
Φυσικά, όλη αυτή η κακοδαιµονία ενθαρρύνεται από τον κοµµατισµό, δηλαδή από ένα πελατειακό σύστηµα που επιλέγει να υποκαθιστά τη δηµόσια διοίκηση, να προσαρµόζει τα στοιχεία στα µέτρα του και να κατανέµει τους κοινοτικούς πόρους µε βάση τις προτεραιότητές του.
Ακούµε µε ενδιαφέρον την προσέγγιση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Γιώργου Γεωργαντά, ο οποίος υπερασπίζεται τον νέο τρόπο επιλογής των δικαιούχων έκτακτων ενισχύσεων (ουκρανικά και de minimis), υποστηρίζοντας ότι τα χρήµατα θα λάβουν µόνο όσοι έχουν τη δυνατότητα να τεκµηριώνουν απώλεια εισοδήµατος. Ωστόσο, η διασταύρωση αυτών δεν είναι εφικτή από ένα κράτος που δεν διαθέτει επαρκή βάση δεδοµένων και δεν είναι σε θέση να ελέγξει τα στοιχεία παραγωγής και τα τιµολόγια πώλησης των προϊόντων από τους παραγωγούς.
Μια τέτοια επεξεργασία των στοιχείων από τις αρχές δεν είναι δυνατή, όταν δεν υπάρχει αξιόπιστη ταυτότητα του κάθε παραγωγού και όταν οι δηλώσεις ΟΣ∆Ε γίνονται µε τον τρόπο που γίνονται χωρίς ουσιαστικό διασταυρωτικό έλεγχο. Όταν η τηλεπισκόπηση των αγροτεµαχίων αναβάλλεται από χρόνο σε χρόνο, κανένας αγρότης δεν δηλώνει στοιχεία παραγωγής µε την ολοκλήρωση της συγκοµιδής (δηλώσεις συγκοµιδής γίνονται µόνο για τα οινοστάφυλα), καµιά αντιστοιχία δεν προκύπτει ανάµεσα στα στρέµµατα που καλλιεργούνται ή τα ζώα που εκτρέφονται µε τα τιµολόγια πώλησης των προϊόντων και ούτε κανείς νοιάζεται τελικά γι’ αυτά.
Αντίθετα το βασίλειο του πελατειακού κράτους ζει και βασιλεύει. Κάθε κοµµατάρχης και κάθε βουλευτής έχει µια φροντίδα να βολέψει την εκλογική του πελατεία. Ειδικά οι βουλευτές της επαρχίας να εξαντλούν τη φαντασία τους στην «επούλωση των πληγών» που συστηµατικά αφήνει η δηµόσια διοίκηση και στην άσκηση επιρροής για έγκριση αιτηµάτων για έκτακτες ενισχύσεις. Ειδικά αυτόν τον καιρό, τα περιθώρια που αφήνει το χαλαρό κοινοτικό πλαίσιο για τέτοιου είδους ενισχύσεις, σε συνδυασµό µε τις αυξηµένες πελατειακές ανάγκες, λόγω εκλογών, η κατάσταση έχει ξεφύγει.