BACK TO
TOP
Business

Μέτρησε απώλειες το εξαγωγικό ατού σε αγροτικά προϊόντα λέει έκθεση της ΤτΕ

Η πορεία της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής κατά το διάστημα της κρίσης εμφανίζεται αισθητά καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, γεγονός που επιτρέπει κάποια αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές του τομέα, λέει έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για την Νομιμσματική Πολιτική 2017-2018, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι απαιτούνται δραστήριες παρεμβάσεις, ώστε η πορεία αυτή να μην παραμείνει ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά να καταστεί δομικό συστατικό της ελληνικής οικονομίας.

Μεταρρυθμίσεις με μεγαλύτερη ένταση ζητάει η ΤτΕ

2
0

Όπως διαπιστώνεται, η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος στο βαμβάκι, στο οποίο κατέχει την πρώτη θέση στην κατάταξη των 28 κρατών-μελών της ΕΕ. Χαμηλότερο, αλλά επίσης εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος παρουσιάζει στο μη κατεργασμένο καπνό, στο παρθένο ελαιόλαδο, στα φρούτα, καθώς και στις ρίζες και στους σπόρους λαχανικών, όπου επίσης κατέχει την πρώτη θέση.

Από την εξέταση προέκυψε ότι η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα για το χρονικό διάστημα 2000-2007 σε 26 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 13 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 9 εξαγωγική ειδίκευση, ενώ για το διάστημα 2008-2017 το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα περιορίζεται σε 21 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 12 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 8 εξαγωγική ειδίκευση.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, πιθανόν, μετά τις απαραίτητες βελτιώσεις στο οικονομικό περιβάλλον και στις υποδομές του πρωτογενούς τομέα, να καταδειχθεί ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει ισχυρό εξαγωγικό πλεονέκτημα καθώς υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων μέσω:

- συνένωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων και εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας

- επενδύσεων στην πλέον σύγχρονη τεχνολογία

- ηλικιακής ανανέωσης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού

- σύνδεσης του τουρισμού με τοπικά προϊόντα ποιότητας, την τοπική γαστρονομία και την παράδοση μιας περιοχής,

- ανάληψης πρωτοβουλιών από την πολιτεία και τους εξαγωγικούς φορείς για τη δημιουργία ενός brand name των προϊόντων στο εξωτερικό

- δημιουργίας χρηματοδοτικών προϊόντων για την ενίσχυση των δυναμικών παραγωγικών μονάδων.

Βρείτε εδώ ολόκληρη τη Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας για την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων.pdf







 

Αναλυτικά το κομμάτι της έκθεσης για την Ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων

Δείκτες ανταγωνιστικότητας

Δεκαεπτάμισι χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ (1.1.2001) και έντεκα χρόνια μετά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (καλοκαίρι 2007 στις ΗΠΑ), ο πρωτογενής τομέας, τομέας κατ’ εξοχήν εξαρτώμενος από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναδεικνύεται ως χώρος που δυνητικά μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία ιδιαίτερα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά το διάστημα της κρίσης εμφανίζεται αισθητά καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, γεγονός που επιτρέπει κάποια αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές του τομέα, ταυτόχρονα όμως απαιτεί δραστήριες παρεμβάσεις, ώστε η πορεία αυτή να μην παραμείνει ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά να καταστεί δομικό συστατικό της ελληνικής οικονομίας.

Σημαντικό μέτρο αξιολόγησης των προοπτικών του αγροτικού τομέα αποτελεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Προς το σκοπό αυτό, εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα επιλεγμένων ελληνικών αγροτικών προϊόντων και συγκρίνεται με την ανταγωνιστικότητα των ίδιων προϊόντων στο επίπεδο των 28 κρατών-μελών της ΕΕ για το διάστημα 2000-2017.

Το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους: η πρώτη υποπερίοδος 2000-2007 ορίζεται με κριτήριο το ότι το πρώτο έτος είναι εκείνο κατά το οποίο προετοιμάστηκε η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ η δεύτερη υποπερίοδος 2008-2017 ορίζεται με κριτήριο το ότι το πρώτο έτος είναι το έτος απαρχής της οικονομικής κρίσης.

Εξετάστηκαν συνολικά 65 προϊόντα σε ακατέργαστη, ημικατεργασμένη και κατεργασμένη μορφή και υπολογίστηκε η ανταγωνιστικότητά τους με βάση τρεις διαφορετικούς δείκτες (βλ. Πίνακες Α και Β και το διάγραμμα):

Με τον πρώτο δείκτη καταμετρήθηκε το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα της Ελλάδος και των υπόλοιπων 27 κρατών-μελών της ΕΕ, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εισαγωγική διείσδυση στα ίδια προϊόντα. Με το δεύτερο δείκτη καταμετρήθηκε ο βαθμός εισαγωγικής διείσδυσης, ανά χώρα και προϊόν. Με τον τρίτο δείκτη καταμετρήθηκε ο βαθμός

εξαγωγικής ειδίκευσης, δηλαδή της απόκλισης μεταξύ εξαγωγικής διάρθρωσης μιας χώρας σε σχέση με την αντίστοιχη διάρθρωση του συνόλου των εξεταζόμενων χωρών και της αντίστοιχης εισαγωγικής διείσδυσης. Εάν ο δείκτης έχει θετικό πρόσημο, η χώρα παρουσιάζει εξαγωγική ειδίκευση.

Από την εξέταση προέκυψε ότι η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα για το χρονικό διάστημα 2000-2007 σε 26 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 13 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 9 εξαγωγική ειδίκευση, ενώ για το διάστημα 2008-2017 το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα περιορίζεται σε 21 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 12 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 8 εξαγωγική ειδίκευση. Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα Α, η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος στο βαμβάκι, στο οποίο κατέχει την πρώτη θέση στην κατάταξη των 28 κρατών-μελών της ΕΕ. Χαμηλότερο, αλλά επίσης εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος παρουσιάζει στο μη κατεργασμένο καπνό, στο παρθένο ελαιόλαδο, στα φρούτα, καθώς και στις ρίζες και στους σπόρους λαχανικών, όπου επίσης κατέχει την πρώτη θέση.

Παρατηρείται ότι ο δείκτης εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος και ο δείκτης εξαγωγικής ειδίκευσης στα συγκεκριμένα προϊόντα συμβαδίζουν, καθώς και σε επίπεδο εξαγωγικής ειδίκευσης η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση, ενώ σε επίπεδο εισαγωγικής διείσδυσης παρατηρείται διαφοροποίηση, καθώς ο υψηλός δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος δύναται να συμβαδίζει και με σχετικά χαμηλό δείκτη εισαγωγικής διείσδυσης, δηλαδή η εισαγωγική διείσδυση να είναι σχετικά υψηλή.

Ο δείκτης συγκριτικού πλεονεκτήματος υποχωρεί κατά το διάστημα 2008-2017, σε σύγκριση με το προηγούμενο εξεταζόμενο διάστημα, σε 19 από 26 αγροτικά προϊόντα που παρουσίασαν δείκτη συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος ανώτερο της μονάδας κατά το χρονικό διάστημα 2000-2007, ενώ στα υπόλοιπα 7 ο δείκτης παρουσίασε βελτίωση.

Παρατηρείται επίσης ότι σε επίπεδο εισαγωγικής διείσδυσης κατά το διάστημα 2008-2017 παρουσιάζεται βελτίωση του δείκτη (μείωση της εισαγωγικής διείσδυσης) έναντι του προηγούμενου εξεταζόμενου χρονικού διαστήματος σε 16 από τα 26 προϊόντα, ενώ σε 9 ο δείκτης παρουσιάζει μείωση και επομένως αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης.

Σε επίπεδο εξαγωγικής ειδίκευσης παρατηρείται υποχώρηση του σχετικού δείκτη κατά το διάστημα 2008-2017, σε σχέση με το προηγούμενο εξεταζόμενο χρονικό διάστημα 2000-2007, σε 19 προϊόντα, ενώ στα υπόλοιπα 7 ο σχετικός δείκτης εμφανίζεται βελτιωμένος.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του μη κατεργασμένου καπνού, όπου καταγράφεται σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας κατά τα διάστημα 2008-2017, καθώς ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος (ο δεύτερος υψηλότερος μετά από εκείνον που αφορά το βαμβάκι) έχει μειωθεί από 41,33 το διάστημα 2000-2007 σε 16,93 το διάστημα 2008-2017 και ο δείκτης εξαγωγικής ειδίκευσης έχει μειωθεί από 11,83 σε 3,57 (η πρώτη θέση στην ΕΕ-28 ωστόσο διατηρείται και κατά τα δύο εξεταζόμενα χρονικά διαστήματα). Παράλληλα έχει αυξηθεί η εισαγωγική διείσδυση, καθώς ο σχετικός δείκτης έχει μειωθεί από 0,42 το 2000-2007 σε 0,31 το 2008-2017. Όπως παρατηρείται στον Πίνακα Β, ο αμέσως επόμενος δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος κατά το διάστημα 2000-2007 αφορά τη Βουλγαρία και είναι 20,31, ενώ κατά το διάστημα 2008-2017 οι δείκτες της Ελλάδος και της Βουλγαρίας συγκλίνουν κατά πολύ, καθώς ο δείκτης της Βουλγαρίας φθάνει το 16,68.

Τρίτη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του παρθένου ελαιολάδου, όπου και πάλι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση με αισθητή διαφορά από τις αμέσως επόμενες στο σχετικό δείκτη και κατά τα δύο χρονικά διαστήματα.

 

Τα ποιοτικά δεδομένα

Η ελληνική αγροτική οικονομία, πέραν του ότι λειτουργεί σε ένα οικονομικό περιβάλλον όπου οι επιδοτήσεις από την Κοινή Αγροτική Πολιτική έχουν περιοριστεί δραστικά, καθώς έχουν πλέον κατά το μεγαλύτερο μέρος τους μετατραπεί σε εισοδηματικές ενισχύσεις αποσυνδεδεμένες από το ύψος παραγωγής, και όπου ο δανεισμός από το πιστωτικό σύστημα έχει καταστεί ιδιαίτερα περιορισμένος για το σύνολο της οικονομίας, παρουσιάζει και ορισμένα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν ένα αρνητικό ποιοτικά περιβάλλον λειτουργίας και δράσης των παραγωγών.

Τα κυριότερα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η πολύ μικρή μέση έκταση ανά εκμετάλλευση και ο πολύ μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων. Συνέπειες αυτών των δύο αρνητικών δεδομένων είναι το υψηλό κόστος των επενδύσεων (καθώς απαιτούνται δαπανηρές επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό για μικρές εκτάσεις, με αποτέλεσμα ο χρόνος απόσβεσης να εκτείνεται σε πολλά έτη και να μην επιδιώκεται η αντικατάσταση με μηχανικό εξοπλισμό νεότερης τεχνολογίας), αλλά και η κατάτμηση των επιδοτήσεων σε πολλούς μικρούς παραγωγούς που συμπληρώνουν με αυτές τις επιδοτήσεις το εισόδημά τους, ενώ θα μπορούσαν μέσα από συνενώσεις διαφόρων νομικών μορφών (π.χ. ενώσεις προσώπων, συνεταιρισμοί, ανώνυμες εταιρίες κ.λπ.) να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, αυξάνοντας την παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα. Δυστυχώς, οι πολυάριθμοι αγροτικοί συνεταιρισμοί που λειτουργούν στη χώρα μας αφορούν κυρίως τη διακίνηση και την εμπορία των αγροτικών προϊόντων (για την επίτευξη καλύτερων τιμών στις αγορές) και όχι και την παραγωγή των προϊόντων.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα τρία πρώτα σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα προϊόντα, η μέση καλλιεργούμενη έκταση σπόρων και ινών βαμβακιού φθάνει μόλις τα 6 εκτάρια (60 στρέμματα) στην Ελλάδα και είναι σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι στην αμέσως επόμενη σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα χώρα, την Ισπανία, αλλά και στη Βουλγαρία (12 εκτάρια και στις δύο περιπτώσεις). Το ίδιο συμβαίνει και με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις καπνού, όπου η μέση έκταση είναι 1,4 εκτάρια στην Ελλάδα, έναντι 4,8 εκταρίων στην ΕΕ (στοιχεία από 12 χώρες). Στις ελαιοκαλλιέργειες για παραγωγή λαδιού η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, καθώς η Ελλάδα καταγράφει μέση καλλιεργούμενη έκταση 1,5 εκτάρια, έναντι 2,1 εκταρίων κατά μέσο όρο στις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Μεσογείου (με εξαίρεση την Ισπανία, όπου η μέση καλλιεργούμενη έκταση είναι 5,7 εκτάρια).

 

Προτάσεις

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι ένας τομέας που κατά τα χρόνια της κρίσης επέδειξε αντοχή, καθώς η πορεία του υπήρξε καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, αλλά και οι μεταποιητικές βιομηχανίες τροφίμων, ποτών και καπνού παρουσίασαν καλύτερη εικόνα εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας.

Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφικής θέσης, κλίματος και ποιότητας εδάφους, παράγει ορισμένα προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας σε ποσότητες επαρκείς τόσο για την αγροδιατροφική αυτάρκεια της χώρας όσο και για εξαγωγές (π.χ. το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο αξιολογείται ως το καλύτερο στον κόσμο σε ποιότητα, ενώ σε ποσότητα η Ελλάδα είναι η τρίτη ελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως). Κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ από άποψη συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος τα τελευταία 17 έτη σε 5 κατηγορίες αγροτικών προϊόντων, ενώ κατέχει καλή θέση με κριτήριο τον ίδιο δείκτη στην ίδια ομάδα χωρών σε άλλα 21 αγροτικά προϊόντα.

Υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων μέσω:

• συνένωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων και εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας,

• επενδύσεων στην πλέον σύγχρονη τεχνολογία,

• ηλικιακής ανανέωσης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού,

• σύνδεσης του τουρισμού με τοπικά προϊόντα ποιότητας, την τοπική γαστρονομία και την παράδοση μιας περιοχής,

• ανάληψης πρωτοβουλιών από την πολιτεία και τους εξαγωγικούς φορείς για τη δημιουργία ενός brand name των προϊόντων στο εξωτερικό,7

• δημιουργίας χρηματοδοτικών προϊόντων για την ενίσχυση των δυναμικών παραγωγικών μονάδων.

Πιθανόν, μετά τις απαραίτητες βελτιώσεις στο οικονομικό περιβάλλον και τις υποδομές του πρωτογενούς τομέα, να καταδειχθεί ότι η Ελλάδα δύναται να έχει ισχυρό εξαγωγικό πλεονέκτημα.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία