Σύμφωνα με τη μελέτη, «η συνολική οικοδομική δραστηριότητα, όπως εκφράζεται με τον αριθμό αδειών, μετά το 2005, επιδεικνύει συνεχή κάμψη, φτάνοντας, το 2015, τις 13.257 άδειες και εμφανίζοντας σωρευτική υποχώρηση 86%.
Πάντως το 2017, διαπιστώθηκε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης, με αποτέλεσμα η ζήτηση για είδη ξυλείας να ομαλοποιηθεί.
Η αγορά κατοικίας διέπεται από σημαντική κάμψη δραστηριότητας τόσο στην ανέγερση νέων κτισμάτων, όσο και στις αγοραπωλησίες υφιστάμενων κατοικιών.
Η ύφεση μεταφράζεται σε υπερπροσφορά ακινήτων προς πώληση και ιδιαίτερα χαμηλή ζήτηση, λόγω του περιορισμού των στεγαστικών δανείων, των συνεχών αυξήσεων στη φορολόγηση και της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Αρνητικό είναι το κλίμα και στον τομέα παραγωγής επίπλων.
Οι εισαγωγές φθηνών, έτοιμων προϊόντων, από πολυεθνικές εταιρείες και το μειωμένο εισόδημα των καταναλωτών, έχουν πλήξει την εγχώρια επιπλοποιία, οδηγώντας αρκετές βιοτεχνίες σταδιακά εκτός κλάδου.
Η φθίνουσα ζήτηση συνοδεύεται από σημαντική κάμψη της παραγωγικής δραστηριότητας του κλάδου (περαιτέρω μείωση 6%, το 2015), με κύριο χαρακτηριστικό να αποτελεί η αδράνεια αρκετών μονάδων και η οριστική παύση λειτουργίας πολλών εταιρειών.
Υπό το βάρος της μειούμενης ζήτησης και των ανταγωνιστικών πιέσεων από εισαγωγείς φθηνής ξυλείας, οι παραγωγικές εταιρείες διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαμηλές τιμές, με συνέπεια οι περισσότερες να έχουν καταστεί ζημιογόνες.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Γκουζέλος, διευθύνων σύμβουλος της Infobank Hellastat, «απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναφορά των κλάδων που σχετίζονται με την οικοδομή σε τροχιά ανάπτυξης, αποτελεί η σταθεροποίηση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, ώστε να ανακάμψει η οικοδομική δραστηριότητα και οι δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής, τομείς που, την τελευταία δεκαετία, υπέστησαν σημαντικές απώλειες».
Χρηματοοικονομική ανάλυση του κλάδου
Στη μελέτη της IBHS αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις 127 επιχειρήσεων.
Τα βασικά συμπεράσματα συνοψίζονται στα εξής:
Ο κύκλος εργασιών, το 2015, υποχώρησε κατά 1,5%, στα 276,69 εκατ. ευρώ.
Τα EBITDA μειώθηκαν κατά 8,2%, στα 9,7 εκατ. ευρώ, ενώ οι ζημιές προ φόρων αυξήθηκαν στα 27,17 εκατ. ευρώ.
Το περιθώριο EBITDA σταθεροποιήθηκε στο 3,2%, ενώ το περιθώριο EBT παρέμεινε αρνητικό, έχοντας επιδεινωθεί σε -2,1%.
Η κεφαλαιακή μόχλευση βελτιώθηκε οριακά στο 0,95 προς 1.
Το διάστημα είσπραξης Απαιτήσεων διαμορφώθηκε στους περίπου πέντε μήνες.
Επιπλέον, τα Αποθέματα διακρατήθηκαν για περίοδο 7,5 μηνών.