
Η σκληρή αυτή γραμμή, πάντως εγείρει ανησυχίες και αμφιβολίες για τον οικονομικό της αντίκτυπο στο ήδη υψηλό ενεργειακό κόστος που επιβαρύνει τους ευρωπαίους καταναλωτές και τη βιομηχανία. Σε κάθε περίπτωση, ο επιδιωκόμενος "μηδενισμός" των εισαγωγών αερίου από τη Ρωσία δεν φαίνεται να βασίζεται σε ρεαλιστικά σενάρια κόστους-οφέλους.
Πηγές της αγοράς επισημαίνουν ότι η απαγόρευση νέων και υφιστάμενων ρωσικών συμβολαίων φυσικού αερίου, που θα προταθεί νομοθετικά τον Ιούνιο, ενδέχεται να προκαλέσει νέο κύμα ανατιμήσεων στην ήδη ευάλωτη αγορά ενέργειας της Ε.Ε. Η απόφαση έρχεται τη στιγμή που οι τιμές του φυσικού αερίου εξακολουθούν να κινούνται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο, ενώ οι εναλλακτικές μορφές εφοδιασμού –όπως το LNG– παραμένουν ακριβότερες και περιορισμένες σε διαθεσιμότητα.
Για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες που βασίζονται σε ανταγωνιστική ενέργεια για να παραμείνουν βιώσιμες και διεθνώς ανταγωνιστικές, η νέα αυτή πραγματικότητα μεταφράζεται σε άμεση επιβάρυνση του κόστους παραγωγής.
Ακόμη πιο σοβαρά είναι τα προβλήματα για χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, οι οποίες παραμένουν εξαρτημένες από το ρωσικό αέριο μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων. Η Βουδαπέστη, που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της μέσω 15ετούς σύμβασης με την Gazprom, χαρακτήρισε την πρόταση της Επιτροπής "σοβαρό λάθος". Δεν πρόκειται για πολιτική δήλωση, αλλά για κραυγή αγωνίας μιας χώρας που βλέπει τον ενεργειακό της εφοδιασμό να απειλείται.
Αντίστοιχα, η Σλοβακία, που διέκοψε τις εισαγωγές μέσω Ουκρανίας αλλά συνεχίζει να λαμβάνει ρωσικό αέριο από τον TurkStream, αδυνατεί να βρει αξιόπιστες και επαρκείς εναλλακτικές. Η αγορά LNG δεν επαρκεί, ούτε υπάρχει η απαιτούμενη υποδομή για να καλύψει τις ανάγκες της κεντρικής Ευρώπης με χαμηλό κόστος.
Σε τελική ανάλυση, το οικονομικό βάρος αυτής της πολιτικής θα πέσει στους ώμους των Ευρωπαίων πολιτών. Οι λογαριασμοί φυσικού αερίου και ρεύματος κινδυνεύουν να αυξηθούν και πάλι, ενώ το εισόδημα των νοικοκυριών συμπιέζεται ήδη από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης των τελευταίων ετών.
Δίχτυ προστασίας με ΑΠΕ
Το σχέδιο της Ε.Ε. πάντως δεν περιορίζεται μόνο στον αποκλεισμό της Ρωσίας. Αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης διπλής στρατηγικής: μείωση της εξάρτησης από εξωτερικούς -και ιδίως γεωπολιτικά επισφαλείς- προμηθευτές αφενός, επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ και ενεργειακή αποδοτικότητα. Ο στόχος είναι όχι μόνο η ενεργειακή αυτάρκεια, αλλά και η επίτευξη των φιλόδοξων κλιματικών στόχων που έχει θέσει η Ένωση.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται πιο περίπλοκη. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές, συστήματα αποθήκευσης, νέα δίκτυα και μηχανισμούς στήριξης των πιο ευάλωτων οικονομιών. Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση;
Οι τελικές αποφάσεις για το νομοθετικό πακέτο αναμένονται μέσα στους επόμενους μήνες, ωστόσο οι ενστάσεις και οι αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών θα κρίνουν το εύρος και την ταχύτητα εφαρμογής του σχεδίου. Το ενεργειακό παιχνίδι στην Ευρώπη δεν είναι πλέον μόνο θέμα τεχνικών λύσεων αλλά βαθιά πολιτικό. Και η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για κοινή ευρωπαϊκή γραμμή και τις εθνικές ενεργειακές ιδιαιτερότητες αποδεικνύεται, για ακόμη μία φορά, δύσκολη άσκηση.
Πηγή:Capital.gr