Ενδεικτικό της µειωµένης φέτος ισπανικής παραγωγής, είναι ότι οι Ισπανοί έµποροι ως και τις πρώτες µέρες του Φεβρουαρίου κρατούσαν αµυντική στάση, όπως συνέβη και πέρυσι που η παραγωγή της χώρας τους ήταν και πάλι χαµηλή σε αντίθεση µε προηγοούµενες χρονιές που από τα µέσα Γενάρη είχαν κάνει κινήσεις στην παγκόσµια αγορά.
Η ζήτηση, πάντως, που παρατηρείται για το ελληνικό ελαιόλαδο, ειδικά αν είναι υψηλής ποιοτικής στάθµης, είναι µεγαλύτερη απ’ την περσινή εξαιρετική χρονιά, όπως λένε στην Agrenda παράγοντες του ελαιοκοµικού τοµέα.
Ενδεικτικά ο Αγροτικός Συνεταιρισµός Ασωπού του δήµου Μονεµβασιάς στη Λακωνία πούλησε την 1η Φεβρουαρίου 28-29 τόνους ελαιόλαδο µε τιµή παραγωγού 3,60 ευρώ το κιλό. Βέβαια, «πρόκειται για πολύ εξαιρετικό ελαιόλαδο, µε οξύτητα 0,21, φρουτώδες πάνω από 5 και Κ σε πολύ καλά επίπεδα», διευκρινίζει ο πρόεδρος του συνεταιρισµού, Γιάννης Λυριωτάκης.
Οι υπόλοιπες τιµές στη νότια Λακωνία κυµαίνονται στα 3,40 µε 3,50 ευρώ το κιλό, «αναλόγως την ποιότητα και τη διαπραγµατευτική δύναµη του Συνεταιρισµού», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Λυριωτάκης, ο οποίος εκτιµά ότι η τιµή παραγωγού θα κινηθεί ανοδικά ξεπερνώντας τα 3,50 ευρώ το κιλό.
«Οι υψηλότερες τιµές για το ελαιόλαδο της περιοχής µας σε σχέση µε την υπόλοιπη Ελλάδα έγκεινται τόσο στην ποιότητα του προϊόντος όσο και στη καλή διαπράγµατευση των Συνεταιρισµών που δραστηριοποιούνται εδώ, οι οποίοι είναι υγιείς στην πλειονότητά τους», εξηγεί ο κ. Λυριωτάκης.
Στον αντίποδα, στην Κρήτη η Ένωση Ηρακλείου έχει δώσει τιµή τα 3 ευρώ το κιλό, κυρίως λόγω της έλλειψης ρευστότητας που αντιµετωπίζει. Να σηµειωθεί ότι τις τελευταίες µέρες οι τιµές του κρητικού έξτρα παρθένου παραδοτέο στην Ιταλία αυξήθηκαν στα 3,45 ευρώ κατά µέσο όρο από 3,40 το προηγούµενο διάστηµα.
Χάνονται ευκαιρίες, λέει η Εθνική
Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη κλαδική µελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τον Αγροδιατροφικό Τοµέα παρά το συγκριτικό πλεονέκτηµα του ελληνικού ελαιολάδου στην παγκόσµια αγορά, το προϊόν έχει χάσει µερίδια διεθνώς σε ποσοστό που φτάνει το 33% µέσα στην τελευταία 10ετία, όπως κι άλλα προϊόντα, µε κοινό χαρακτηριστικό ότι εξάγονται χύδην. Μόλις το 27% του ελληνικού ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της συσκευασίας/branding, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του ισπανικού και ιταλικού ανέρχεται στο 50% και στο 80%.