BACK TO
TOP
Ιστορία

Η ψυχή της κομπόστας: Λευτέρης Σαΐτης

Η 40χρονη ιστορία της κονσερβοποιίας Kronos είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια της Ελλάδας να κερδίσει τα σκήπτρα στην καλλιέργεια βιομηχανικού ροδάκινου από την Καλιφόρνια,φτάνοντας στο αποκορύφωμα τα τέλη της δεκαετίας του ’90.

Η ψυχή της κομπόστας: Λευτέρης Σαΐτης

5
1
Γεννήθηκε στο Καλοχώρι Λαρίσης, όπου οι γονείς του ζούσαν σε έναν ημινομαδικό τρόπο ζωής, εκτρέφοντας ζώα. Ο Λευτέρης Σαΐτης, ένας από τους ιδρυτές της κονσερβοποιίας Kronos, θυμάται τα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα και με την ευκαιρία αυτή μας αφηγείται την πρόσφατη ιστορία της ελληνικής κομπόστας: « Ήθελα να γίνω αγρότης. Έτσι, παρότρυνα τον πατέρα μου να νοικιάσει ένα χωράφι, να αγοράσει ένα τρακτέρ και να καλλιεργήσει βαμβάκι και δημητριακά. Τα ζώα δεν μου άρεσαν. Μια μέρα ο πατέρας μου μας είπε: «Σήμερα ήμουν στη Λάρισα και συνέταξα τη διαθήκη μου. Η γη που έχω φτιάξει να μείνει στα αδέρφια σου. Για σένα, Λευτέρη, υπάρχουν δύο επιλογές: Να γίνεις βοσκός ή να διαβάσεις και να πας πανεπιστήμιο. Σου προτείνω το δεύτερο»
Μπήκα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια εργάστηκα ως λογιστής για τρία χρόνια σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας στη Λάρισα. Την ίδια περίοδο άνοιξα μία σχολή λογιστικής, στην οποία δίδασκα το απόγευμα σε 200 μαθητές
Πέρα από αυτό, δημιούργησα μαζί με το συνέταιρό μου μία εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών και έγραφα γράμματα, για να προσελκύσω πελάτες από τις 9 το βράδυ ως τις 11 τα μεσάνυχτα. Τον Αύγουστο του 1970 ξεκίνησα μία εταιρεία (κατά βάση συνεταιριστική) στη Θεσσαλονίκη παραγωγής και εξαγωγής ταγαριών τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή τότε. Επίσης, παράτησα την ενασχόλησή μου με τη λογιστική. Έστελνα γράμματα στο εξωτερικό σε πολλές εταιρείες, κυρίως στη Γερμανία. Ενδιαφέρονταν για την εισαγωγή κομπόστας ροδάκινου και βερίκοκου.
Μια μέρα, στο κτίριο όπου στεγαζόταν το γραφείο μας, συνάντησα έναν Έλληνα αντιπρόσωπο που συνοδευόταν από έναν Γερμανό πελάτη, ο οποίος ενδιαφερόταν να εισάγει κομπόστα ροδάκινου και ντοματοπολτό σε κονσέρβα. Μετά πήγα για φαγητό σε ένα εστιατόριο και, καθώς παράγγελνα, είδα στα ράφια του εστιατορίου κονσέρβες κομπόστας ροδάκινου. Πήρα με την άδεια του σερβιτόρου μία κονσέρβα και την πήγα στο γραφείο. Αμέσως τηλεφώνησα στον κονσερβοποιό και σύστησα την εταιρεία μας ως εξαγωγέα διαφόρων προϊόντων συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων
Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στο εργοστάσιό του, το οποίο βρισκόταν σε ένα χωριό κοντά στην Έδεσσα. Μαζί με έναν φίλο που είχε αυτοκίνητο, επισκεφθήκαμε τον παραγωγό κομπόστας. Ήπιαμε λίγο τσάι κι έπειτα του ζήτησα να δω το εργοστάσιο
Όταν πήγαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού άνοιξε μία πόρτα και μας οδήγησε στο εργοστάσιο. Έμεινα κατάπληκτος: «Θεέ μου», είπα. Ήταν απλά ένας διάδρομος 80 τ.μ. με απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Ένας ιμάντας, μερικές θέσεις για τους εργάτες, ένα ημιαυτόματο μηχάνημα συσκευασίας (Cango, μάλλον 50 χρονών), ζάχαρη που χρησιμοποιούνταν με το χέρι και δύο δοχεία νερού (ζεστό και παγωμένο). Τον ρώτησα: «Εδώ συσκευάζεις τα ροδάκινα;» και απάντησε: «Ναι, κανένα πρόβλημα. Η ποιότητα είναι κορυφαία δεδομένου ότι όλα γίνονται με το χέρι». Εκείνη την περίοδο παρήγαγε κομπόστα μόνο από γιαρμά, κόβοντάς τα με το χέρι, αφού τα συμπύρηνα δεν ήταν γνωστά στην Ελλάδα

Η ίδρυση της Krono
Μιλώντας με βάση το ένστικτό του, χωρίς να γνωρίζει τις προϋποθέσεις και τα προβλήματα μιας σοβαρής επιχείρησης, μου είπε: «Εφόσον διαθέτεις ένα σχετικά καλό κεφάλαιο είναι πολύ καλή και πολλά υποσχόμενη δουλειά (η κονσέρβα κομπόστας ροδάκινου)». Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, δώσαμε τα χέρια και του ανακοίνωσα πως θα συνεργαστούμε. Την επόμενη μέρα, αφού επέστρεψα στη Λάρισα, του κατέθεσα το ποσό των 51.126 δραχμών (ποσό ιδιαίτερα υψηλό) για την επεξεργασία λαχανικών (πιπεριές σε κονσέρβα). Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και το Δεκέμβρη του 1970 συστάθηκε η εταιρεία Kronos από τις οικογένειες Ελευθέριου Μ. Σαΐτη, Ελευθέριου Β. Ντριγκόγια, Ιωάννη Χλωρού και Λεων. Συμεωνίδη (οι τρεις πρώτες συνεχίζουν και σήμερα) με μετοχικό κεφάλαιο 1.119.652 δρχ. Το κόστος της μίας μόνο γραμμής παραγωγής (μόνο τα μηχανήματα) κόστισε περίπου 1.025.250 δρχ.».


Οι ελληνικές κομποστοποιίες επεξεργάζονταν τον γιαρμά, αλλά μαζί με την Del Monte και η ΕΛΒΑΚ έφεραν από την Αμερική τις νέες ποικιλίες
Λίγο πριν μπούμε στην Ε.Ε. φυτέψαμε συμπύρηνα ροδάκινα
Τον Ιανουάριο του 1971 ξεκίνησε η οικοδόμηση του εργοστασίου της Kronos, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου.
«Το αρχικό κεφάλαιο των 1.119.652 δραχμών μαζί με ένα μακροπρόθεσμο δάνειο αξίας 3.407.500 δραχμών από την Αγροτική Τράπεζα δεν στάθηκαν αρκετά για να καλύψουν ολόκληρο το κόστος της αρχικής επένδυσης κι έτσι αναζητήσαμε επιπλέον κεφάλαια από τον Ι. Χλωρό, ο οποίος ήταν ένας καπετάνιος που είχε ξεμπαρκάρει κι έτσι συμμετείχε στην ίδρυση της εταιρείας μας», διευκρινίζει ο κ. Σαΐτης και τονίζει: «Προτού ολοκληρώσουμε το εργοστάσιο είχαμε υπογράψει συμβόλαιο με μία γερμανική εταιρεία που βρισκόταν στο Μόναχο και πωλούσε εξοπλισμό στον Ελληνικό Στρατό για 150.000 κιβώτια με ροδάκινα που αποτελούνταν από 24 κιβώτια του ενός κιλού. Όμως από αυτή την ποσότητα καταφέραμε να συσκευάσουμε μόνο τα 75.000 κιβώτια».
«Από το 1971 ως το 1980 ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης», διηγείται στη συνέχεια ο κ. Σαΐτης: «Χωρίς χρήματα, χωρίς εμπειρία και γνώση σχετικά με την παραγωγή ή την παγκόσμια αγορά, χωρίς κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Περπατούσαμε στο σκοτάδι. Τα μόνα όπλα ήταν:
• Η νεαρή μας ηλικία
• Η επιμονή και αποφασιστικότητά μας να κερδίσουμε
• Η σκληρή μας δουλειά
• Οι συμβουλές του πατέρα μου:«Στο χωριό βλέπεις τη φτωχική και μίζερη ζωή. Κάνε κάτι άλλο, το οποίο θα σου αλλάξει τη ζωή».
Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν αδύνατον να πληρωθούν. Σε μια συνάντηση του διοικητικού συμβουλίου κάπου στο 1974 ο λογιστής της εταιρείας πρότεινε να καταφύγουμε σε χρεοκοπία. Ευτυχώς αγνοήσαμε αυτή την πρόταση».

Η αγορά του Καναδά
«Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μόντρεαλ το 1976 είχαμε υπογράψει συμβόλαιο με έναν Καναδό εισαγωγέα, που εμπορευόταν ταγάρια με το έμβλημα-λογότυπο των Ολυμπιακών Αγώνων. Εκείνη την περίοδο το ταγάρι ήταν πολύ της μόδας. Όταν ήλθε ο Καναδός εισαγωγέας στην Ελλάδα για να επισκεφτεί το υφαντουργείο μας, εκδήλωσε ενδιαφέρον για την κομπόστα ροδάκινου σε κονσέρβα και ήρθε στο εργοστάσιο της Kronos, στη Σκύδρα. Οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν οι... ιδανικές.
 Αφού ολοκληρώθηκε η επίσκεψη, πήγαμε στο γραφείο μου. Ο εισαγωγέας μου είπε: «Κύριε Σαΐτη, παράγεις σε αυτό το εργοστάσιο κομπόστα και δεν έχεις κανένα πρόβλημα με την υγιεινή και ασφάλεια του προϊόντος;» Με ειλικρίνεια και αυθορμητισμό του απάντησα: «Κανένα απολύτως πρόβλημα. Το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα, αφού έχουν γίνει επαινετικά σχόλια από τους Γερμανούς πελάτες μας για την καλή ποιότητα των προϊόντων». Ο εισαγωγέας ήταν τεχνολόγος τροφίμων κι έτσι σχολίασε: «Μόλις επιστρέψω στο γραφείο μου στον Καναδά θα πετάξω το πτυχίο μου, καθώς με αυτά που βλέπω τώρα στο κονσερβοποιείο σας, ανατρέπετε όσα έχω διδαχθεί στο Πανεπιστήμιο». Οι ίδιες συνθήκες επικρατούσαν σε όλα τα ελληνικά κονσερβοποιεία φρούτων.
Όταν συναντούσα διάφορους πελάτες μας στη Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, εκείνοι αναφέρονταν πολύ υποτιμητικά στα ελληνικά ροδάκινα λέγοντας χαρακτηριστικά «Grieschichewaren», το οποίο σημαίνει «ελληνικό προϊόν χαμηλής ποιότητας». Επιστρέφοντας στην Ελλάδα είπα στους συνεργάτες μου πως δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι.
Τότε είχαν ανοίξει εργοστάσια η Del Monte και η EΛΒΑΚ, που ήταν πιο κοντά στην αμερικανική νοοτροπία, οπότε μάθαμε πιο εύκολα για την καλλιέργεια των κατάλληλων ποικιλιών συμπύρηνων ροδάκινων. Σε συνεργασία με τους τοπικούς γεωργικούς συνεταιρισμούς φτιάξαμε μια μεγάλη ομάδαμε στόχο την εισαγωγή και καλλιέργεια ποικιλιών συμπύρηνου ροδάκινου.
Και για να παρακινούμε τους γεωργούς τους δίναμε διπλάσια τιμή από τον γιαρμά. Όλα αυτά, λίγο πριν η Ελλάδα μπει στην Ε.Ε.».

Την ηγετική θέση της Καλιφόρνια κατέλαβαν οι Έλληνες
Πώς εκσυγχρονίστηκαν τα κονσερβοποιεία 
Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 στην Ελλάδα υπήρχαν 55 διασκορπισμένα κονσερβοποιεία. Ήταν μικρού μεγέθους και συσκεύαζαν φράουλες, βερίκοκα και κυρίως ροδάκινα. Τα ροδάκινα προέρχονταν από την ποικιλία του γιαρμά και παραγόταν μόνο μία ποιότητα, η βασική. Όλα τα προϊόντα στέλνονταν ως το Δεκέμβρη στις αγορές, πρώτα φορτώνονταν σε φορτηγά κι έπειτα στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας για να μεταφερθούν με τα πλοία, και τέλος έφταναν στο Αμβούργο. «Κλείναμε συμφωνίες μόνο με μεγάλους εισαγωγείς στη Γερμανία και δεν υπογράφαμε καθόλου συμβόλαια με σούπερ-μάρκετ», μας εξηγεί ο κ. Σαΐτης και σχολιάζει: «Ούτε λίγο ούτε πολύ ήμασταν σε βρεφικό στάδιο από όποια οπτική και αν το δεις». Οι κονσερβοποιοί της Καλιφόρνια είχαν επικρατήσει στην παγκόσμια αγορά πλασάροντας τα κονσερβοποιημένα προϊόντα τους υπό μία μόνο ετικέτα με το έμβλημα first, αποκαλύπτοντας έτσι την επικράτηση και ηγετική τους θέση.
Όταν το 1981 η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διευρύνθηκαν απίστευτα οι ορίζοντες για την κλάδο της κονσερβοποιίας. Οι γεωργοί επωφελούνταν από τις κατώτατες τιμές των προϊόντων τους, τις οποίες προωθούσε η Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα η ζήτηση για ελληνικά ροδάκινα αυξάνονταν συνεχώς από χρόνο σε χρόνο.
Τα κονσερβοποιεία έπαιρναν επιχορηγήσεις για τον εκσυγχρονισμό τους με νέο και μοντέρνο εξοπλισμό (αυτόματοι εκπυρηνωτήρες, μηχανήματα συσκευασίας, μηχανήματα για το ζεματισμό και την ψύξη κ.ά.) και επιδίδονταν πλέον σε επεξεργασία μόνο συμπύρηνων ροδάκινων, αλλάζοντας ριζικά την εικόνα του κλάδου σημαντικά προς το καλύτερο.

Η χρυσή εποχή
Οι δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 αποτέλεσαν τη χρυσή εποχή για την ελληνική βιομηχανία κονσερβοποιίας. Τα φορτία, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, έφταναν περίπου τα 6 εκατ. κιβώτια, στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 έφτασαν στα 19 εκατ. κιβώτια.
«Τα εκσυγχρονισμένα κονσερβοποιεία, η καλή και ευωδιαστή ποιότητα των φρούτων, η στήριξη,ο ανταγωνισμός, ο επαγγελματισμός των κονσερβοποιέων και η αξιοπιστία τήρησης των συμβόλαιων αποτέλεσαν κάποια από τα πολλά δυνατά μας σημεία και μέσα για να εξαπλώσουμε τις εξαγωγές», μας λέει ο κ. Σαΐτης. «Το νομισματικό σύστημα της δραχμής ήταν, επίσης, εκείνη την περίοδο ένα μέσο για την εξάπλωσή μας. Το να είσαι ηγέτης της ιαπωνικής αγοράς δεν ήταν εύκολη δουλειά. Με την Kronos ξεκινήσαμε το ‘86 με 2 κοντέινερ, τα οποία έγιναν 700 στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Έχω ξοδέψει πάνω από τη μισή μου ζωή στα αεροπλάνα να διασχίζω τον ουρανό από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη για να παρουσιάσω την ελληνική κομπόστα σε πλήθος αγορών. Και το ίδιο ισχύει και για άλλους καλούς και αξιόπιστους Έλληνες φίλους κονσερβοποιούς.
Τ α αποτελέσματα είναι θετικά μόνο όταν προέρχονται από ομαδική δουλειά. Η παραγωγή πάνω από 19 εκατ. κιβωτίων ήταν το αποκορύφωμα. Κατά το τέλος της δεκαετίας του ‘90 ξεκινάει η αντίθετη πτωτική πορεία για λόγους όπως:
 1. Η απώλεια των αγορών της Ν. Αμερικής λόγω των υψηλών δασμών και άλλων antidumping μέτρων.
 2. Η υποχώρηση του δολαρίου και η ενδυνάμωση-ενίσχυση του ευρώ.
 3. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ στους καλλιεργητές ροδάκινων σταδιακά ελαχιστοποιήθηκαν. Σημειωτέον πως οι Έλληνες πληρώνουμε πάντα συγκριτικά με άλλες χώρες τις υψηλότερες τιμές για τα ακατέργαστα προϊόντα.
 4. Η δυναμική είσοδος της Κίνας στην κονσερβοποιία.
 5. Απώλεια και σημαντική μείωση των αγορών του δολαρίου».

 Η διοίκηση πέρασε σε άλλη γενιά
Η παλιά γενιά, Ελευθέριος Μ. Σαΐτης και Γιάννης Χλωρός, παραμένει ενεργή, αλλά η νέα γενιά είναι στην πρώτη γραμμή με τους: Νάντια Ελευθ. Σαΐτη: Διευθύνουσα Σύμβουλο,Νικόλαο Τζιμούρτο: Εντεταλμένο Σύμβουλο, Μιχάλη Β. Σαΐτη: Αντιπρόεδρο, Βασίλη Δ. Σαΐτη: Υπεύθυνο Α’ Ύλης, Μιχάλη Λιχούνα και Ελευθέριο Δ. Σαΐτη: Υπεύθυνους εξαγωγών.



Σχόλια (1)
Προσθήκη σχολίου

23-09-2014 12:20ΓΡΑΙΚΟΥΣΗΣ ΝΙΚΟΣ

Παρακαλώ για την τηλεφωνική μας επικοινωνία στο 6973399656 για πληροφορίες σχετικά με την παραγγελία από εσάς κονσέρβας ροδάκινου για τον Κοινωνικό Καταναλωτικό Συνεταιτερισμό Θεσσαλονίκης.

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία