Το παθογόνο προσβάλλει τα φύλλα, τους ποδίσκους των καρπών και σπανιότερα τους καρπούς. Στην επάνω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζονται καφε-κίτρινες κυκλικές κηλίδες που ομοιάζουν με τα ‘μάτια’ στο φτέρωμα των αρσενικών παγωνιών.
Στη συνέχεια τα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν. Η πρόωρη πτώση των φύλλων προκαλεί εξασθένιση των δένδρων. Σε πολύ υγρές περιοχές, η ασθένεια μπορεί να είναι εξαιρετικά έντονη, τα δένδρα να παρουσιάσουν συνεχή φυλλόπτωση με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό της παραγωγής.
Ο μύκητας εντοπίζεται στο παλαιό φύλλωμα και για να γίνει επέκταση των προσβολών στο νέο φύλλωμα χρειάζεται να επικρατούν θερμοκρασίες μεταξύ 10οC και 20οC και σχετική υγρασία πάνω από 80%. Επίσης ευνοούνται προσβολές όταν το φύλλωμα παραμείνει βρεγμένο τουλάχιστον 24 ώρες. Οι παραπάνω συνθήκες είναι συνήθεις το φθινόπωρο. Ο ίδιος καιρός θα επαναληφθεί στο τέλος του χειμώνα οπότε θα δημιουργηθούν ξανά ευνοϊκές συνθήκες μολύνσεων στην ελιά από το μύκητα κυκλοκόνιο.
Στους ελαιώνες όπου ενδημεί η ασθένεια χρειάζονται δύο προληπτικοί ψεκασμοί με κατάλληλο χαλκούχο σκεύασμα ή με βορδιγάλειο πολτό 1% για να προστατευθεί η νέα βλάστηση. Στο εμπόριο υπάρχουν κατάλληλα χαλκούχα σκευάσματα με τα οποία ο πρώτος ψεκασμός γίνεται πριν από την έναρξη των βροχοπτώσεων του φθινόπωρου, οπότε ο ελαιοκαλλιεργητής θα πρέπει να παρακολουθεί τακτικά τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Ο δεύτερος την άνοιξη μετά την έναρξη της βλαστικής περιόδου. Συμπληρωματικά γίνεται κατάλληλο κλάδεμα για αερισμό της κόμης που περιορίζει την υγρασία στο εσωτερικό του φυλλώματος.