Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τους «κλέφτες της κυβέρνησης», που δεν εφάρμοσαν πλήρως το εθνικό σχέδιο για την ελαιοκαλλιέργεια. Μπορεί κανείς να τα βάλει με τον Θεό ή με την κλιματική αλλαγή, ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Ποιος λοιπόν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη; Δεν υπάρχει σε κάθε περίπτωση κανένα ίχνος αυτοκριτικής. Το πρόβλημα του ελαιοκομικού τομέα είναι ότι το φταίξιμο το έχουν πάντα οι άλλοι, από τον γείτονα που αφήνει τον ελαιώνα του σε κατάσταση εγκατάλειψης και φθάνει μέχρι ακόμα και τους συνδέσμους των χώρων εστίασης.
Κάθε χρόνο γράφονται και λέγονται πολλά για το πόσο σημαντική είναι η καταγραφή του πληθυσμού του δάκου και η έγκαιρη αντιμετώπιση, για να ανακαλύψουμε εκ των υστέρων πως σε μερικές περιοχές τα κρούσματα δεν εμφανίζονται πριν από τον Σεπτέμβριο και άρα οι προηγούμενοι ψεκασμοί δεν κάνουν απολύτως τίποτα.
Το πραγματικό πρόβλημα της εθνικής βιομηχανίας ελαιοκομίας είναι ότι πρόκειται για έναν παλαιάς κοπής κόσμο ελαιολάδου, ο οποίος δεν έχει πλέον ούτε την επιθυμία, ούτε τη δύναμη να ανανεωθεί, και συνεχίζει μια πτωτική πορεία χρόνο με το χρόνο. Μια βόλτα στα ελαιοτριβεία μαρτυρά τα αυτορυθμιζόμενα βλέμματα ανάμεσα στους παραγωγούς: «Ήταν άσχημη χρονιά και για σένα ε;». Είναι το σήμα κατατεθέν του παρελθόντος της ελαιοκομίας στην Ιταλία, που δεν καταλαβαίνει τις σύγχρονες απαιτήσεις και έχει αφεθεί στο να εξαφανίζεται σιγά σιγά.
Απέναντι σε αυτούς, υπάρχουν μερικές επίμονες, μικρές ομάδες νέων ελαιοκαλλιεργητών που ψάχνονται. Διαβάζουν, ενημερώνονται ανταλλάζουν ιδέες και συμβουλές και κουράζουν το μυαλό τους ώστε να βρουν μια στρατηγική.
Τον αντίκτυπό τους στην αγορά τώρα ξεκινάμε να τον αντιλαμβανόμαστε. Την χρονιά αυτή, οι έμποροι δεν εμφανίζουν κανέναν δισταγμό στο να ξεχωρίσουν «το καλό πράμα» από τα πολλά ελαιόλαδα. Δεν είναι τόσο θέμα ποσότητας ή σοδειάς, αλλά κυρίως ποιότητας γι’ αυτούς. Το «καλό πράμα» υπάρχει και έχει τη δική του αγορά και τις δικές του τιμές, για πρώτη φορά με τρόπο ανοιχτό και ξεκάθαρο.
Αυτές είναι οι δυνάμεις στων οποίων τα χέρια πρέπει να αφήσουμε το μέλλον της οργάνωσης της εθνικής παραγωγής, εφόσον δεν επαναλάβουν τα ίδια λάθη του παρελθόντος, να πάρουν δηλαδή επικίνδυνες αποφάσεις και να εκμεταλλευτούν το καλό όνομα στην αγορά για να διοχετεύσουν κακής ποιότητας ελαιόλαδο για εύκολο κέρδος.
Η τρομακτική χρονιά του 2014 μας έπιασε όλους απροετοίμαστους και έτσι δεχτήκαμε να συμβιβαστούμε, να δικαιολογήσουμε το αδικαιολόγητο στο όνομα του συλλογικού καλού.
Η τρομακτική χρονιά 2018 όμως διακήρυξε σε όλους πως το καλό ελαιόλαδο υπάρχει σε τέτοιες συγκυρίες, και είναι πιο ακριβό. Και το να το παραβλέψει κανείς αυτό και να σιωπά μπροστά στην κακή παραγωγή των υπολοίπων, δεν είναι αλληλεγγύη, αλλά συγκάλυψη. Το 2014 ήταν η χρονιά που ξεχώρισε τους επαγγελματίες από τους χομπίστες. Το 2018 θα κάνει το ίδιο ανάμεσα στους σοβαρούς επιχειρηματίες και τους τυχοδιώκτες.
Σε κάθε περίπτωση, ο ιταλικός ελαιοκομικός τομέας δεν μπορεί να αφανιστεί ούτε από τον δάκο, ούτε από την υποκρισία.
*Εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού Teatro Naturale