Την ίδια στιγµή οι βιοµηχανίες στη ζώνη γάλακτος της χώρας έχουν διατηρήσει αµετάβλητες τις τιµές παραγωγού µεταξύ των 0,385 και 0,395 ευρώ το κιλό. Να σηµειωθεί ότι αυτά τα επίπεδα τιµών αφορούν σε συµφωνίες µεγάλων ποσοτήτων, µε τις µικρότερες µονάδες να µην αγγίζουν καν αυτήν την χαµηλή για τα δεδοµένα της συγκυρίας τιµολόγηση.
Σε µια παράλληλη ανάγνωση του κόστους παραγωγής, η µέση τιµή όπως αυτή έχει διαµορφωθεί το πρώτο 9µηνο του 2021 για την αγορά καλαµποκιού από µια αγελαδοτροφική µονάδα ανέρχεται σε 25 λεπτά το κιλό. Το ενσίρωµα αγγίζει τα 6 λεπτά το κιλό, η σόγια τα 45 λεπτά, το τριφύλλι τα 20 λεπτά και το πετρέλαιο τα 1,088 ευρώ το λίτρο. Για το 2020 οι αντίστοιχες µέσες τιµές διαµορφώνονται σε 16 λεπτά το κιλό για το καλαµπόκι, 5 λεπτά για ενσίρωµα, 38 λεπτά για σόγια, 14 λεπτά για τριφύλλι και 84 λεπτά για πετρέλαιο.
Για την παραγωγή δηλαδή 220.000 κιλών γάλακτος σε µηνιαία κλίµακα, το κόστος επιβάρυνσης µιας καλά οργανωµένης φάρµας που αγοράζει και αποθεµατοποιεί µεγάλες ποσότητες κτηνοτροτροφικών εισροών για τη δηµιουργία αποθεµάτων αγγίζει τα 13.810 ευρώ. Να σηµειωθεί ότι για µικρότερες µονάδες που είναι και πιο ευάλωτες στις διακυµάνσεις των αγορών, το κόστος είναι µεγαλύτερο, αφού ήδη οι τιµή για σπυρί καλαµποκιού διαµορφώνεται αυτές τις ηµέρες σε 290 ευρώ ο τόνος, το τριφύλλι που έχει τελειώσει κιόλας όπως µεταφέρουν άνθρωποι της αγοράς στην Agrenda έχει φτάσει στα 25 λεπτά το κιλό, µε το κριθάρι επίσης να έχει υπερβεί τα 25 λεπτά.
Έτσι, από εκεί που το κόστος παραγωγής το 2020 ανερχόταν σε 30 λεπτά το κιλό, επίπεδο που άφηνε κάτι παραπάνω από 8 λεπτά ανά κιλό γάλακτος στις µονάδες για την κάλυψη των υπόλοιπων εξόδων και για να αφήσουν ένα εισόδηµα στους κτηνοτρόφους, πλέον τα 2,5 λεπτά που αποµένουν καθιστούν την ενασχόληση µε τον συγκεκριµένο κλάδο µη βιώσιµη οικονοµικά, όπως αναφέρουν αρκετοί παραγωγοί στην Agrenda. Με άλλα λόγια, η αγορά καλείται πλέον να πληρώσει τουλάχιστον 6 λεπτά επιπλέον στον παραγωγό, διαµορφώνοντας τιµές άνω των 44 λεπτών το κιλό.
Όπως εξηγεί άνθρωπος της αγοράς στην εφηµερίδα, ο ανταγωνισµός µεταξύ των µονάδων στην συγκεκριµένη κατηγορία δύσκολα θα µπορούσε να διαµορφώσει µια τέτοια δυναµική ανόδου ωστόσο. Σε αντίθεση µε το τι συµβαίνει στην περίπτωση του πρόβειου και του γίδινου γάλακτος, στην αγορά αγελαδινού η συγκέντρωση της αγοράς είναι αρκετά περιορισµένη στα χέρια τριών – τεσσάρων µεγάλων βιοµηχανιών που µπορούν και συντονίζονται καλύτερα µεταξύ τους για την διαµόρφωση των τιµών. Ωστόσο, µε δεδοµένο ότι τα θεµελιώδη στις διεθνείς αγορές αγροτικών προϊόντων δεν προϊδεάζουν σε καµία περίπτωση για αντιστροφή του πληθωριστικού κύµατος ανατιµήσεων στις πρώτες ύλες, ο χειµώνας µόνο νέες αυξήσεις µπορεί να φέρει. Υπό αυτήν την έννοια, το ολιγοπώλιο που διατηρούν οι µεγάλες γαλακτοβιοµηχανίες ενδέχεται να περιορίσει περαιτέρω την ήδη ελλειµµατική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στην Ελλάδα, σε περίπτωση που δεν αλλάξει η στάση τους. Μια ενίσχυση των τιµών παραγωγού κρίνεται πλέον απαραίτητη, αφού οι λιγοστές καλά οργανωµένες αγελαδοτροφικές µονάδες που έχουν αποµείνει, ήδη έχουν δροµολογήσει µεγάλες επενδύσεις τόσο για την αναβάθµιση του εξοπλισµού τους, όσο και την επέκτασή προς το βιοαέριο και ένα στραβοπάτηµα τώρα, θα µπορούσε να καταστεί µοιραίο για τον εγχώριο κλάδο.
20-09-2021 11:52Κωνσταντίνος Γ.
Συνεταιρικα σχήματα ήδη πωλούν το γάλα τους περίπου 20% ακριβότερα από τους "μεγάλους παιχτες". Η αύξηση των τιμών στο ράφι είναι μονόδρομος. Αυτο που διαφοροποιεί στην την πράξη την αγορά αγελαδινού και λοιπών τύπων γάλακτος δεν ειναι το ολιγοπωλιο τεσσάρων εταιριών. Ειναι το ότι το ελληνικό αγελαδινό γάλα δεν έχει δυναμική απελευθερωσης μέσω των εξαγωγών όπως ισχύει με το αιγοπροβειο, ωστε να μεταβληθεί το ισοζύγιο προσφοράς/ζητησεως. Αν υπήρχε η οποιαδήποτε ζητηση για ελληνικο αγελαδινό γάλα στις αγορές του εξωτερικού (προφανώς υπό τη μορφή παράγωγου προϊόντος), και δύο μόνο βιομηχανίες να υπήρχαν θα σκοτωνονταν να προσφέρουν καλύτερη τιμή γιατί αυτό θα υπαγορεύει το συμφέρον τους ελέω ελλειμματικου ισοζυγίου προσφοράς/ζητησεως. Από τη στιγμή που το ελληνικο αγελαδινό γάλα παραμένει εγκλωβισμενο εντός της χώρας, ο κλάδος θα υποφέρει από τα δεδομένα που επιβάλει μια μικρή αγορά σαν την ελληνική. Η λύση δε θα επέλθει αν μπουν άλλες τέσσερις βιομηχανίες στο παιχνίδι, γιατί τα δεδομένα της αγοράς στην κατανάλωση δε θα αλλάξουν. Το πιθανότερο είναι ότι σε 5 χρόνια οι οχτω θα ξαναγίνουν τέσσερις.
Απάντηση