Σύμφωνα με τον κ. Κουκουλόπουλο, «ο χαμηλός βαθμός οργάνωσης των παραγωγών σε ομάδες παραγωγών επιτρέπει να διακινούνται τεράστιες ποσότητες σε μορφή χύδην. Πρέπει να δώσουμε ώθηση προς τα πάνω στο προϊόν.
Το δυτικομακεδονικό φασόλι, εάν πήγαινε στην αγορά τυποποιημένο και συσκευασμένο στο 100%, δεν θα υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να υπάρξει ελληνοποίηση. Είναι ένα προϊόν εξαιρετικής ποιότητας που το ζητάει μετ’ επιτάσεως η αγορά εδώ και χρόνια, έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Είναι εντελώς παράδοξο να αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα.
Θα προχωρήσουμε στην εντατικοποίηση των ελέγχων αλλά πρέπει να οργανωθούν και οι παραγωγοί, να υπάρξουν συνέργειες. Πρέπει να βάλουμε ένα στόχο που είναι απολύτως εφικτός: ούτε ένα κιλό φασόλια από την Καστοριά, από το Άργος Ορεστικό, τις Πρέσπες και το Σισάνι να μην πουλιέται χύμα. Έτσι θα φράξουν οι κερκόπορτες που υπάρχουν από τις οποίες γίνονται ελληνοποιήσεις».
Ο κ. Κουκουλόπουλος επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Κάνω την πρότασή μου ως Δυτικομακεδόνας. Και εγώ και εσείς και οι άλλοι βουλευτές της Δυτικής Μακεδονίας μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία με όλους μαζί τους παραγωγούς. Πρέπει να ενωθούμε. Πρέπει οι παραγωγοί να ενωθούν.
Με τη συμπαράσταση όλων μας και της πολιτείας φυσικά, οι παραγωγοί μπορούν να φράξουν το δρόμο στις ελληνοποιήσεις. Εφόσον όμως πρώτα οργανωθούν σε ένα ενιαίο σύνολο. Εμείς όλοι, ως Δυτικομακεδόνες εκπρόσωποι, να πάμε δίπλα στους παραγωγούς για να στηρίξουμε το προϊόν».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εγκαταστάσεις τυποποίησης και συσκευασίας φασολιών που ήδη υπάρχουν, διασφαλίζουν τις προϋποθέσεις ώστε -σε συνδυασμό με την οργάνωση των παραγωγών και την εντατικοποίηση των ελέγχων- να σταματήσει η χύδην πώληση και οι παράνομες ελληνοποιήσεις.
Τέλος, ο κ. Κουκουλόπουλος υπογράμμισε ότι το προϊόν θα ενισχυθεί από τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) που θα εφαρμοστεί από 1.1.2015 τόσο με ξεχωριστή χρηματοδότηση, καθώς τα ψυχανθή εντάχθηκαν στο καθεστώς των συνδεδεμένων ενισχύσεων, όσο και με τις στοχευμένες ενισχύσεις που προβλέπει η νέα ΚΑΠ για τις σύγχρονες μορφές οργάνωσης των αγροτών σε ισχυρές ομάδες παραγωγών, υγιείς συνεταιρισμούς και ισχυρές διεπαγγελματικές οργανώσεις.