έστειλε εναντίον τους ισχυρό στρατό με επικεφαλής τον Μάρκο Μολίν, οπότε οι αγρότες ηττήθηκαν και συνελήφθησαν πολλοί μεταξύ των οποίων και ο Ραματάς, ο οποίος θανατώθηκε, ενώ επιβλήθηκαν βαριές ποινές στους συμμετέχοντες. Στα 1653 οι Βενετοί έστειλαν τον Ανδρέα Κορνέρ για να διευθετήσει το ζήτημα των “προστυχίων”, αλλά λύση στο πρόβλημα δεν δόθηκε.

Λευκάδα (1819)

Κατά τα 1819 που η Λευκάδα βρισκόταν κάτω από την Αγγλική κατοχή, οι ευγενείς του νησιού πρότειναν να γίνει διαπλάτυνση του καναλιού που συνδέει το νησί με την απέναντι ακτή. Το κόστος του έργου αυτού θα καλυπτόταν από τους επιπλέον φόρους που θα επέβαλαν στην αγροτιά. Όταν οι αγρότες πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό, οργανώθηκαν με αρχηγούς τους Ασπρογέρακα και Στραβοσκιάδη.

Με την εμφάνιση των αντιπροσώπων των ευγενών στα χωριά για να εισπράξουν τους φόρους οι αγρότες τους εμπόδισαν. Έτσι οι ευγενείς κάλεσαν την Αγγλική διοίκηση, η οποία έστειλε στρατό στο νησί. Τότε επακολούθησε μάχη μεταξύ των αγροτών και των Άγγλων, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ηττηθούν οι Άγγλοι.

Οι αγρότες εισέβαλαν στη Χώρα της Λευκάδας φωνάζοντας το σύνθημα “Φωτιά, παιδιά, στα σπίτια των τυράννων μας”. Οι Άγγλοι όμως έστειλαν στο νησί και άλλο στρατό με επικεφαλής τον στρατηγό Άνταμς και άρχισαν να βομβαρδίζουν τα χωριά των αγροτών. Στο τέλος κατόρθωσαν να συλλάβουν τους αρχηγούς της εξέγερσης και να τους περάσουν από στρατοδικείο με την κατηγορία ότι ήταν ρέμπελοι, ληστές και στασιαστές.

Οι Άγγλοι στην προσπάθειά τους να καταστείλουν το κίνημα των αγροτών συνέλαβαν και 200 αγρότες, τους οποίους κρέμασαν και άλλους 300 τους φυλάκισαν. Από την πλευρά των Άγγλων σκοτώθηκαν περίπου 200 στρατιώτες και από τους ευγενείς 10. Έτσι τελείωσε μια από τις πιο αιματηρές εξεγέρσεις των αγροτών στον 19ο αιώνα.

Σάμος (1807-1813) Και (1835)

Στις αρχές του 19ου αιώνα στη Σάμο είχαν σχηματισθεί τρεις κοινωνικές τάξεις. Οι γαιοκτήμονες (κοτζαμπάσηδες), οι καραβοκύρηδες και οι έμποροι, και οι μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες αγρότες. Στην τοπική διάλεκτο η μεν τάξη των γαιοκτημόνων λεγόταν “καλικάτζαροι”, η δε τάξη των ναυτικών, των εμπόρων και των αγροτών λεγόταν “καρμανιόλοι”. Στα 1806-1807 οι καρμανιόλοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την τοπική διοίκηση του νησιού της Σάμου. Στα 1808 η τουρκική κυβέρνηση έστειλε στη Σάμο έναν επίτροπο τον Ισά Μουχουρδάρη για να κάνει ανακρίσεις για την ανατροπή στην τοπική εξουσία.

Οι δε φτωχοί αγρότες απάντησαν στον Τούρκο απεσταλμένο ότι οι τρεις προεστοί του νησιού Γιαννάκης, Στάθης και Θοδωρής μαζί με τον Τούρκο δικαστή και τον διοικητή(βοεβόδα) έπαιρναν παραπάνω από τη δεκάτη επί των προϊόντων τους και από τους φόρους. Οι κοτζαμπάσηδες όμως εξαγόρασαν τον Τούρκο απεσταλμένο, ο οποίος επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη ενημέρωσε την κυβέρνησή του ότι για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Σάμο, ευθύνονταν οι αγρότες και οι καραβοκυραίοι.

Κατά τα τέλη του 1808 οι αγρότες ξεσηκώθηκαν και πάλι, εισέβαλαν στη Χώρα φωνάζοντας τα συνθήματα: “Δεν πληρώνουμε τους φόρους, κάτω ο μουκατάς (προείσπραξη φόρου) και συνέλαβαν τους προεστούς Σβορώνο και Σαβίνο και παραλίγο να συλάβουν τον Τούρκο διοικητή Μουσά Αγά. Τότε οι Τούρκοι έστειλαν έναν αξιωματούχο τον Τζακάλογλου επικεφαλής ενός τμήματος στρατού και ξεκίνησαν μια επίθεση εναντίον των αγροτών. Οι Τούρκοι συνέλαβαν και κρέμασαν τους αρχηγούς των καρμανιόλων Γιάννη Καψάλη και Κωνσταντή Λαγό. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε περισσότερο τους αγρότες, οι οποίοι οπλίστηκαν και επαναστάτησαν τα χωριά Παγώνδα, Βουρλά, Πύργο και Νιχωράκι και εισέβαλαν στη Χώρα. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν και ο διοικητής του νησιού Μουσά Αγάς διέφυγε κρυφά στην Τουρκία.

Τότε οι αγρότες συγκεντρώθηκαν στη θέση “Αλώνια” και πήραν την απόφαση να διοικήσουν τη Σάμο δημοκρατικά, να περάσουν τους κοτζαμπάσηδες από δικαστήριο για να επιστρέψουν τους φόρους που είχαν αρπάξει από αυτούς. Στις αρχές του 1809 η τουρκική κυβέρνηση έστειλε και πάλι στη Σάμο νέο απεσταλμένο τον Ομάρ εφέντη, για να κάνει ανακρίσεις για τα γεγονότα. Ο Ομάρ εφέντης έστειλε μια αναφορά στην Κωνσταντινούπολη, που αυτή τη φορά δικαίωνε τους καρμανιόλους. Οι κοτζαμπάσηδες όμως έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη έναν αντιπρόσωπό τους, ο οποίος εξαγόρασε διάφορους πασάδες, οι οποίοι έστειλαν ξανά στα 1813 στη Σάμο τον τουρκικό στρατό και σε συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες χτύπησαν τους καρμανιόλους και τους υπέταξαν. Έτσι οι φτωχοί αγρότες γύρισαν και πάλι να δουλέψουν στα χωράφια των κοτζαμπάσηδων.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η Σάμος κατόρθωσε να αποκτήσει την αυτονομία της στα 1833 υπαγομένη διοικητικά στην Κωνσταντινούπολη. Η τουρκική διοίκηση διόρισε ως ηγεμόνα του νησιού τον Στέφανο (Σάρο) Βογορίδη. Αυτός δε έστειλε στη Σάμο έναν τοποτηρητή τον Κωνσταντίνο Μουσούρο. Ο Μουσούρος μόλις έφθασε στο νησί στα 1835 έβγαλε την εξής διαταγή: α) Θα γινόταν συγκομιδή των προϊόντων των κτημάτων των Σαμιωτών που είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα και β) Θα ξεπουλούνταν τα εγκαταλειμένα κτήματά τους υπέρ του ταμείου του ηγεμόνα. Επίσης οι Σάμιοι θα πλήρωναν 400. 000 γρόσια για φόρους του 1834. Τότε ο λαός συγκεντρώθηκε σε Συνέλευση υπό την προεδρία του Κ. Σταματιάδη και καταψήφισε τα μέτρα του Μουσούρου και ψήφισε τους καρμανιόλους. Ο δε Μουσούρος έκανε μια άλλη Συνέλευση με τους καλλικατζάρους, και με πρόεδρο τον Λάμπρο Ιωαννίδη, η οποία υπερψήφισε τα μέτρα του. Κατά τον Ιούνιο του 1835 οι αγρότες των Βουρλών αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους του 1834.

Ακολούθησαν οι αγρότες του χωριού Έξι γειτονιές, οι Αρβανίτες παρέδωσαν τα κλειδιά των σπιτιών τους στη Διοίκηση, οι δε αγρότες του χωριού Λεκάτες άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες, κατήργησαν τη Δημοτική αρχή και διόρισαν νέα επιτροπή. Κατόπιν εξεγέρθηκαν οι αγρότες του χωριού Μυτιληνοί, ενώ και οι κάτοικοι του Βαθύ στράφηκαν κατά των βουλευτών Μ. Σταυρινίδη και Χ. Παρμαξίζη. Στη συνέχεια οι αγρότες, αφού συγκέντρωσαν 3. 000 υπογραφές έστειλαν μια αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία διαμαρτυρήθηκε για την διοίκηση του Μουσούρου.

Τότε οι Τούρκοι τον Οκτώβριο του 1835 έστειλαν πρώτα έναν απεσταλμένο τους τον Χουσεϊν μπέη με ένα πολεμικό πλοίο για να κάνει ανακρίσεις για την εξέλιξη των γεγονότων. Κατόπιν κατέφθασε η τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Ταχήρ πασά, και τα αγήματα, τα οποία βγήκαν στην ξηρά σε συνεργασία με τον Μουσούρο “έπεισαν” τους αγρότες να παραδώσουν τα όπλα τους με την υπόσχεση να τους δώσουν αμνηστία. Οι αγρότες παρέδωσαν τα όπλα και τότε οι Τούρκοι συνέλαβαν 20 από τους αρχηγούς της εξέγερσης και τους φυλάκισαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν οι Τούρκοι υποχρέωσαν τους αγρότες των χωριών Βαθύ, Μυτιληνοί, Βουρλά και Έξι γειτονιές να πληρώσουν 53. 320 γρόσια, μια άλλη δε κατηγορία χωριών να πληρώσουν 26. 826 γρόσια για έξοδα στους Τούρκους. Έτσι το κίνημα των αγροτών-καρμανιόλων ηττήθηκε και πάλι.

Κεφαλλονιά (1848)

Στα 1848 υπό την επίδραση των επαναστατικών εξελίξεων στην Ευρώπη οι Κεφαλλονίτες αγρότες οργανώθηκαν εναντίον των ευγενών - γαιοκτημόνων. Θεωρητικός αρχηγός των επαναστατών ήταν ο Γεράσιμος Λιβαδάς, ενώ οι πραγματικοί αρχηγοί των αγροτών στο μεν Αργοστόλι ήταν ο Γεώργιος Μεταξάς, στο δε Ληξούρι οι Θεόδωρος Μπρόντζας και Μαρίνος Χαριτάτος. Σκοπός της εξέγερσης των αγροτών ήταν να χτυπηθούν οι ευγενείς-τοκογλύφοι, οι οποίοι είχαν αρπάξει τα κτήματα των μικροϊδιοκτητών και τους πέταξαν στο δρόμο.

Σύμφωνα με το σχέδιο της εξέγερσης τη νύκτα της 13/25ης προς την 14/26η Σεπτεμβρίου του 1848, 200 αγρότες από τα χωριά Βαλσαμάτα,Τραγιανάτα και Φραγκάτα θα εισέβαλαν στο Αργοστόλι και θα έκαιγαν τα χρεωστικά ομόλογα στα δικαστήρια. Το ίδιο θα έκαναν και οι αγρότες γύρω από το Ληξούρι. Η επιχείρηση των αγροτών πράγματι έγινε, αλλά είχε ήδη προδοθεί στην Αγγλική φρουρά, η οποία τους περίμενε και τους χτύπησε με τα όπλα, ενώ οι αγρότες ήταν εξοπλισμένοι με γεωργικά εργαλεία.

Μόνο η ομάδα των αγροτών που είχε επικεφαλής τους Χαράλαμπο Μηνέτο και Χαράλαμπο Παγουλάτο αντιστάθηκε σθεναρά στους Άγγλους, αλλά με το θάνατο των δυο ηρωικών ηγετών, η εξέγερση των αγροτών ηττήθηκε. Οι Άγγλοι τότε με τα ντόπια όργανά τους έθαψαν τους σκοτωμένους αγρότες σε ομαδικό τάφο έξω από το Αργοστόλι, συνέλαβαν πολλούς αγρότες και τους έριξαν στις φυλακές και επέβαλαν 1. 600 τάλιρα πρόστιμο σε όλα τα χωριά.

Δυτική Πελοπόννησος (1895-1910)

Όταν στα 1871 η κυβέρνηση του Α. Κουμουνδούρου διένειμε τα εθνικά κτήματα, δημιουργήθηκαν πολλές μικρές εκμεταλλεύσεις στην Πελοπόννησο. Τότε οι νέοι μικροϊδιοκτήτες γης στράφηκαν προς την καλλιέργεια της σταφίδας. Την ίδια περίοδο καλλιεργούνταν ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο 346. 000 στρέμματα κορινθιακής σταφίδας, που ένα μέρος του προϊόντος αυτού καταναλωνόταν στο εσωτερικό, ενώ ένα άλλο μέρος 12. 100 (αγγλικά) βαρέλια εξαγόταν στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στην Αγγλία.

Στα 1877 παρατηρήθηκε η πρώτη υπερπαραγωγή της σταφίδας. Θα είχε ξεσπάσει από τότε η σταφιδική κρίση, αν τα γαλλικά αμπέλια δεν πάθαιναν την ασθένεια της φυλλοξήρας. Μέχρι τα 1888 οι εξαγωγές έφθασαν στην ανώτερη ποσότητα των 40. 700 βαρελιών. Η τιμή της σταφίδας μέχρι τα 1890 ανέβαινε συνεχώς και έφθασε στα 300 γαλλικά φράγκα ανά 1. 000 ενετικά λίτρα.

Όταν όμως η παραγωγή των γαλλικών αμπελιών αποκαταστάθηκε από τις αρρώστιες η τιμή της σταφίδας έπεσε στα 42 γαλλικά φράγκα ανά 1. 000 λίτρα. Στα δε 1893 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις της κορινθιακής σταφίδας έφθασαν να καλύπτουν 650. 000 στρέμματα, αλλά οι εξαγωγές έπεσαν κατακόρυφα στα 3. 100 βαρέλια. Η τιμή της σταφίδας στο Λονδίνο έφθασε να έχει 6 σελίνια ανά 100 λίτρα, ενώ μόνο τα έξοδα μεταφοράς στοίχιζαν 8 σελίνια ανά 100 λίτρα. Αυτό ήταν, έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο “σταφιδικό ζήτημα”.

Τότε ο Θ. Θεοδωρίδης από τον Πύργο πρότεινε να δημιουργηθούν συνεταιριστικές οργανώσεις, οι οποίες θα αναλάμβαναν να καταπολεμήσουν τα αίτια της κρίσης. Στα 1895 ο ιερέας του χωριού Μπαρμπάραινα Παπαστασινός ξεσήκωσε τους αγρότες σε συλλαλητήριο για τη λύση του προβλήματος της διάθεσης της σταφίδας. Τότε η κυβέρνηση αναγκάστηκε για να αντιμετωπίσει το ζήτημα της υπερπαραγωγής της σταφίδας και της πτώσης της τιμής της να επιβάλει με τον νόμο ΒΤΘ του 1895 “παρακράτημα” 15% επί της εξαγομένης σταφίδας. Το παρακράτημα αυτό η κυβέρνηση το διέθετε στην παραγωγή του οινοπνεύματος.

Αργότερα η κυβέρνηση και με τον νέο νόμο ΒΦΠΓ του 1899 αύξησε το παρακράτημα σε 24% με σκοπό από τα έσοδά του να ιδρύσει την Σταφιδική τράπεζα, όπως και έγινε. Οι δε σοσιαλιστές-αναρχικοί του Πύργου και της Πάτρας μαζί με πρωτοπόρους σταφιδοπαραγωγούς ζητούσαν να δημιουργηθεί κρατικό μονοπώλιο για τη διαχείριση της εξαγωγής της σταφίδας. Στα 1900 οι σταφιδοπαραγωγοί πολλών χωριών της περιοχής της Ηλείας ξεσηκώθηκαν και με επικεφαλής τους παπάδες χτυπώντας τις καμπάνες των εκκλησιών έκαναν πολλά συλλαλητήρια στην πόλη του Πύργου, τα οποία στρέφονταν εναντίον της πολιτικής του Κράτους και των σταφιδεμπόρων. Επίσης οι αγρότες κρατώντας ξύλα και πέτρες έδιωξαν τους χωροφύλακες και τους δικαστικούς κλητήρες που πήγαν στα χωριά τους για να εισπράξουν τους φόρους και να εκτελέσουν τις δικαστικές αποφάσεις.

Τον Ιούνιο του 1903 οι αγρότες και πάλι ξεσηκώθηκαν σε πολλά χωριά της Πελοποννήσου και κρατώντας μαύρες σημαίες και χτυπώντας τις καμπάνες των εκκλησιών έκαναν νέα συλλαλητήρια για τη λύση του σταφιδικού προβλήματος. Στα 1904 κατέρρευσε η Σταφιδική τράπεζα και στη θέση της δημιουργήθηκε η προνομιούχος εταιρεία “Ενιαία” για την προστασία της παραγωγής και την εμπορία της σταφίδας. Στα 1910 η “Ενιαία” με τη δανειοδότηση 500. 000 χιλιάδων λιρών προσπάθησε να πείσει τους αγρότες να ξεριζώσουν πολλές χιλιάδες στρεμμάτων σταφίδας, ώστε να λυνόταν το ζήτημα της υπερπαραγωγής της. Ριζική όμως λύση του προβλήματος και πάλι δεν δόθηκε.

Κιλελέρ (1910)

Από το 1877 μέχρι το 1881 που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τους Τούρκους 6 εκατομμύρια περίπου στρέμματα ή το 50. 5% της συνολικής Θεσσαλικής γης ,η οποία περιλάμβανε και 360 χωριά-τσιφλίκια περιήλθαν στην ιδιοκτησία των Ελλήνων μεγαλεμπόρων Ζάπα, Στεφάνοβιτς, Ζωγράφου, Συγγρού, Ζαρίφη, και άλλων μικρότερων εμπόρων της εποχής.

Έτσι ένα μεγάλο τμήμα των Θεσσαλών κολίγων (70. 000)περίπου, που προηγούμενα καλλιεργούσαν τα κτήματα των Τούρκων μπέηδων βρέθηκε στην ίδια και χειρότερη κατάσταση με τους νέους ισχυρούς ιδιοκτήτες. Στα 1884 ιδρύθηκε στη Λάρισα ο πρώτος “Ελληνικός Αγροτικός Σύλλογος”, που υποστήριζε τα συμφέροντα των αγροτών. Στα 1889 οι τσιφλικάδες αφαίρεσαν από τη “νομή” των κολίγων τα δικαιώματα της ισοβιότητας και της κληρονομικότητας επί της γης που καλλιεργούσαν.

Στα 1896 η κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη κατέθεσε στη Βουλή τα περίφημα “Θεσσαλικά νομοσχέδια”, τα οποία όμως δεν ψηφίστηκαν ποτέ. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχε ήδη ωριμάσει η ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών υπέρ των κολίγων.

Πρωτοπόροι στην υλοποίηση της ιδέας αυτής ήταν ο σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας και ο δικηγόρος του Βόλου και εκδότης της εφημερίδας “Πανθεσσαλική” Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης. Επίσης κήρυκες της ιδέας της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών ήταν οι αγροτιστές από την περιοχή της Καρδίτσας Χαράλαμπος Δημακόπουλος και Βασίλειος Γρίβας. Με την ευκαιρία του στρατιωτικού κινήματος του Γουδιού στα 1909 οι Θεσσαλοί κολίγοι αναθάρρησαν και άρχισαν να οργανώνονται για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους στα κτήματα που καλλιεργούσαν.

Έτσι την 1η Νοεμβρίου του 1909 οι μικροαγρότες του Πηλίου συγκεντρώθηκαν στο Βόλο και ζητούσαν από την κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη να καταργήσει το φόρο που πλήρωναν για τις ελιές και το λάδι. Στις 11 Νοεμβρίου του 1909 έγινε στην Καρδίτσα ένα ειρηνικό παναγροτικό συλλαλητήριο με αίτημα την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1910 οργανώθηκαν και στις τρεις Θεσσαλικές πόλεις Καρδίτσα, Τρίκαλα και Λάρισα παναγροτικά συλλαλητήρια. Τα αιτήματα και πάλι ήταν η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Τα συλλαλητήρια αυτά των αγροτών δεν έφεραν τα ποθούμενα αποτελέσματα. Γι' αυτό την 1η Μαρτίου του 1910, 400 κολίγοι από το χωριό Ορφανά σταμάτησαν το τρένο του Λαρισαϊκού.

Στις αρχές Μαρτίου του 1910 αποφασίστηκε να γίνει παναγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα. Έτσι στις 6 Μαρτίου έφθασαν στη Λάρισα οι κολίγοι των δήμων Κραννώνα, Συκουρίου και Ογχηστού. Στο χωριό Κιλελέρ (Κυψέλη) συγκεντρώθηκε μια ομάδα κολίγων και όταν πέρασε το τρένο για τη Λάρισα επιβιβάστηκαν στα βαγόνια και αρνήθηκαν να πληρώσουν εισιτήρια. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτης που έτυχε να ταξιδεύει με την αμαξοστοιχία διέταξε τους υπαλλήλους του να κατεβάσουν από το τρένο τους κολίγους αποκαλώντας τους “ σκυλολόϊ, και κτήνη”. Αμέσως μετά οι κολίγοι άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Σε ένα χιλιόμετρο μετά 800 περίπου κολίγοι σταμάτησαν και πάλι το τρένο και απαίτησαν να ταξιδεύσουν χωρίς να πληρώσουν εισιτήρια.

Τότε ο Πολίτης διέταξε τη στρατιωτική φρουρά να πυροβολήσει τους κολίγους. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν και οι κολίγοι απαντούσαν με πέτρες με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο πρωτοπόροι αγροτιστές οι Α. Νταφούλης και Α. Μπόκας. Το τρένο κατόπιν έφθασε μέχρι το χωριό Τσουλάρ(Μελία), όπου 500 περίπου κολίγοι περίμεναν να επιβιβασθούν. Και πάλι η φρουρά πυροβόλησε και οι κολίγοι ανταπέδωσαν με πετροπόλεμο. Και εδώ σκοτώθηκαν οι κολίγοι Σ. Ακριβούσης,Α. Δημητρίου,Σ. Ευαγγέλου και Α. Σαρτζιλαριώτης και τραυματίστηκαν άλλοι 15.

Στη Λάρισα μόλις οι συγκεντρωμένοι κολίγοι πληροφορήθηκαν τα γεγονότα αυτά άρχισαν να φωνάζουν: “Κάτω οι τσιφλικάδες”. Τότε ο επικεφαλής του ιππικού Φ. Πηχεών διέταξε τους άνδρες του να χτυπήσουν τους κολίγους και εκεί σκοτώθηκε ο αγρότης Α. Μπατάλας και τραυματίστηκαν άλλοι 10 περίπου. Επιτέλους ο Νομάρχης και ο Μέραρχος διέταξαν τους άνδρες τους να παύσουν το πυρ και επέτρεψαν τη συγκέντρωση των κολίγων, οι αντιπρόσωποι των οποίων ετοίμασαν ένα ψήφισμα προς την Κυβέρνηση και τη Βουλή με το οποίο απαιτούσαν: α)Την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών β)Την προικοδότηση του Γεωργικού Ταμείου με το φόρο των αροτριώντων κτηνών και τέλος γ) Εξέφραζαν τη βαθειά τους λύπη και οδύνη για την επίθεση του στρατού εναντίον τους, θύματα του οποίου υπήρξαν οι κολίγοι της Θεσσαλίας.

Αυτοί ήταν εν συντομία οι αγώνες των σκλάβων αγροτών κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, της Βενετοκρατίας, και της Αγγλοκρατίας, καθώς και μετά την απελευθέρωση για την εθνική και κοινωνική αποκατάστασή τους.

Από το 173ο φύλλο της εφημερίδας Agrenda 

Σχόλια (1)
Προσθήκη σχολίου

18-01-2013 20:37Ιωάννα Θεοδωρίδου

Είμαι δισεγγονή του Θαλή Θεοδωρίδη .Ζω στην Αθήνα .Στο άρθρο σας γιά την δυτ. Πελ/νησο αναφέρεστε σε αυτόν. Πολύ ενδιαφέρον .Ο παππους μου Βασίλειος Θεοδωρίδης -δημοσιογράφος-αρθρογράφησε γιά το σταφιδικό θέμα (γυιός του Θαλή) μήπως έχετε να μου συστήσετε άρθρα του; Ευχαριστώ και καλή χρονιά. Ιωάννα Θεοδωρίδου

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία