BACK TO
TOP
Διαρθρωτικά Μέτρα

Αδυναμίες της μεταποίησης κρατάνε φτωχή τη γεωργία

Αδύναµη µεταποιητική βιοµηχανία και καχεκτικές αγροτικές εκµεταλλεύσεις δηµιουργούν έναν φαύλο κύκλο ο οποίος κρατάει σε υπολανθάνουσα κατάσταση την ελληνική γεωργία και δεν αφήνει περιθώρια αυτοδύναµης ανάπτυξης. Αυτό είναι το συµπέρασµα πανεπιστηµιακών µελετών και στοιχείων που έχουν συγκεντρώσει οι διαχειριστικές αρχές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και τα οποία γίνεται προσπάθεια να ενσωµατωθούν στο σχεδιασµό των Προγραµµάτων Αγροτικής Ανάπτυξης για την τρέχουσα διαχειριστική περίοδο 2014-2020.

Αδυναμίες της μεταποίησης κρατάνε φτωχή τη γεωργία

1
1
Αρκεί να αναφερθεί ότι από την κατανοµή της προστιθέµενης αξίας κατά µήκος της αγρο-διατροφικής αλυσίδας στη χώρα µας, προκύπτει ότι σε κάθε 1 ευρώ αξίας προϊόντος της πρωτογενούς παραγωγής, ο τοµέας της µεταποίησης τροφίµων και ποτών προσθέτει προϊόν αξίας 0,4 ευρώ, όταν σε άλλες χώρες το ποσό αυτό ανέρχεται σε 1,5 ευρώ. Αυτό και µόνο καθιστά υπολειπόµενη τη προστιθέµενη αξία των γεωργικών προϊόντων της χώρας έναντι αυτής των βασικών ανταγωνιστών της, καταδικάζοντας παράλληλα, κάθε σοβαρή προσπάθεια για ενδυνάµωση των παραγωγικών δοµών και στον τοµέα της πρωτογενούς παραγωγής. 

Το Πρόγραµµα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 υλοποιείται σε µια περίοδο που η οικονοµική κατάσταση της χώρας χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα προώθησης ενός νέου αναπτυξιακού παραγωγικού µοντέλου, λόγω της οικονοµικής κρίσης και της συνεπακόλουθης σηµαντικής µείωσης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το οποίο έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια, σωρευτικά κατά 25% και έχει διαµορφωθεί στο 67% του µέσου όρου ΕΕ-27. Από το 2008 οι βασικοί δείκτες της ελληνικής οικονοµίας αποδεικνύουν την έντονη οικονοµική ύφεση, η οποία επιδεινούµενη συνεχίζεται µέχρι και σήµερα. Το 42,7% του ελληνικού πληθυσµού ζει σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως αγροτικές. Το 2012, η Ακαθάριστη Προστιθέµενη Αξία του πρωτογενή τοµέα ήταν 3,4% της συνολικής ΑΠΑ, ενώ στις αγροτικές περιοχές το ποσοστό ήταν 34,2%, αναδεικνύοντας τη Γεωργία ως κυρίαρχη δραστηριότητα σε αυτές τις περιοχές


Γνώση και καινοτοµία (Προτεραιότητα 1)Η Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερα χαµηλές επιδόσεις στο θέµα της εκπαίδευσης και κατάρτισης, µε ένα συντριπτικό ποσοστό αγροτών (σχεδόν 97%) χωρίς τυπική κατάρτιση, ποσοστό το οποίο είναι πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (70,6%). Η εκπαίδευση πραγµατοποιείται σε δευτεροβάθµιο επίπεδο σε επτά Επαγγελµατικές Σχολές (ΕΠΑΣ), που εποπτεύονται από το ΥπΑΑΤ, στη συνεχιζόµενη επαγγελµατική κατάρτιση στα 70 κέντρα εκπαίδευσης. Απουσιάζει εντελώς από το υφιστάµενο σύστηµα εφαρµογών η λειτουργία πρότυπων εγκαταστάσεων, µε στόχο την επίδειξη της σωστής πρακτικής στο γεωργικό τοµέα. Το υφιστάµενο Σύστηµα Γεωργικών Συµβούλων είναι ατελώς ανεπτυγµένο, προσανατολισµένο κυρίως στην εφαρµογή- ενηµέρωση ως προς τις υποχρεώσεις της πολλαπλής συµµόρφωσης, χωρίς να καλύπτει τοµείς προτεραιότητας, όπως η ανταγωνιστικότητα, η προσαρµογή στην κλιµατική αλλαγή, η εισαγωγή καινοτοµίας.Το Σ.Γ.Σ έχει προβεί στην πιστοποίηση Γεωργικών Συµβούλων µέσω του ΕΛΓΟ - ∆ΗΜΗΤΡΑ και έως σήµερα παρέχουν συµβουλευτικές υπηρεσίες περίπου 638 σύµβουλοι, 30 δοµές και 180 συνεργάτες συµβούλων
Αναφορικά µε τις εθνικές επιδόσεις στην ενσωµάτωση της καινοτοµίας, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ισχυρές περιφερειακές ανισότητες, µειωµένη ζήτηση υπηρεσιών Έρευνας-Καινοτοµίας και πολύ χαµηλά επίπεδα επένδυσης στην έρευνα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει υψηλό ερευνητικό δυναµικό διαπιστώνεται ένας εν γένει χαµηλός βαθµός ενσωµάτωσης της καινοτοµίας. Επίσης, ένα από τα σηµαντικότερα διαρθρωτικά προβλήµατα του ελληνικού αγροτικού επιχειρηµατικού περιβάλλοντος, είναι η απουσία µίας κρίσιµης µάζας επιχειρήσεων ικανού µεγέθους που να µπορούν να επενδύσουν στην καινοτοµία, στην έρευνα και την τεχνολογία για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέµενης αξίας, αλλά και το πολύ µικρό µέγεθος των επιχειρήσεων

Ανταγωνιστικότητα και βιωσιµότητα (Προτεραιότητα 2)Ο τοµέας της µεταποίησης τροφίµων είναι ο σηµαντικότερος αγοραστής του προϊόντος της Γεωργίας (περίπου 60% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής). Ο πολλαπλασιαστής προϊόντος του κλάδου της µεταποίησης τροφίµων είναι πάντα ανάµεσα στους 5 υψηλότερους πολλαπλασιαστές της ελληνικής οικονοµίας. Το ποσοστό συµβολής της Γεωργίας στην ΑΠΑ το 2012, είναι περίπου διπλάσιο (3,4%) από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (1,80%) και µεγαλύτερο όλων των µεσογειακών οικονοµιών. Η µεγαλύτερη συµµετοχή παρατηρείται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας (- 8,4%) και η µικρότερη στην Περιφέρεια Αττικής (- 0,4%). Ο κλάδος τροφίµων-ποτών-καπνού συµβάλλει κατά 3,38% στην συνολική ΑΠΑ, µε τον ευρωπαϊκό µέσο στο 2% και το µεγαλύτερο αντίστοιχο ποσοστό να είναι 3,1% στη Βουλγαρία.
Το 2011 και το 2012, λόγω διάχυσης των επιπτώσεων της γενικότερης ύφεσης η ΑΠΑ εµφανίζει πτωτική πορεία. Το ποσοστό συµµετοχής του πρωτογενούς τοµέα στη συνολική απασχόληση είναι επίσης εξαιρετικά υψηλό (>7,5%, 2013) αν και µειώθηκε από σχεδόν 16% το 2000 σε 10,4% το 2011

Μειώνουν την προστιθέμενη αξία οι χωρικές ανισότητες

Υπάρχει σοβαρή χωρική ανισότητα στη διαµόρφωση των εισοδηµάτων. Μόνο η Πελοπόννησος, περιοχές της Ηπείρου και η Θεσσαλία έχουν µέση καθαρή Προστιθέµενη Αξία ανά µονάδα πλήρους απασχόλησης µεγαλύτερη των 12.000 ευρώ, ενώ όλη η υπόλοιπη χώρα έχει κάτω από 12.000 ευρώ
Από τα οικονοµικά αποτελέσµατα, ανά τύπο εκµετάλλευσης και περιφέρεια φαίνεται ότι οι εκµεταλλεύσεις που βρίσκονται σε Ορεινές και Μειονεκτικές Περιοχές έχουν σηµαντικά µικρότερη αξία εκροής από τις εκµεταλλεύσεις εκτός τέτοιων περιοχών, αλλά το καθαρό εισόδηµά τους διαµορφώνεται στα ίδια επίπεδα, αν όχι µεγαλύτερο σε κάποιους δείκτες, σαν πιθανό αποτέλεσµα των ενισχύσεων σε περιοχές µε φυσικούς και άλλους περιορισµούς. Το υψηλό κόστος παραγωγής στην ελληνική Γεωργία αποδυναµώνει κάθε συγκριτικό πλεονέκτηµα ανταγωνιστικότητας και σε συνδυασµό µε την πλήρη αποδέσµευση κάνει την απόφαση µη καλλιέργειας της γης αρκετά ελκυστική. Παρά το ότι η µέση εκροή για το σύνολο των εκµεταλλεύσεων αυξήθηκε από 22,608 ευρώ σε 23,496 ευρώ (σχεδόν 4%), η ενδιάµεση κατανάλωση (275) αυξήθηκε από 10,321 ευρώ σε 11,774 ευρώ (σχεδόν 14%). Συνεπώς η Καθαρή Προστιθέµενη Αξία (415) µειώθηκε από 16,134 ευρώ σε 14,014 ευρώ (σχεδόν 13%)

Υποτετραπλασιασμός του δανεισμού στη γεωργία
Ο δανεισµός στον πρωτογενή τοµέα από το 2009 εµφανίζεται µια ραγδαία µείωση των µακροπρόθεσµων δανείων µέχρι υποδιπλασιασµού, το 2010 και σχεδόν υπο-τετραπλασιασµού, το 2012. Η κατάσταση αυτή προήλθε τόσο από έλλειψη ρευστότητας και δανειοδοτήσεων από πλευράς τραπεζών όσο και από έλλειψη εµπιστοσύνης των επενδυτών γεωργών, που προτιµούσαν να απέχουν µέχρι να επανέλθουν σε θετικές προσδοκίες. Το υψηλό κόστος παραγωγής και η έλλειψη πίστης είχαν επίπτωση στη µέση παραγωγικότητα εργασίας και στον ακαθάριστο σχηµατισµό παγίου κεφαλαίου. Η περιφερειακή διάσταση της µέσης παραγωγικότητας εργασίας δείχνει ότι η Αττική, µε τη σηµαντική παρουσία των θερµοκηπιακών καλλιεργειών, της σταβλισµένης κτηνοτροφίας και των µονάδων πτηνοτροφίας έχει τη διπλάσια παραγωγικότητα από όλες τις άλλες περιφέρειες. Οι µεγάλες περιφερειακές και υπο-περιφερειακές διαφορές στην παραγωγικότητα, δεν υποκρύπτουν µόνο διαφορές στις καλλιέργειες (συγκέντρωση των περιφερειών Κ. Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Στερεάς σε σιτηρά, βαµβάκι και φρούτα από πλευράς φυτικής παραγωγής και σταβλισµένη εκτροφή βοοειδών από πλευράς ζωικής παραγωγής) αλλά και διαρθρωτικές διαφορές, σαφώς µεγαλύτερες και καταλληλότερα εξοπλισµένες εκµεταλλεύσεις και καλύτερη διασύνδεση πρωτογενούς τοµέα και µεταποίησης
Ο δείκτης σχηµατισµού ακαθάριστου κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι περίπου 24% ενώ ο ευρωπαϊκός µέσος είναι 32,5% και σχετίζεται άµεσα µε την επενδυτική συµπεριφορά των αγροτικών εκµεταλλεύσεων και τις προσδοκίες των επενδυτών. Για να αποφευχθούν τα προβλήµατα που σηµειώθηκαν κατά την υλοποίηση του ΠΑΑ 2007¬2013, µε υψηλό αριθµό γεωργικών εκµεταλλεύσεων να αδυνατούν να υλοποιήσουν τα εγκεκριµένα επενδυτικά τους σχέδια λόγω µη πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισµό, η έµφαση θα πρέπει να δοθεί σε επενδυτικά σχέδια µεσαίου ύψους προϋπολογισµού. Ταυτόχρονα θα υπάρξουν διακριτές κατηγορίες επενδυτικών σχεδίων µικρού προϋπολογισµού, που στοχεύουν στη βελτίωση των κλιµατικών και περιβαλλοντικών επιδόσεων των γεωργικών εκµεταλλεύσεων, ανεξαρτήτως οικονοµικού µεγέθους των εκµεταλλεύσεων.

Μικρό μέγεθος κάτω από 2 εκτάρι

Το µέγεθος των ελληνικών αγροτικών εκµεταλλεύσεων είναι πάρα πολύ µικρό µε οποιοδήποτε δείκτη και αν µετρηθεί, έκταση, οικονοµικό µέγεθος ή απασχόληση. Στην ελληνική Γεωργία το 50% των εκµεταλλεύσεων είναι κάτω των 2 ha και 50% κάτω από 4,000 ευρώ. Το µέσο µέγεθος εκµεταλλεύσεων σε έκταση είναι περίπου 4.8 ha, έναντι των 14,3 ha της ΕΕ-27

Η µικρή σε έκταση γεωργική εκµετάλλευση, είναι οικονοµικά ασύµφορη διότι απαγορεύει τις οικονοµίες κλίµακας τόσο στις καλλιεργητικές πρακτικές, όσο και στις επενδύσεις, γεγονός που καθίσταται ακόµα πιο έντονο δεδοµένου του κατακερµατισµού των ιδιοκτησιών σε περίπου 5-6 τεµάχια ανά εκµετάλλευση και το ανάγλυφο της χώρας, που αυξάνει υπέρµετρα το κόστος της ενέργειας και των καλλιεργητικών διαδικασιών. Από τις εκµεταλλεύσεις που µπορούν να συµµετέχουν στο δείγµα του FADN, 83,1% βρίσκονται στις δύο χαµηλότερες τάξεις οικονοµικού µεγέθους, µε τις επιχειρήσεις κάτω από 8000 ευρώ να αποτελούν το 38,5% του δείγµατος για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου η έµφαση του Προγράµµατος θα πρέπει να δοθεί σε γεωργικές εκµεταλλεύσεις των οποίων το οικονοµικό µέγεθος κυµαίνεται µεταξύ 8.000 και 25.000 ευρώ που αποτελούν µια κρίσιµη µάζα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας.

Σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διάρκεια της κρίσης (2008- 2013), στις αγροτικές περιοχές χάθηκαν 12 χιλιάδες θέσεις απασχολούµενων στον πρωτογενή τοµέα, ενώ αντίστοιχα στις αστικές περιοχές δηµιουργούνται 4,2 χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα. Αυτό σηµαίνει ότι οι νεοεισερχόµενοι στη Γεωργία έχουν προέλευση πόλεις άνω των 10 χιλιάδων κατοίκων, και 1 στους 2 νεοεισερχόµενους έχει προέλευση την Περιφέρεια Αττικής (37%) και το Υπόλοιπο Αττικής (8%). Από πλευράς ηλικιακής σύνθεσης, το ποσοστό αγροτών πάνω από 55 χρόνων είναι πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό µέσο όρο 54,9% και 53,1% αντίστοιχα.

Το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα είναι πολύ µεγάλο και επιδεινούµενο τη χρονική περίοδο 2011-2013. Το Πρόγραµµα µπορεί να δώσει διέξοδο στην είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας είτε µε την παροχή κινήτρων για την 1η εγκατάστασή τους στη γεωργία είτε µε την αξιοποίηση ευκαιριών εξω-γεωργικών δραστηριοτήτων σε αγροτικές περιοχές

Συκριτικό πλεονέκτημα η μεσογειακή διατροφ

Η συµβολή των αγροτικών προϊόντων στις εξαγωγές είναι σηµαντική, µε την αξία των εξαγόµενων αγροτικών προϊόντων να αυξάνει φτάνοντας το 2012 τα 3,6 δις ευρώ. Τα προϊόντα φρούτων και λαχανικών απαρτίζουν µόνα τους σχεδόν τη µισή αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και το 2012 διαµορφώθηκαν στο 1,8 δις. Συγχρόνως, πολλά γεωργικά προϊόντα, ιδιαίτερα ζωικής προέλευσης, συµβάλλουν στις εισαγωγές που προσεγγίζουν τα 5 δις ευρώ και διαµορφώνουν ένα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών γύρω στα 1,4 δις. Το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή το 2011 ανερχόταν, κατά µέσο όρο, στο 96% περίπου, µειωµένο σε σχέση µε το 2010. Το σοβαρότερο πρόβληµα αυτάρκειας εντοπίζεται στη ζωική παραγωγή, όπου ανέρχεται, στο 76% περίπου. Το συγκριτικό πλεονέκτηµα της ελληνικής γεωργίας βρίσκεται στα προϊόντα «Μεσογειακής ∆ιατροφής» (Άυλη Πολιτιστική Κληρονοµιά της Ανθρωπότητας, της UNESCO). Εκτός όµως αυτών η Ελλάδα παράγει και προϊόντα, στα οποία κατέχει σχεδόν µονοπωλιακή θέση όπως η µαστίχα και ο κρόκος ή άλλα µαζικής παραγωγής που έχει ικανοποιητικό µερίδιο στα πλαίσια της ΕΕ, όπως το βαµβάκι και ο καπνός

Η οργάνωση της αλυσίδας τροφίµων και η διαχείριση κινδύνων (Προτεραιότητα 3)Από την κατανοµή της προστιθέµενης αξίας κατά µήκος της αγρο-διατροφικής αλυσίδας, προκύπτει ότι σε κάθε 1 ευρώ αξίας προϊόντος της πρωτογενούς παραγωγής, ο τοµέας της µεταποίησης τροφίµων-ποτών προσθέτει προϊόν αξίας 0,4 ευρώ στην χώρα µας όταν σε άλλες χώρες το ποσό αυτό ανέρχεται σε 1,5 ευρώ (καθ. Χ. Κασίµης), γεγονός που καθιστά υπολειπόµενη τη προστιθέµενη αξία των γεωργικών προϊόντων έναντι αυτής των βασικών ανταγωνιστών µας

Το σηµαντικότερο στοιχείο του κλάδου εµπορίας αγροτικών προϊόντων είναι το υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης. Εκτιµάται ότι περίπου 60 µεσαίες και µεγάλες αλυσίδες είχαν αθροιστικό ετήσιο τζίρο γύρω στα 11 δις ευρώ το 2009, ενώ τρεις µεγάλες αλυσίδες που άρχισαν να δραστηριοποιούνται στη χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90 µαζί µε τις εγχώριες αλυσίδες καταλαµβάνουν τις 5 κορυφαίες θέσεις στην ιεραρχία των επιχειρήσεων του κλάδου. Οι πέντε αυτές αλυσίδες διενεργούν το 55% των πωλήσεων και περισσότερο από το 80% των κερδών που αντιστοιχεί στις αλυσίδες. Οι σηµαντικότερες βραχείες αλυσίδες εµπορίας στον ελληνικό χώρο είναι οι λαϊκές τοπικές αγορές καθώς και οι µεµονωµένες ενέργειες παραγωγών ή συνεταιριστικών ενώσεων για απευθείας πώληση στον καταναλωτή που κινδυνεύουν από τον χαλαρό έλεγχο που διεξάγεται σε αυτές τις αγορές

Μέχρι σήµερα υπάρχουν οργανώσεις παραγωγών µόνο για τον τοµέα των οπωροκηπευτικών, τον τοµέα αµπελο-οινικών προϊόντων, τον τοµέα του ελαιολάδου και επιτραπέζιων ελιών, καθώς και τον τοµέα του γάλακτος και των γαλακτοκοµικών προϊόντων. Ο αριθµός των παραγωγών που συµµετέχουν σε οργανώσεις είναι σηµαντικά χαµηλός σε όλους τους τοµείς

Οι διασυνδέσεις ανάµεσα στους κρίκους της αγροτικής παραγωγής και της µεταποίησης των τροφίµων είναι ασθενείς, καθώς µεταποιείται το 60% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το ελαιόλαδο όπου η Ελλάδα είναι ο 3ος  µεγαλύτερος παραγωγός στον κόσµο και εξάγει το 60% της παραγωγής της χύδην, χάνοντας υπεραξία, που ανέρχεται στο 35% της αξίας του προϊόντος


Σχόλια (1)
Προσθήκη σχολίου

22-08-2017 17:21Αθανάσιος Θεοδωράκης

Καλησπέρα, δεν είναι καλή αυτή η εξέλιξη, αλλά θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς την μελέτη πάνω στην οποία στηρίζονται τα στοιχεία. Με εκτίμηση Αθ Θεοδωράκης

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία