Σε θεσµικό λοιπόν επίπεδο, οι ιθύνοντες των Βρυξελλών συλλογίζονται τον µελλοντικό αντίχτυπο της εισόδου της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας µεσοπρόθεσµος σχεδιασµός δεν γίνεται να µη λαµβάνει υπόψιν την διαρροή κοινοτικών πόρων µέσω άµεσων και έµµεσων επιδοτήσεων προς στις τεράστιες αγροβιοµηχανικές εκµεταλλεύσεις (πολλές άνω των 100.000 στρεµµάτων) που έχουν φορολογική έδρα το Κίεβο.
Σύµφωνα µε µετριοπαθείς εκτιµήσεις, οι Ουκρανοί αγρότες θα είναι από το 2028 σε θέση να διεκδικήσουν σχεδόν το 30% του όγκου των γεωργικών επιδοτήσεων της ΚΑΠ. ‘Έχοντας µάλιστα ως δεδοµένο πως το ταµείο είναι συγκεκριµένο και το συνολικό µπάτζετ µάλλον περικοµµένο, σε ένα σενάριο πλήρους ενσωµάτωσης της Ουκρανίας στο ευρωπαϊκό σύστηµα θα οδηγούσε σε άµεση αναθεώρηση των ποσών ενίσχυσης εις βάρος των µικρότερων οικογενειακών εκµεταλλεύσεων που κυριαρχούν στην Ευρώπη.
Διαβάστε σε υψηλή ανάλυση την εβδομαδιαία Agrenda
Σε καλλιεργητικό επίπεδο, η Ουκρανία υποχρεώνεται σε σοβαρές αλλαγές. Η κατάληψη σχεδόν του 20% της επικράτειάς της από την Ρωσία, οδηγεί σε ανακατατάξεις την πρωτογενή παραγωγή, εξέλιξη για την οποία ο τοµέας της µεταποίησης φαίνεται πως προετοιµάζεται ενεργά την τελευταία διετία. Άλλωστε, η συντριπτική απώλεια εδαφών είχε ήδη συντελεστεί αρχές 2024, στοιχείο που διευκόλυνε τους µελλοντικούς σχεδιασµούς της αγρο-βιοµηχανίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση δεν µπορεί κανείς να παραβλέψει το ενδιαφέρον της χώρας για την παραγωγή σκληρού σίτου. Ήδη, κατασκευάζονται συγκροτήµατα στα δυτικά της χώρας (Λβιβ) µε εξοπλισµό ο οποίος σχεδιάζεται να παράγει ζυµαρικά από εγχώριο σκληρό σιτάρι. Στην πρώτη φάση λειτουργίας του, αναµένεται να παρουσιάσει αλεστική ικανότητα 80 τόνων την ηµέρα και σε δεύτερη φάση, 200 τόνους. Σύµφωνα µε αναφορές ουκρανικών µέσων, σχεδιάζονται τουλάχιστον ακόµη τρεις παρόµοιας δυναµικότητας συγκροτήµατα.
Επιπλέον δε, την τελευταία τριετία έχει υπάρξει µέριµνα για µελέτες πάνω σε ποικιλίες σκληρού σίτου και κριθαριού οι οποίες θα µπορούσαν να αποδώσουν στο πλήρες της αγρονοµικής τους δυνατότητας, εντός του 80% της αρχικής έκτασης της Ουκρανίας που αναµένεται να παραµείνει ουκρανικό µε το πέρας του πολέµου. Ειδικότερα, µε νέα µελέτη του πανεπιστηµίου της Οδησσού, υποστηρίζεται η άποψη πως η καλλιέργεια σκληρού σίτου έχει µεγάλο περιθώριο ανάπτυξης στην χώρα, ειδικά δε αν προστεθούν στη φαρέτρα των παραγωγών κάποιες νέες υβριδικές ποικιλίες προς αντικατάσταση των κυριότερων 13 (Lainer, Shliachetnyi, Blyskuchyi, Almaznyi, Yantarnyi, Kryshtalevyi, Zolotystyi, Marmurovyi, Sribliastyi), hordeiforme (Areal Odeskyi, Hranatovyi, Prestyzhnyi, Yaskravyi), ικανές να αντέξουν στο µεταβαλλόµενο κλιµατικά σκηνικό. Σηµειωτέων, σύµφωνα µε την παραπάνω έρευνα, το κλίµα στην Ουκρανία έχει γίνει πιο θερµό και υγρό, κάτι που µπορεί να διευκολύνει την παραγωγή σκληρού υπό προϋποθέσεις.
Σήµερα, η Ουκρανία είναι η 11η εξαγωγός χώρα σε σκληρό σιτάρι. Τοπικοί παράγοντες εκτιµούν ότι η παραγωγή θα σηµειώσει άνοδο τα επόµενα χρόνια, αλλά σε καµία περίπτωση δεν θα φτάσει τα Ιταλικά νούµερα. Αισιόδοξοι αναλυτές πάντως δεν αποκλείουν η χώρα να πιάσει µέσα στην επόµενη τριετία τους 1.000.000 τόνους, επίδοση που θα εξασφαλίσει εσωτερική επάρκεια και θα ελευθερώσει τις εξαγωγές µε τονάζ παρόµοιο (αν όχι µεγαλύτερο) του ελληνικού.
Επάρκεια στο 50% το έτος 2025
«Φέτος, πρώτη φορά, το 50% του σκληρού, που αγοράζαµε από έξω, θα αντικατασταθεί από εγχώριο προϊόν. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, τα επόµενα δύο χρόνια η Ουκρανία δεν θα εισάγει πρώτη ύλη», δήλωσε ο Ροντιόν Ριµπτσίνσκι, διευθυντής της Ένωσης Μύλων της χώρας. Οι περιφέρειες του Μυκολάιβ, της Οδησσού, του Κµελνίτσκι και µέρος της Βινίτσια είναι πια κατάλληλες για το σκληρό λόγω ανόδου της θερµοκρασίας, είπε, σε παραδοχή της συντονισµένης στροφής της χώρας στο σκληρό.