BACK TO
TOP
Επιχειρηματικότητα

H Νέα Ζηλανδία πρότυπο γεωργίας χωρίς επιδοτήσεις

Εντυπωσιακή, η περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας, µιας χώρας σε απόσταση από τις διεθνείς αγορές και σχετικά µικρής, η οποία συνδυάζοντας αποτελεσµατικά τους τρεις προαναφερθέντες παράγοντες έχει επιτύχει, χωρίς τη χρήση επιδοτήσεων, σχεδόν 3,5 φορές υψηλότερη παραγωγικότητα γης σε σχέση µε την Ελλάδα.

4-Ethniki

Γιάννης Πανάγος

136
0

Αντίθετα, στην Ελλάδα, που στηρίχθηκε σε µεγάλο βαθµό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύµα προϊόντων, η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία µε αποτέλεσµα πλέον να καλύπτει το 0,3% της παγκόσµιας παραγωγής από 0,8% το 1993. Τα παραπάνω ανέφερε η Τζέση Βουµβάκη αναπληρώτρια διευθύντρια Οικονοµικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, στο πρόσφατο Agribusiness forum στις Σέρρες, επικαλούµενη στοιχεία από σχετική µελέτη της ΕΤΕ, σύνοψη της οποίας παρουσιάζει η Agrenda, που δείχνουν ότι η Ελλάδα, παρά τις διαρθρωτικές αδυναµίες, αν εγκαταλείψει παθογένειες µπορεί να δηµιουργήσει µια αλυσίδα αξίας στα τρόφιµα ύψους 12,2 δις ετησίως.

 ∆ιαρθρωτικές στρεβλώσεις

Ευνοηµένος από τα εγγενή φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, ο αγροτικός τοµέας είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονοµίας, συνεισφέροντας 2,9% στο ΑΕΠ (έναντι 1,2% κατά µέσο όρο στην Ευρώπη) και 14% στην απασχόληση (έναντι 5% κατά µέσο όρο στην Ευρώπη). Παράλληλα, η διεθνής συγκυρία ήταν εξαιρετικά θετική για τον κλάδο κατά την τελευταία 25ετία, µε την παγκόσµια ζήτηση να αυξάνεται µε ρυθµό 9% ετησίως και την Ευρώπη να παραµένει κυρίαρχη στη διεθνή αγορά τροφίµων (καλύπτοντας το 40% των εξαγωγών παγκοσµίως). Ωστόσο, η έλλειψη συνεπούς στρατηγικής δεν επέτρεψε στον ελληνικό κλάδο να αξιοποιήσει το αντικειµενικό συγκριτικό του πλεονέκτηµα και να εκµεταλλευτεί τη διεθνή ευκαιρία. Στηριζόµενη σε µεγάλο βαθµό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύµα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία (µόλις 0,3% ετησίως αν αφαιρέσουµε τις επιδοτήσεις), µε αποτέλεσµα πλέον να καλύπτει το 0,3% της παγκόσµιας παραγωγής από 0,8% το 1993. Επιπλέον, ο βαθµός τυποποίησης στην Ελλάδα παραµένει χαµηλός (µε τη βιοµηχανία τροφίµων να προσφέρει προστιθέµενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά µέσο όρο στη ∆υτική Ευρώπη). Ως αποτέλεσµα, ο αγροτικός κλάδος εµφανίζει εµπορικό έλλειµµα 1,2 δις. ευρώ το 2014 (ή 2,3 δις ευρώ αν ληφθούν υπόψη και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών όπως σπόροι, λιπάσµατα, ζωοτροφές), ενώ η ΕΕ συνολικά εµφανίζει εµπορικό πλεόνασµα 9 δις ευρώ.  Στο νέο τεύχος περιοδικών εκδόσεων της Εθνικής Τράπεζας για κλάδους της ελληνικής οικονοµίας, διενεργείται µια ανάλυση του παραπάνω ζητήµατος δοµηµένη γύρω από τέσσερα κρίσιµα ερωτήµατα:

- Ποιοι παράγοντες κρατούν την ελληνική αγροτική παραγωγή χαµηλά;

- Τι πρέπει να γίνει για να εκµεταλλευτεί η Ελλάδα τα συγκριτικά της πλεονεκτήµατα;-
-  Ποιο είναι το δυνητικό επίπεδο που µπορεί να φτάσει ο ελληνικός αγροδιατροφικός κλάδος;

- Ποια είναι η ενδεδειγµένη στρατηγική για επιτυχηµένη απόβαση ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές;

Ξεκινώντας µε το πρώτο ερώτηµα, οι βασικές αδυναµίες που φαίνεται να περιορίζουν τις επιδόσεις του εγχώριου αγροτικού τοµέα συνοψίζονται στις εξής:

- Η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι κατακερµατισµένη σε πολύ µικρές εκµεταλλεύσεις οικογενειακού χαρακτήρα (µέσο µέγεθος 4,8 εκτάρια, έναντι 12,5 εκτάρια σε άλλες µεσογειακές χώρες), γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής ανά µονάδα προϊόντος και παράλληλα περιορίζει τη διαπραγµατευτική δύναµη των παραγωγών. Το πρόβληµα αυτό εντείνεται από το γεγονός ότι το µειονέκτηµα µεγέθους δεν έχει αντισταθµισθεί µε τη σύσταση αποτελεσµατικών συνεταιρισµών. Οι ελληνικοί αγροτικοί συνεταιρισµοί καλύπτουν µόλις το 1/5 της ελληνικής παραγωγής (έναντι 40% κ.µ.ο. στην Ευρώπη), ενώ η δοµική τους λειτουργία δεν εστιάζει στην επίτευξη επιχειρηµατικών στόχων αλλά σε µεγάλο βαθµό περιορίζεται στη διανοµή  επιδοτήσεων.

- Η χρήση νέων τεχνολογιών και η καλλιέργεια βάσει επιστηµονικά τεκµηριωµένων πρακτικών (π.χ. γεωργία ακριβείας, χρήση βελτιωµένων σπόρων, δηµιουργία νέων ποικιλιών) είναι πολύ περιορισµένη στην Ελλάδα, καθώς (i) οι επενδύσεις σε αγροτική έρευνα και ανάπτυξη αγγίζουν µόλις τα 11 ευρώ/εκτάριο ετησίως (έναντι 33/ευρώ εκτάριο στην Ευρώπη) και (ii) οι Έλληνες αγρότες έχουν χαµηλή επαγγελµατική κατάρτιση (7% των εργαζοµένων στον αγροτικό τοµέα έχουν εξειδικευµένη εκπαίδευση, έναντι 50% κ.µ.ο. στην Ευρώπη).

- Η ελληνική παραγωγή βασίζεται σε µεγάλο βαθµό στις επιδοτήσεις (καλύπτουν το 22% της αξίας της αγροτικής παραγωγής έναντι 12% κ.µ.ο. στην Ευρώπη) και σε σχετικά µικρό βαθµό στην προώθηση επώνυµων προϊόντων υψηλής προστιθέµενης αξίας (ενδεικτικό παράδειγµα το λάδι όπου τα 2/3 διακινούνται σε χύµα µορφή µε το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία µόλις στο 1/5).


Διαβάστε αναλυτικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα Agrenda που κυκλοφορεί στα περίπτερα το Σάββατο 10 Νοεμβρίου

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία