Πέρα από τη µειωµένη παραγωγή της Ισπανίας και της Ιταλίας που δίνει φέτος στο ελληνικό προϊόν ένα σηµαντικό αβαντάζ, το στίγµα της ευνοϊκής συγκυρίας δίνει και η ισχυρή ζήτηση που καταγράφεται παγκοσµίως για επώνυµο παρθένο και εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Όπως επισηµάνθηκε στην ενδιαφέρουσα ηµερίδα για τον ελαιοκοµικό τοµέα που διοργανώθηκε στο περιθώριο του φετινού Athens Food Festival, η παγκόσµια κατανάλωση διπλασιάστηκε µέσα στην τελευταία 20ετία και θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόµενα χρόνια καθώς η αυξηµένη δηµοσιότητα γύρω από το ελαιόλαδο και τα οφέλη του το τοποθετούν στο τραπέζι όλο και περισσότερων νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ η κατά κεφαλήν κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 100% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως σήµερα ενώ στο «παιχνίδι» µπαίνουν πια και νέες αγορές όπως η Βραζιλία, η Κίνα, η Ρωσία, η Ιαπωνία και η Αυστραλία οι οποίες µέχρι πριν µια δεκαετία εισήγαγαν ασήµαντες ή έστω ελάχιστες ποσότητες. Πολλές από τις παραπάνω χώρες, µάλιστα, επιχειρούν να στήσουν τη δική τους παραγωγική βάση.
Ωστόσο, όπως ανέφεραν οι οµιλητές, ο πραγµατικός κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προέρχεται τόσο από τις νέες χώρες που διεκδικούν ρόλο στον παγκόσµιο χάρτη της παραγωγής όσο από παραδοσιακούς ανταγωνιστές (σ.σ. εκτός από την Ισπανία την Ιταλία στις αγορές βγαίνουν τα τελευταία χρόνια επιθετικά η Τυνησία και η Τουρκία) και, κυρίως, από τις δικές της αδυναµίες. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά το γεγονός ότι η χώρας είναι η τρίτη µεγαλύτερη δύναµη σε επίπεδο παραγωγής, δεν έχει υιοθετήσει ακόµα στοιχειώδη µέτρα προστασίας όπως π.χ. η χρήση αποκλειστικά επώνυµων µη επαναγεµιζόµενων µπουκαλιών των 100 ml στα µαγαζιά εστίασης .
Περισσότερα βήµατα φαίνεται ότι έχουν γίνει στο πεδίο της επιτραπέζιας ελιάς όπου-σε αντίθεση µε το ελαιόλαδο- το ελληνικό προϊόν έχει καταφέρει να αποκτήσει αναγνωρισιµότητα και µε παραγωγή 120.000 τόνων κατά µ.ο. ετησίως είναι ο τρίτος µεγαλύτερος παίκτης στον κόσµο. Οι 80.000 τόνοι (περίπου δηλαδή το 70%) εξάγονται ενώ σηµαντικές ευκαιρίες διανοίγονται σε αγορές όπως η Βραζιλία λόγω της εγγύτητας της εκεί διατροφήςµε τη µεσογειακή ή χώρες όπως το Βέλγιο όπου µπορεί ο γηγενής πληθυσµός να µην έχει µεγάλη εξοικείωση µε την ελιά, δεν ισχύει όµως το ίδιο και για τις πολυπληθείς κοινότητες µεταναστών από τον Νότο.
Ωστόσο, όπως ανέφεραν οι οµιλητές, ο πραγµατικός κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προέρχεται τόσο από τις νέες χώρες που διεκδικούν ρόλο στον παγκόσµιο χάρτη της παραγωγής όσο από παραδοσιακούς ανταγωνιστές (σ.σ. εκτός από την Ισπανία την Ιταλία στις αγορές βγαίνουν τα τελευταία χρόνια επιθετικά η Τυνησία και η Τουρκία) και, κυρίως, από τις δικές της αδυναµίες. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά το γεγονός ότι η χώρας είναι η τρίτη µεγαλύτερη δύναµη σε επίπεδο παραγωγής, δεν έχει υιοθετήσει ακόµα στοιχειώδη µέτρα προστασίας όπως π.χ. η χρήση αποκλειστικά επώνυµων µη επαναγεµιζόµενων µπουκαλιών των 100 ml στα µαγαζιά εστίασης .
Περισσότερα βήµατα φαίνεται ότι έχουν γίνει στο πεδίο της επιτραπέζιας ελιάς όπου-σε αντίθεση µε το ελαιόλαδο- το ελληνικό προϊόν έχει καταφέρει να αποκτήσει αναγνωρισιµότητα και µε παραγωγή 120.000 τόνων κατά µ.ο. ετησίως είναι ο τρίτος µεγαλύτερος παίκτης στον κόσµο. Οι 80.000 τόνοι (περίπου δηλαδή το 70%) εξάγονται ενώ σηµαντικές ευκαιρίες διανοίγονται σε αγορές όπως η Βραζιλία λόγω της εγγύτητας της εκεί διατροφήςµε τη µεσογειακή ή χώρες όπως το Βέλγιο όπου µπορεί ο γηγενής πληθυσµός να µην έχει µεγάλη εξοικείωση µε την ελιά, δεν ισχύει όµως το ίδιο και για τις πολυπληθείς κοινότητες µεταναστών από τον Νότο.