«Αν λάβει κανείς υπόψιν του : την παρουσία δέκα διμερών επιχειρηματικών επιμελητηρίων 11 άλλων χωρών της ΕΕ, τις περίπου 2.000 εγκατεστημένες επιχειρήσεις (συμφερόντων ΕΕ στη χώρα), το γεγονός ότι οι άμεσες επενδύσεις εκ μέρους της ΕΕ στη Νότια Αφρική αντιστοιχούν στο 75% του συνόλου των ξένων επενδύσεων στη χώρα, μαζί με τον μεγάλο αριθμό ελληνικής επιχειρηματικής ομογένειας, τότε πιθανώς να διακρίνει ένα ενδεικτικό περιβάλλον επιχειρηματικών ευκαιριών για τις ελληνικές επιχειρήσεις, που θα προετοιμαστούν κατάλληλα, θα μελετήσουν τις συνθήκες αγοράς και θα αφιερώσουν τον αναγκαίο χρόνο και πόρους, προκειμένου να δραστηριοποιηθούν σε αυτήν», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Η ύπαρξη σημαντικού αριθμού ομογενών (περίπου 30.000 – 35.000 άτομα στην ευρύτερη περιοχή του Γιοχάνεσμπουργκ και περίπου 45.000 σε όλη τη Νότια Αφρική), αποτελεί σύμφωνα με την έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας στην Πρετόρια, ευοίωνο παράγοντα στη προσπάθεια αύξησης των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός ομογενών επιχειρηματιών δραστηριοποιείται στο χώρο της εστίασης, ξενοδοχείων και ιδιόκτητων καναλιών διανομής (super markets).
Όμως σε ότι αφορά τα ελληνικά τρόφιμα, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, λόγω υψηλής ποιότητάς τους είναι και υψηλού κόστους, για το μέσο Νοτιοαφρικανό καταναλωτή. Εξάλλου, το μερίδιο ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου προς την αφρικανική χώρα μειώθηκε κατά 24,8% το 2021, ενώ η Ελλάδα διατηρεί μερίδιο 23,8% στις εξαγωγές βρώσιμης ελιάς προς τη Νότια Αφρική, όμως με συνολική αξία εξαγωγών από όλες τις χώρες μόλις 2,5 εκατ. ευρώ για το ίδιο έτος.
Εν γένει η αγορά της Νότια Αφρικής χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανισοκατανομής πλούτου, υψηλό ποσοστό φτώχιας (το οποίο ωθεί μεγάλη μερίδα καταναλωτών στην επιλογή φτηνών προϊόντων), υψηλό ανταγωνισμό, συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα. Αποτελεί εμπορική πύλη εισόδου για τις γειτονικές αγορές αλλά και όλη την υποσαχαρική Αφρική.
Δείτε εδώ αναλυτικά την έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας στην Πρετόρια