BACK TO
TOP
Πιστοποίηση

Όλα τα λεφτά στο περιτύλιγμα λένε οι ειδικοί

Στο «αµπαλάζ» και την εξωτερική εµφάνιση τείνουν συχνά να επικεντρώνουν την προσοχή τους οι επιχειρήσεις ελαιολάδου ελαιολάδου, κατά κύριο λόγο και του κρασιού, κατά δεύτερο, «ξεχνώντας» τόσο το περιεχόµενο όσο και τις πραγµατικές ανάγκες της αγοράς και του κοινού στο οποίο απευθύνονται.

Όλα τα λεφτά στο περιτύλιγμα λένε οι ειδικοί

2
0
Το γεγονός ότι η συσκευασία συνιστά ένα πολύτιµο εργαλείο προσδίδει µεν  υπεραξία στο προϊόν αλλά επ’ ουδενί δεν αποτελεί πανάκεια υπογράµµισαν σε όλους τους τόνους και ουκ ολίγες φορές οι οµιλητές που συµµετείχαν στην ηµερίδα «Συσκευασία-ετικέτα οίνου και ελαιολάδου: η συµβολή τους στην επιτυχία» που διοργανώθηκε την περασµένη Κυριακή στο πλαίσιο της Έκθεσης «Συσκευασία και Πλαστικά 2014».

Όπως τονίστηκε στη διάρκεια της εκδήλωσης,- που διοργάνωσαν τα περιοδικά Allpack και Οινολογία- η πρόοδος που έχει επιτελέσει η ελληνική βιοµηχανία τροφίµων σκέλος της συσκευασίας σε σχέση µε το  –όχι και τόσο µακρινό- παρελθόν είναι κάτι παραπάνω από εµφανής. Ωστόσο, αν ο παράγοντας συσκευασία δεν ενταχθεί σε ένα συνολικό και ρεαλιστικό σχεδιασµό για την προώθηση ενός προϊόντος που θα βασίζεται στις ανάγκες της αγοράς, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί «δώρον-άδωρον»

«∆εν πουλάµε συσκευασίες, αλλά προϊόν. Η συσκευασία δεν καθορίζει το προϊόν, αλλά το εκφράζει. Το προϊόν είναι αυτό που καθορίζει τη συσκευασία», ανέφερε χαρακτηριστικά στην οµιλία του ο Αντώνης Παπαϊωάννου, σύµβουλος επικοινωνίας και … συµπληρώνοντας: «∆εν αρκεί η συσκευασία για τις εξαγωγές, αλλά η στρατηγική, η απόφαση του τι συσκευάζεις και γιατί»

«Ειδικά σε ό,τι αφορά στο ελαιόλαδο, έχουµε φτιάξει το…Johny Walker Blue Label, όµως ‘ξεχάσαµε’ να παράξουµε το Red και το Black Label», σηµείωσε µε αρκετή δόση χιούµορ ∆ηµήτρης Καραβασίλης, διευθύνων σύµβουλος της DK Consultants θέλοντας µε αυτό τον τρόπο να καταδείξει την εµµονή πολλών εξαγωγέων-παραγωγών να στοχεύουν στο premium (αλλά µικρό σε αριθµό) κοµµάτι της αγοράς παραµελώντας τις χαµηλότερες (µεσαίες και µικροµεσαίες κατηγορίες) στις οποίες «αλωνίζουν» ανενόχλητες οι ισπανικές και ιταλικές µπράντες.

Η Ελλάδα μοναδική ελαιοπαραγωγός χώρα στην Ε.Ε. που δεν υιοθέτησε ακόμα τους νέους κανόνες εμπορίας και τυποποίησηςΛάθος στόχευση, ανεπαρκής µελέτη των αγορών-στόχου κι έλλειψη συνολικής στρατηγικής καταδικάζουν το ελληνικό ελαιόλαδο να απευθύνεται σε µια µικρή µόνο µάζα καταναλωτών παγκοσµίως χωρίς να αξιοποιεί το δυναµικό του
Η χώρα µας, όπως λέει ο κ. Καραβασίλης, απολαµβάνει το προνόµιο να είναι «παγκόσµιος πρωταθλητής... στις δαχτυλιές: Ο ξένος καταναλωτής πιάνει το οµολογουµένως πανέµορφο και εντυπωσιακό µπουκάλι, το θαυµάζει αλλά  το αφήνει πάλι πίσω στο ράφι», εξηγεί. Κι αυτό γιατί είναι πολύ ακριβότερο από τους ανταγωνιστές του: Σύµφωνα µε τα στοιχεία που παρουσίασε ο επικεφαλής της DK Consultants, η καθαρή τιµή πώλησης του εγχώριου ελαιολάδου στο εξωτερικό σήµερα είναι 4,091 ευρώ το κιλό. Συγκριτικά, το ισπανικό πωλείται έναντι 3,071 ευρώ/κιλό, το ιταλικό έναντι 3,725 ευρώ/κιλό και το τυνησιακό έναντι 2,812 ευρώ/κιλό. Η ακριβή τιµή οφείλεται κατά ένα µεγάλο ποσοστό στα εγγενή και δοµικά προβλήµατα του ελαιουργικού κλάδου (όπως π.χ. ο µικρός και κατακερµατισµένος κλήρος), όχι όµως µόνο σε αυτά. Σύµφωνα µε διετή έρευνα Ποσοτικής και Ποιοτικής Ανάλυσης των Εξαγωγών Ελληνικού τυποποιηµένου εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου που διενήργησε η DK Consultants, το πρωτογενές κόστος χωρίς περιεχόµενο (δηλαδή φιάλη, ετικέτα) κυµαινόταν από 0,90 έως 5,25 ευρώ όταν η µέση τιµή πώλησης ήταν στα 3,25 ευρώ/500 ml. Υπήρξε µάλιστα και επιχειρηµατίας ο οποίος δαπανούσε 11,25 ευρώ για τη φιάλη
Εξίσου αποκαλυπτικό ήταν το γεγονός ότι σε σύνολο 2,463 καταµετρηµένων διαφορετικών ετικετών, ο µέρος όρος «ζωής» στο ξένο ράφι δεν ξεπερνούσε τους 14 µήνες ενώ το 63,4% αυτών δεν επανεµφανίστηκε
«Το Ελληνικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο δεν είναι εξαιρετικά κερδοφόρο», τόνισε ο κ. Καραβασίλης και οι λόγοι γι’ αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν «στην πληθώρα ετικετών, το ανύπαρκτο story telling, την ανεπαρκή στρατηγική και µάρκετινγκ και στα µη ανταγωνιστικά προϊόντα»
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η χώρα µας είναι η µοναδική ελαιοπαραγωγός της Ευρώπης που δεν έχει υιοθετήσει ακόµα τα νέα µέτρα εµπορίας και τυποποίησης (τέλος στις επαναγεµιζόµενες φιάλες, εναρµόνιση ετικετών) µε αποτέλεσµα από 1/1/2015 να υπάρχουν σοβαρά προβλήµατα στην προώθησή του στην ευρωπαϊκή αγορά

∆ιαφοροποίηση µαζί µε πρακτικότητα συνδυάζει η συσκευασία Pouch TapΜια από τις πιο σύγχρονες λύσεις στη συσκευασία υγρών τροφίµων η οποία µπορεί να προσφέρει πρακτικότητα στον παραγωγό και τον καταναλωτή και, παράλληλα, διαφοροποίηση στο ράφι είναι το Pouch Top
Πρόκειται για µια συσκευασία τύπου doypack µε βρυσάκι που χρησιµοποιείται τα τελευταία χρόνια µε επιτυχία στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ν. Αφρική) τα τελευταία χρόνια και, εσχάτως, και στην Ελλάδα (Terra Creta, Συνεταιρισµός Νεµέας). Όπως τόνισε ο Ορέστης Πίµπιλης, διευθυντής πωλήσεων της Aegeas Flexografiki, το Pouch Tap:   Προσφέρει  καλύτερη συντήρηση λόγω του πολυστρωµατικού υλικού, από το οποίο κατασκευάζεται. Σε συνδυασµό µε το ειδικά σχεδιασµένο βρυσάκι, δεν επιτρέπει την εισροή οξυγόνου, µε αποτέλεσµα να διατηρεί αναλλοίωτη  τη γεύση του προϊόντος και µετά το άνοιγµα,   Υψηλή προστασία από τη UV ακτινοβολία,  Kατάλληλο για ζεστό γέµισµα,   Mοντέρνα εµφάνιση που, σε συνδυασµό µε την υψηλής ποιότητας εκτύπωση, διαφοροποιούν το προϊόν στο ράφι,  Λόγω του αµελητέου όγκου και του πολύ µικρού βάρους (40γρ.) όταν είναι άδειο µεταφέρεται και αποθηκεύεται ευκολότερα.
Η υπερπληθώρα ετικετών προκαλεί σύγχυση στο κοινό «Η συσκευασία σαφώς και παράγει υπεραξία, όµως δεν αρκεί από µόνη της για τις εξαγωγές και, σε τελική ανάλυση, για την επιτυχία. Πιο σηµαντικό είναι να έχει αποφασίσει κανείς τι συσκευάζει και γιατί». Aυτό επισήµανε στη δική του παρουσίαση ο σύµβουλος επικοινωνίας, Αντώνης Παπαϊωάνου. «Εκεί που πριν 10-15 χρόνια οι συσκευασίες ήταν ελάχιστες, σήµερα έχουµε φτάσει στην άλλη άκρη. Με εκπληκτικές µεν µίνιµαλ συσκευασίες να πουλάνε όµως το λάδι 25 ευρώ τα 250 ml. δηλαδή 100 ευρώ το κιλό. Εκφράζουν τη σωστή εικόνα για το ελαιόλαδο στην Ελλάδα, µπορούν να γίνουν ανταγωνιστικές ή είναι µια εγωιστική νεοπλουτίστικη αντίληψη;», τόνισε χαρακτηριστικά
Σύµφωνα µε τον ίδιο, οι συσκευασίες στο κρασί βρίσκονται σε ένα πιο ώριµο στάδιο χωρίς όµως κι εκεί να λείπουν οι υπερβολές κι οι αγκυλώσεις: «Πολλοί εξακολουθούν να µπερδεύουν τον κωδικό µε την µπράντα και προσπαθούν να διαφηµίσουν και να καθιερώσουν τον κάθε κωδικό ως  νέο brand αναζητώντας συνεχώς νέα ονόµατα και νέα λογότυπα για το κάθε νέο όνοµα […] Η απόλυτη σύγχυση για τους καταναλωτές και για τους ίδιους τους οινοποιούς που βρίσκονται µπροστά σε αδυναµία να προωθήσουν τόσα νέα brands»
H νέα «φούσκα»Επιπλέον, η εµµονή στις ακριβές αναβαθµισµένες συσκευασίες «δηµιούργησε µια τάση που αποθαρρύνει την αποδοχή νέων καινοτόµων περιεκτών που θα µπορούσαν να ζωντανέψουν την αγορά του κρασιού (π.χ. νέα ατοµική συσκευασία σε ποτήρι), αφού η  άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι δεν έχουν τύχη, γιατί παραπέµπουν σε δεύτερης ποιότητας κρασί»
Ο δε κατακερµατισµός παραγωγών και ετικετών αποτελεί έναν ακόµα ανασχετικό παράγοντα: «Μήπως οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει να ενώνουν τις δυνάµεις τους που και πού, αντί να εξαντλούν τη δηµιουργικότητά τους στον ανταγωνισµό;», διερωτήθηκε ο κ. Παπαϊωάννου. «Τι µπορεί να κάνει η έρηµη η συσκευασία από µόνη της, ώστε η πληθώρα των νέων προϊόντων που παράγονται και συνωστίζονται να βρουν το δρόµο τους να µην είναι η νέα φούσκα της οικονοµίας µας;
Το πώμα Stelvin ανταγωνίζεται αλλά δεν εκτοπίζει το φελλόΤη δυνατότητα να «επανασυστήσουν»το ελληνικό κρασί σε µια µεγάλη µερίδα του καταναλωτικού κοινού, τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδας, χωρίς καµία επίπτωση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δίνει στους οινοπαραγωγούς το πώµα Stelvin
Πρόκειται για το γνωστό αλουµινένιο πώµα που, όπως εξήγησε ο εµπορικός διευθυντής της Α.Γ. Κοροπούλης ΑΒΕΕ, Νίκος Θεοδώρου, αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από την γαλλική εταιρεία La Bouchage Mecanique (LBM). Αρχικά είχε την ονοµασία Stelcap µέχρι που η εταιρεία Pechiney κατοχύρωσε την εµπορική ονοµασία Stelvin µε την οποία το προϊόν είναι γνωστό µέχρι σήµερα όπου κι έχει αρχίσει να αποκτά πολλούς φίλους µεταξύ καταναλωτών αλλά και παραγωγών
Ποια όµως είναι τα πλεονεκτήµατα που φέρνει µαζί του το πώµα Stelvin; Σύµφωνα µε τον κ. Θεοδώρου, αυτά μπορούν να συνοψισθούν στην
 -Απουσία οσµής του φελλού (TCA
-Γευστική σταθερότητα που διατηρείται από φιάλη σε φιάλ
-∆ιατήρηση των αρωµατικών χαρακτηριστικών και της φρεσκάδας του κρασιού (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα λευκά και τα ροζέ κρασιά)
-Eύκολη επαναχρησιµοποίηση του πώµατος στη φιάλη στα καταστήµατα εστίασης και, ιδίως, τα wine bars
 -Ευκολία στο άνοιγµα και στον επαναπωµατισµό, ιδιαίτερα για γυναίκες και καταναλωτές µεγαλύτερης ηλικίας.
- Εύκολη αποθήκευση των φιαλών ακόµα και σε όρθια θέσ
Ο κ. Θεοδώρου δεν πιστεύει βεβαίως ότι το Stelvin θα εκτοπίσει τον παραδοσιακό ή το συνθετικό φελλό. Εκτιµά ότι «χώρος υπάρχει στην αγορά και για τα τρία προϊόντα» ή, όπως ο ίδιος δηλώνει χαρακτηριστικά, «όλα τους είναι εργαλεία στην υπηρεσία του οίνου»

 

 


 

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία