BACK TO
TOP
Ελαίας Καρπός

Ο δρόμος για την αύξηση της υπεραξίας στο ελαιόλαδο αποτυπώνεται αποκλειστικά σε μια λέξη: Ποιότητα

Δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός ενός ελαιολάδου με βάση τα χημικά του για να έχει καλή πορεία στην αγορά, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Διεπαγγελματικής Ελαιολάδου Μανώλη Γιαννούλη. Όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει το panel test είναι ίσως ακόμη πιο σημαντικό.

Giannoulis-Manwlis-2

Πέτρος Γκόγκος

96
0


Who is Who 
Ο Μανώλης Γιανούλης, στα πλαίσια της ενασχόλησης του µε τα κοινά της ελαιοκοµίας, είναι Πρόεδρος της Ε.∆.Ο.Ε., µέλος ∆.Σ. του ΣΕΒΙΤΕΛ και Πρόεδρος του ΣΠΕΛ. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958, γιος του Βασιλείου Γιαννούλη, ο οποίος µαζί µε τους αδελφούς του Χαράλαµπο και Ιωάννη, άρχισαν να δραστηριοποιούνται από το 1950, αρχικά στον χώρο των τυροκοµικών και στην συνέχεια και στον χώρο της ελαιοκοµίας.Ξεκίνησε να εργάζεται από το 1976 στην οικογενειακή επιχείρηση, και σήµερα είναι Πρόεδρος ∆.Σ. και ∆ιευθύνων Σύµβουλος της «ΕΛΣΑΠ Α.Ε. Ελαιουργικές Επιχειρήσεις». Στο Ελαίας Καρπός που κυκλοφορει, ο κ. Γιαννούλης μιλά για τα πάντα σχετικά με το ελαιόλαδο.



Με ποιον τρόπο μπορεί η χώρα να διαχειριστεί προς όφελός της τον διεθνή ανταγωνισμό; Πολλοί καταναλωτές π.χ. αναγνωρίζουν την Ισπανία ως υπερδύναμη, όμως θεωρούν το προϊόν της υποδεέστερο ποιοτικά από αυτό της Ιταλίας.

Η Ελλάδα θα χρειαστεί να καταβάλει πολύ σοβαρές προσπάθειες για να σταθεί με αξιώσεις στη διεθνή αγορά. Το πρώτο βήμα, ίσως, θα έπρεπε να είναι το να γίνει διεθνώς γνωστό ότι η Ελλάδα παράγει ελαιόλαδο, διότι σήμερα δυστυχώς στη διεθνή αγορά δεν είμαστε γνωστοί ούτε καν σαν παραγωγοί. Το γεγονός ότι η Ισπανία κατάφερε να τριπλασιάσει την παραγωγή της σε σχέση με τη δεκαετία του ’90 και να αποκτήσει την παρουσία που έχει σήμερα, μόνο τυχαίο δεν είναι, και θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα. Και όταν λέω παράδειγμα, εννοώ την τεχνοκρατική οργάνωση όλου του τομέα από το χωράφι μέχρι το ράφι του super market. Η εικόνα του υποδεέστερου ποιοτικά ισπανικού ελαιολάδου αντιστρέφεται ταχύτατα. Την ίδια στιγμή η ισπανική παρουσία στα ράφια διεθνώς αυξάνει με κινήσεις όπως εξαγορές μεγάλων παικτών, διαρκή βελτίωση της ποιότητας και εξαιρετικά επιθετικό marketing. Όπως γίνεται κατανοητό, έχουμε μακρύ δρόμο…



Μήπως υπάρχει κορεσμός στην αγορά;
Η παγκόσμια αγορά ελαιολάδου έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Το ελαιόλαδο αποτελεί το πλέον αξιόλογο λιπαρό. Η μεγάλη διαφορά της τιμής του από τα σπορέλαια είναι ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας για αύξηση της κατανάλωσης. Ταυτόχρονα η διείσδυσή του σε χώρες που δεν είναι ελαιοπαραγωγικές, απαιτεί χρόνο. Όμως παράγοντες όπως το άνοιγμα των διεθνών αγορών και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, καθιστούν νομοτελειακή εξέλιξη την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης.

Ως σήμερα πάντως δεν φαίνεται να πλησιάζουμε «ταβάνι» στην κατανάλωση.



Πλέον το ελαιόλαδο δεν είναι υπόθεση του ευρωπαϊκού Νότου. Πόσο προβληματίζουν νέοι παίκτες όπως είναι η Τυνησία, η Τουρκία ή οι ΗΠΑ;

Βεβαίως έχουν εμφανιστεί νέοι παίκτες, αλλά επί του παρόντος δεν επηρεάζουν τη μεγάλη εικόνα. Το ελαιόλαδο ως σήμερα παράγεται κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου. Όλες οι μεσογειακές χώρες αυξάνουν την παραγωγή τους και αυτό δημιουργεί προβληματισμούς, πρωτίστως για την πορεία των τιμών (με δεδομένο το υψηλό κόστος παραγωγής και τις ιδιαιτερότητές της σε σχέση με τα σπορέλαια) και δευτερευόντως για τη δυνατότητα διάθεσης. Ως σήμερα πάντως δεν φαίνεται να πλησιάζουμε «ταβάνι» στην κατανάλωση.

Δεδομένης της περιορισμένης παραγωγικής ικανότητας της χώρας, πώς θα μπορούσε να αυξήσει την υπεραξία του το ελληνικό ελαιόλαδο;


Το ελληνικό ελαιόλαδο αποτελεί ένα ποσοστό 10% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής, άρα δεν μπορεί από μόνο του να καθορίσει τις εξελίξεις. Με αυτό ως δεδομένο αλλά και το ότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος τις προηγούμενες δεκαετίες, θα χρειαστεί να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να εκμεταλλευτούμε τα προτερήματά μας. Νομίζω ότι θα πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί η καλή εικόνα που έχει η παγκόσμια κοινότητα για την Ελλάδα, για ιστορικούς λόγους, και ταυτόχρονα να γίνει μία συστράτευση όλων των δυνάμεων, ελαιοκομικού τομέα και Πολιτείας. Όλα όμως αυτά δεν αρκούν, εάν δεν γίνει κατανοητό ότι πλέον δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός του προϊόντος ως εξαιρετικό παρθένο, σε σχέση με τα χημικά του χαρακτηριστικά, για να έχει καλή πορεία στην αγορά. Πλέον το panel test είναι εξίσου αν όχι πιο σημαντικό, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει πλέον όλη η αλυσίδα της ελληνικής ελαιοκομίας να προσαρμοστεί. Κατά την άποψή μου, ο δρόμος για την αύξηση της υπεραξίας του ελληνικού ελαιολάδου αποτυπώνεται σε τρεις λέξεις (για να παραφράσω τη ρήση του κορυφαίου ξενοδόχου Conrad Hilton), ποιότητα, ποιότητα και ποιότητα.


Κατά την άποψή μου, ο δρόμος για την αύξηση της υπεραξίας του ελληνικού ελαιολάδου αποτυπώνεται σε τρεις λέξεις (για να παραφράσω τη ρήση του κορυφαίου ξενοδόχου Conrad Hilton), ποιότητα, ποιότητα και ποιότητα.



Δημιουργεί προβλήματα η περιορισμένη εκπαίδευση των Ελλήνων παραγωγών εφόσον υπάρχει; Με ποιον τρόπο μπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήματα αυτά; Πόσο έχει εξελιχθεί η εγχώρια παραγωγή και σε ποιους τομείς θα έπρεπε να δοθεί βαρύτητα;

Το ερώτημά σας είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί αναφέρεται στον σημαντικότερο κρίκο της αλυσίδας της ελαιοκομίας: Τον παραγωγό. Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ούτε ελαιόλαδο, ούτε ελαιοκομικός τομέας. Θα χρειαστεί ο παραγωγός να παράξει προϊόν, το οποίο να μπορεί να σταθεί με αξιώσεις στις διεθνείς αγορές. Αυτό σημαίνει υιοθέτηση καλλιεργητικών πρακτικών που θα εξασφαλίζουν εξαιρετική ποιότητα στο μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής παραγωγής. Από την στιγμή που λόγω της διάρθρωσης της ελληνικής ελαιοκομίας (μικρός και διάσπαρτος κλήρος, παραγωγός που πολλές φορές δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, υψηλό κόστος καλλιέργειας, ελαιοσυλλογής και έκθλιψης, απουσία «χρηματιστηρίου» ελαιολάδου) δεν είναι εφικτό να έχουμε το χαμηλό κόστος παραγωγής άλλων χωρών, θα χρειαστεί να εστιάσουμε όλες μας τις προσπάθειες στο σκέλος της ποιότητας. Η συμβολή της πολιτείας είναι καθοριστική και περιμένω με μεγάλη προσμονή να δω επιτέλους τους αρμόδιους φορείς να κινούνται προς την κατεύθυνση της ενημέρωσης και εκπαίδευσης όλων των εμπλεκομένων.

Πολλοί λένε το ελαιόλαδο «το πράσινο διαμάντι», ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια, το προϊόν και ο κλάδος βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Τι φταίει;

Πιθανότατα το ότι έχουμε αρκεστεί στο να «αυτοθαυμαζόμαστε» τόσα χρόνια. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου (και έχω γεννηθεί μέσα στην ελαιοκομία) ακούω για το «ευλογημένο δέντρο με το χρυσό καρπό» και βλέπω εικόνες της θεάς Αθηνάς με τον κλάδο ελαίας. Η χώρα μας παράγει τριπλάσιες ποσότητες προϊόντος από αυτές που η ίδια καταναλώνει και η παραγωγή συνεχώς αυξάνει με τη φύτευση νέων δένδρων. Άρα μόνο η διάθεση της πλεονάζουσας παραγωγής στο εξωτερικό μπορεί να δώσει τη λύση. Αυτό θα προκύψει μόνο μέσα από οργανωμένη προσπάθεια στην οποία πρέπει να συμμετάσχουν συνεργαζόμενοι όλοι οι φορείς του κλάδου και η πολιτεία, με συγκροτημένες κινήσεις. Δυστυχώς επί δεκαετίες έχουμε δει μόνο αποσπασματικές κινήσεις πλήρεις καλών προθέσεων, αλλά κρίνοντας εκ του αποτελέσματος δεν μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι.

Όλοι μιλάνε για τυποποίηση, ωστόσο μέχρι τώρα την υπεραξία καρπώνονται οι Ιταλοί. Πού οφείλεται αυτό;

Το γεγονός ότι το 1900 ήδη κυκλοφορούσε ιταλικό τυποποιημένο ελαιόλαδο στις ΗΠΑ, σημαίνει ότι ο καταναλωτής του εξωτερικού έχει μάθει ότι το ελαιόλαδο είναι κυρίως ιταλικό προϊόν. Ακούγεται δυσάρεστο στ’ αυτιά μας, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς αγοράς οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν ότι η Ελλάδα παράγει ελαιόλαδο και η δημιουργία εθνικού brand name είναι μία εξαιρετικά χρονοβόρος και κοστοβόρος διαδικασία. Η Ισπανία με τους τρόπους που ανέφερα πιο πάνω έχει καταφέρει να αντιστρέψει αυτή την εικόνα και μπορούμε σε πολλά να παραδειγματιστούμε από τους δρόμους που ακολούθησε.

Η Διεπαγγελματική είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, όμως φαίνεται πως μέχρι τώρα δεν έχει αξιοποιηθεί στο έπακρο. Στην Ισπανία και σε άλλες χώρες φαίνεται πως τέτοιες ενώσεις έχουν τον πρώτο λόγο.

Ένα από τα θετικά της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, είναι ότι μόλις πρόσφατα καταφέραμε να απαγκιστρωθούμε από ιδεοληψίες που για χρόνια δημιουργούσαν στεγανά στις σχέσεις μεταξύ βιομηχανίας και παραγωγών. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε κουλτούρα συνεργασιών, και αυτό το βλέπουμε καθημερινά σε όλους τους χώρους, από την πολιτική έως και τους επαγγελματικούς χώρους. Όμως χωρίς συνεργασία όλων δεν μπορεί να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, και η Διεπαγγελματική ως το ανώτερο κλαδικό όργανο της ελαιοκομίας, είναι ένας φορέας που μπορεί να συγκεράσει απόψεις, να συντονίσει ενέργειες και να συμβάλει ουσιαστικά στην οργάνωση του χώρου και την εκπροσώπησή του απέναντι σε θεσμικούς φορείς τόσο εντός όσο και εκτός χώρας. Κινδυνεύοντας να γίνω κουραστικός θα πρότεινα να δούμε τη συμβολή των διεπαγγελματικών ενώσεων σε άλλες χώρες (π.χ. Ισπανία) και να παραδειγματιστούμε.

Είναι ένας ακόμη κύκλος τιμών από αυτούς που ιστορικά βλέπουμε συνεχώς, ενοχλητικός μεν, πλην όμως συμβαίνει πάντα και οφείλεται στους συσχετισμούς παραγωγής και κατανάλωσης.


Φέτος η ελληνική παραγωγή ήταν περιορισμένη. Ωστόσο οι τιμές βρίσκονται μονίμως πιεσμένες, στα επίπεδα που διαμορφώθηκαν την άνοιξη του 2018. Πού οφείλεται αυτό;

Παρά τη χαμηλή φετινή παραγωγή σε Ελλάδα, Ιταλία και Τυνησία, η αυξημένη ισπανική παραγωγή έχει σχεδόν αντισταθμίσει τις απώλειες. Αυτό σε συνδυασμό με τα αυξημένα αποθέματα έναρξης της φετινής σε σχέση με την περυσινή ελαιοκομική περίοδο, σημαίνει επάρκεια προϊόντος μέχρι και την επόμενη ελαιοκομική περίοδο. Επίσης έχει διαχρονικά αποδειχθεί ότι όταν διαταράσσεται η σχέση τιμής ελαιολάδου - σπορελαίων από τα επίπεδα περίπου 3:1 (την ελαιοκομική περίοδο 2017/2018 η σχέση τιμής έφθασε και ξεπέρασε το 5:1) , η άνοδος της τιμής του ελαιολάδου προκαλεί μείωση της κατανάλωσής του, άρα μειωμένη ζήτηση, άρα μείωση των τιμών. Είναι ένας ακόμη κύκλος τιμών από αυτούς που ιστορικά βλέπουμε συνεχώς, ενοχλητικός μεν, πλην όμως συμβαίνει πάντα και οφείλεται στους συσχετισμούς παραγωγής και κατανάλωσης.

Υποστηρίζουν μερικοί πως το 2018 ξεχώρισε τους επαγγελματίες από τους ερασιτέχνες, υπό την έννοια ότι εκείνοι που παίρνουν στα σοβαρά τον ρόλο τους περιόρισαν τις επιπτώσεις του δάκου. Η αγορά τι δείχνει;

Όπως επεσήμανα νωρίτερα, στην Ελλάδα ένα μεγάλο ποσοστό ιδιοκτητών ελαιοδέντρων δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Αυτό (η μη συνεχής φυσική παρουσία στο χωράφι) έχει σαν αποτέλεσμα να μην πραγματοποιούνται οι ενδεδειγμένες κινήσεις για αντιμετώπιση των προβλημάτων στο χρόνο και με τον τρόπο που απαιτείται. Ένα δένδρο αφημένο στην τύχη του δεν πρόκειται ποτέ να παράξει προϊόν σε επαρκή ποσότητα και καλή ποιότητα. Φέτος είδαμε το πρωτοφανές φαινόμενο να χάνεται πλέον του 30% από τον καρπό που βρισκόταν πάνω στο δέντρο έτοιμος για συλλογή στο τέλος Οκτωβρίου, και αυτό λόγω της πλημμελούς αντιμετώπισης του δάκου και του γλοιοσπορίου. Επίσης οι ποιότητες που παρήχθησαν ήταν στην πλειοψηφία τους προβληματικές. Οι ευθύνες τόσο των παραγωγών όσο και της πολιτείας είναι αυταπόδεικτες εκ του αποτελέσματος. Οι συνθήκες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα η αγορά να ανταμείψει αυτούς τους «επαγγελματίες» παραγωγούς με μία σημαντικά υψηλότερη τιμή για ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο σε σχέση με τις άλλες ποιοτικές κατηγορίες. Ελπίζω να διδαχθούμε από τις φετινές απώλειες.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα της Διεπαγγελματικής; Τι στόχους βάζετε;

Η εθνική στρατηγική για το ελληνικό ελαιόλαδο θα πρέπει να περιλαμβάνει το σχεδιασμό και την υλοποίηση μέτρων και ενεργειών που θα στοχεύουν:

  • Στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και των αδυναμιών διαρθρωτικού κυρίως χαρακτήρα που χαρακτηρίζουν τον ελαιοκομικό τομέα της χώρας,
  • Στη βελτίωση, την προστασία και την ανάδειξη της ποιότητας, την οποία διαθέτει το προϊόν και την αξιοποίησή της ως συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές,
  • Στην ύπαρξη διαφάνειας και νομιμότητας στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και
  • Στη διεύρυνση της παρουσίας και της ζήτησης του επώνυμου ελληνικού τυποποιημένου στις αγορές του εξωτερικού.

Οι παραπάνω αποτελούν τις βασικές κατευθύνσεις προς τις οποίες κινούμεθα. Ελπίζουμε να καταφέρουμε να σημειωθεί πρόοδος επί των ημερών της σημερινής διοίκησης σε όλα τα παραπάνω, και προσβλέπουμε στην συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων και της πολιτείας για να επιτευχθεί αυτό.

Στην φετινή ελαιοκομική περίοδο παρουσιάστηκαν τέσσερα χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαμε δει ποτέ να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Μεγάλο ποσοστό του ελαιοκάρπου (μέχρι και 50%) που βρισκόταν πάνω στο δέντρο έτοιμος για συλλογή στο τέλος Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου, έπεσε και δεν μαζεύτηκε ποτέ λόγω δάκου και γλοιοσπορίου. Παράλληλα η  πλειοψηφία του παραχθέντος ελαιολάδου παρουσιάζει σοβαρά ποιοτικά προβλήματα και παρά τη μικρή ελληνική παραγωγή και τη χαμηλότερη από πέρυσι συνολική παραγωγή στη λεκάνη της Μεσογείου, οι τιμές έχουν καταρρεύσει, εκτός από τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα, τα οποία όμως αποτελούν ισχνή μειοψηφία. Το τελευταίο, που πρέπει να αποτελέσει και τροφή για σκέψη, είναι το γεγονός ότι, παρά τα παραπάνω το αγοραστικό ενδιαφέρον είναι ανύπαρκτο προς το παρόν.

 

 

 

 

 

 

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία