
Περιφερόµενος ανάµεσα στα ακαλλιέργητα χωράφια του, ο αγρότης Τζιµ Τάφορν ανασήκωσε τους ώµους του και κοίταξε τον πλειστηριαστή δίπλα στα τρακτέρ του. Έπειτα από µια πέµπτη συνεχόµενη χρονιά χαµηλών τιµών για τα σιτηρά και µε την κατάσταση να χειροτερεύει το περασµένο φθινόπωρο εξαιτίας του σινοαµερικανικού εµπορικού πολέµου, ο 68χρονος και η οικογένειά του αποφασίζουν τελικά να παραιτηθούν από τους µόχθους της αγροτικής ζωής. Μάλιστα, όπως εξηγεί ο ιδιος ο αγρότης στο Reuters, η ζωή στην ύπαιθρο είχε και συνέπειες στην φυσική του υγεία, αφού έπαθε έµφραγµα πριν από 15 µήνες.
Ούτε τέσσερεις ώρες δεν χρειάστηκαν για να ξεπουληθούν όλα τα τρακτέρ και ο υπόλοιπος αγροτικός εξοπλισµός του κ. Τάφορν, τέσσερις ώρες που έβαλαν τέλος σε µια οικογενειακή παράδοση που κράτησε κοντά στον έναν αιώνα. «Περάσαµε µερικές δύσκολες στιγµές τις δεκαετίες του 1970 και του 1980» αναφέρει ο 68χρονος αγρότης, «αλλά για κάποιο λόγο αυτή η φορά ήταν η χειρότερη». «Κάρεν, δεν πειράζει που δακρύζεις, είναι το τέλος µιας εποχής», σχολιάζει ο πλειστηριαστής Νταν Σάλιβαν, απευθυνόµενος στη σύζυγο του Τζιµ Τάφορν, η οποία είχε σκύψει το κεφάλι της στον ώµο του άντρα της.
Στις µεσοδυτικές πολιτείες, συνεχώς αυξάνεται ο αριθµός των αγροτών που επιλέγουν να ξεπουλήσουν τα µηχανήµατά τους και να νοικιάσουν τα χωράφια τους, όλοι τους κοιτάζοντας να ξεφορτωθούν ορισµένα από τα χρέη τους και να ανακουφίσουν τις οικογένειές τους, όπως µεταδίδει το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων. Και όσο αυτοί οι έµπειροι αγρότες παραιτούνται, ελάχιστοι είναι οι νέοι που παίρνουν τη θέση τους.
Στην άλλη όψη του ίδιου νοµίσµατος, οι καιροί έχουν εκτινάξει τον τζίρο των οίκων δηµοπράτησης, οι οποίοι καταγράφουν αύξηση των εργασιών τους κατά 30% τους τελευταίους έξι µήνες, συγκριτικά µε την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Ωστόσο η κατάσταση που αναπτύσσεται τον τελευταίο χρόνο στην αµερικανική ύπαιθρο, δεν µπορεί παρά να επιβραδύνει ολόκληρη την οικονοµία γύρω από την πρωτογενή παραγωγή. Λιγότεροι αγρότες σηµαίνει λιγότεροι πελάτες για τις εταιρείες σπόρων και χηµικών, λιγότεροι αγοραστές µηχανηµάτων αλλά και λιγότεροι προµηθευτές για τους εµπόρους σιτηρών.
Οι οικογενειακές φάρµες που ζωντάνεψαν µε το κραχ του 2008
Βραχύβια αποδείχθηκε η αναβίωση της οικογενειακής γεωργίας στις ΗΠΑ, έπειτα από αυτήν την εξέλιξη. Όταν εκδηλώθηκε η οικονοµική ύφεση του 2007 στις ΗΠΑ οι υψηλές τιµές των σιτηρών τράβηξαν από τα αστικά κέντρα αρκετούς νέους ανθρώπους σε αγροτικές περιοχές. Μέχρι το 2012, τα περιθώρια κέρδους που άφηνε η αγροτική παραγωγή συγκριτικά µε τις δουλειές της πόλης, ενίσχυσαν την τάση αυτή. Υψηλές τιµές σηµείωναν τότε το καλαµπόκι και η σόγια, εν µέσω υψηλής παγκόσµιας ζήτησης και µικρής προσφοράς. Για πρώτη φορά µέσα σε δεκαετίες, ο αριθµός των παραγωγών µέχρι και 44 ετών στις µεσοδυτικές πολιτείες, αυξήθηκε. Ξεπέρασαν το 40% στην Αϊόβα και το Ιλινόις οι νέοι αγρότες, άγγιξαν το 57% στην Ιντιάνα, ενώ στο Κάνσας, σύµφωνα µε το υπουργείο γεωργίας των ΗΠΑ, αποτελούσαν το 60% επί του συνόλου των αγροτών.
Πλέον ο αριθµός των εκµεταλλεύσεων συρρικνώνεται δραµατικά µέρα µε τη µέρα, όσο η βιοµηχανία συγκεντρώνεται είτε στα χέρια µεγάλων παραγωγών είτε διασπάται σε µικρής κλίµακας αγρότες που απευθύνονται σε εξειδικευµένες αγορές. Οι εκµεταλλεύσεις µεσαίου µεγέθους, εκείνες µε ετήσιο τζίρο άνω των 50.000 δολαρίων αλλά κάτω των 5 εκατ., εξαφανίζονται. Για πολλές οικογένειες, η εγκατάλειψη της γεωργίας είναι µια διαδικασία οδυνηρή, όµως η απόφαση είναι βασισµένη σε απλά µαθηµατικά. Οι δασµοί που κρατούν στις αποθήκες τις παραγωγές εδώ και 10 µήνες και οι ούτως ή άλλως χαµηλές τιµές, αφήνουν ελάχιστα περιθώρια, ειδικά σε όσους αποφάσισαν να ρισκάρουν κατά την προηγούµενη σπορά. Οι παράγοντες αυτοί είναι που επιταχύνουν τους ρυθµούς εγκατάλειψης της υπαίθρου.