
Η αρχή έγινε, µάλιστα, µε τρόπο που δεν προµήνυε σε τίποτε τι θα ακολουθήσει. Οι βροχές «βάλσαµο» του περασµένου Απριλίου, λίγο πριν την έναρξη της σποράς, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι το προϊόν ερχόταν από µια εµπορική σεζόν µε ικανοποιητική τιµή, εκτόξευσαν το ενδιαφέρον για το ρύζι και οδήγησαν στο να «σπάσει το φράγµα» των 300.000 στρεµµάτων στον κάµπο της ∆υτικής Θεσσαλονίκη. Ευνοϊκά, επίσης, για τη σωστή ανάπτυξη των φυτών, επίδρασαν και οι υψηλές θερµοκρασίες, που ακολούθησαν µέσα στο καλοκαίρι, χωρίς, όµως, να φτάσουν σε συνθήκες παρατεταµένου καύσωνα, που θα έκανε ζηµιά.
Κάπου εκεί, ωστόσο, εξαντλούνται τα καλά νέα και αρχίζουν οι αγωνίες και οι προβληµατισµοί για την καλλιέργεια. Οι περικοπές, έως και 40%, σε σχέση µε πέρσι, στο διαθέσιµο αρδευτικό νερό και η λειτουργία των ΤΟΕΒ σε safe mode µε τµηµατική άρδευση σε µια προσπάθεια να ξεδιψάσει όλος ο κάµπος, έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στις τάξεις παραγωγών, οι οποίοι βλέπουν την καλλιέργεια να κρέµεται σε µια κλωστή, χωρίς να µπορούν να κάνουν οτιδήποτε.
«Προβλήµατα µε το αρδευτικό νερό είχαµε και τα προηγούµενα 2-3 χρόνια, αλλά φέτος το φαινόµενο της έλλειψής του εκδηλώνεται µε ένταση και ο προβληµατισµός είναι µεγάλος», τονίζει στην Agrenda ο Χρήστος Γκατζάρας, πρόεδρος του Συνεταιρισµού Α’ Χαλάστρας.
Σαν να µην έφτανε αυτό, φέτος παρατηρείται αύξηση ανθεκτικότητας των ζιζανίων, αφού όπως σηµειώνουν παραγωγοί της περιοχής, οι νέες ποικιλίες µε τεχνολογία καταπολέµησής τους, δούλεψαν καλά για 3-4 χρόνια, αλλά φέτος άρχισαν να κλωτσάνε και εκφράζονται φόβοι ότι από του χρόνου η πίεση θα είναι ακόµη µεγαλύτερη.
Σε µπούµερανγκ, όµως, έχει εξελιχθεί και η µεγάλη στροφή που έκαναν πολλοί παραγωγοί της ευρύτερης περιοχής προς την ορυζοκαλλιέργεια, απογοητευµένοι από τις αποθαρρυντικές οικονοµικές αποδόσεις άλλων προϊόντων που παραδοσιακά καλλιεργούνται τοπικά.
Αυτό το +20% έως και +25%, σε επίπεδο εκτάσεων, που κέρδισε το ρύζι, έναντι, κυρίως, του βαµβακιού και δευτερευόντως του καλαµποκιού, έκανε την κατάσταση ακόµη πιο δύσκολη, δεδοµένου ότι την επηρεάζει αρνητικά µε διττό τρόπο. Από τη µια, τα επιπλέον περίπου 50.000 στρµ., που σπάρθηκαν φέτος µε ρύζι, όξυναν, αντιστοίχως, το πρόβληµα της άρδευσης του κάµπου, αφού λιγότερο νερό, πρέπει να µοιραστεί σε περισσότερα χωράφια. Από την άλλη, η πρόσθετη παραγωγή που θα προκύψει φέτος, αναµένεται να πιέσει και άλλο την αγορά του ρυζιού, η οποία αν και ξεκίνησε καλά, στη συνέχεια µοιάζει να έπεσε σε τέλµα.
Τίποτα ακόμη δεν προμηνύει ένα καλό εμπορικό κλίμα, πρόβλημα οι αθρόες εισαγωγές
Απραξία στην αγορά τους τελευταίους τρεις µήνες, έρχεται αυξηµένη σοδειά
«Ευτυχώς το διάστηµα µεταξύ ∆εκεµβρίου του 2024 και Φεβρουαρίου του 2025, πουλήθηκαν αρκετές ποσότητες µεσόσπερµου ρυζιού µε µέσο όρο τιµής στα 37 λεπτά το κιλό, αλλά εδώ και περίπου 3-4 µήνες, δεν κουνιέται φύλλο. Η τελευταία πράξη που κάναµε ήταν πριν ακριβώς τρεις µήνες και έκτοτε τα πάντα έχουν βαλτώσει. Ακόµη και οι µύλοι υπολειτουργούν. Αυτό δείχνει ότι στις αγορές που απευθύνεται το ελληνικό ρύζι, έχουν διοχετευτεί µεγάλες ποσότητες από φθηνό προϊόν άλλης προέλευσης, κάτι που έθιξε και αντιπροσωπεία των Ευρωπαίων ορυζοβιοµήχανων πρόσφατα στις Βρυξέλλες, ζητώντας να µπει φρένο στις εισαγωγές από Τρίτες χώρες», σηµειώνει ο Γιώργος Μπότας, γενικός γραµµατέας του Συνεταιρισµού Ορυζοκαλλιεργητών Β’ Χαλάστρας.
Το πρόβληµα των αθρόων εισαγωγών φθηνού, µη ποιοτικού, ρυζιού, τόσο για τις µεσόσπερµες, όσο και τις µακρύσπερµες κατηγορίες, σε συνδυασµό µε την αποδυνάµωση της ισοτιµίας της τουρκικής λίρας, που καθιστά ακριβότερο το ελληνικό ρύζι στην τουρκική αγορά, τονίζει και ο πρόεδρος του Συνεταιρισµού Α’ Χαλάστρας. «Ως συνέπεια αυτή την περίοδο γίνονται κάποιες συζητήσεις στη ζώνη των 30 – 33 λεπτών το κιλό για το µεσόσπερµο και δεν υπάρχει καθόλου ζήτηση για το µακρύσπερµο, το οποίο τις τελευταίες εµπορικές πράξεις τις έκανε κάτω από τα 40 λεπτά το κιλό», εξηγεί ο κ. Γκατζάρας και δεν παραβλέπει ότι υπάρχουν ακόµη λίγα αποθέµατα στις αποθήκες που όσο πλησιάζουµε προς το νέο αλώνι αυξάνουν την ανησυχία των παραγωγών, καθώς ο Αύγουστος παραδοσιακά είναι εµπορικά ένας νεκρός µήνας και ως εκ τούτου µένει µόνο ο Σεπτέµβριος για να γίνουν οι όποιες πωλήσεις.
Αποτιµώντας γενικότερα την κατάσταση γύρω από το ρύζι, ο κ. Μπότας επισηµαίνει ότι «τα τελευταία χρόνια, από την περίοδο του Covid µέχρι, µετέπειτα, την απαγόρευση εισαγωγών από Τρίτες χώρες, αλλά και την αναστάτωση που επέφερε στις θαλάσσιες µεταφορές η δράση των Χούθι, το ελληνικό ρύζι είχε ευνοηθεί και απολάµβανε ικανοποιητικές τιµές. Τώρα οι συνθήκες αντιστράφηκαν εντελώς και εµπορικά τείνουµε να επιστρέψουµε στο 2020, όταν το µεσόσπερµο ρύζι πουλιόταν στα 27 λεπτά. Στο µεταξύ όµως, όλες οι εισροές, η ενέργεια, τα λιπάσµατα και κυρίως η φυτοπροστασία παραµένουν πανάκριβες. Η ζιζανιοκτονία φέτος, επειδή χρειάστηκε να γίνουν και επαναληπτικές επεµβάσεις, µας στοίχισε από 60 έως και 80 ευρώ το στρέµµα, που σηµαίνει πως µε τις τρέχουσες τιµές του προϊόντος, θα πρέπει τα 200-300 κιλά ρυζιού που θα παράξουµε, να καλύψουν το κόστος της ζιζανιοκτονίας.
∆υστυχώς έπεσαν πολλά µαζί και αν δεν αλλάξει κάτι θεαµατικά νοµίζω ότι αρχής γενοµένης από την καλλιεργητική περίοδο του 2026, πολύς κόσµος θα εγκαταλείψει το ρύζι. Αν περπατήσεις στα χωριά της περιοχής θα δεις την κατήφεια αποτυπωµένη στα πρόσωπα των παραγωγών».
Το δυσµενές περιβάλλον που έχει διαµορφωθεί για την καλλιέργεια και το προϊόν, δεν αγνοεί ούτε ο Χρήστος Γκατζάρας, αλλά προσπαθεί να δει το ποτήρι µισογεµάτο. «Το εµπόριο είναι τόσο απρόβλεπτο, που µπορεί από τη µια στιγµή στην άλλη, ένα συµβάν που θα εκδηλωθεί οπουδήποτε στον κόσµο, να ανατρέψει εντελώς τα δεδοµένα», τονίζει.