
Η εφαρµογή ή η εγκατάλειψη του στόχου αυτού, στη διάσταση του πολιτικού αφηγήµατος της ΕΕ, θα καθορίσει τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες µέχρι το 2027, έτος κατά το οποίο λήγει η θητεία του Γάλλου προέδρου που µόλις ανανεώθηκε, αλλά και την µετέπειτα πορεία του στα κοινά της Ευρώπης, την οποία αρκετοί πολιτικοί αναλυτές προεξοφλούν ως πρωταγωνιστική.
Αν και τα πεδία της στρατιωτικής και της ενεργειακής αυτονοµίας µονοπωλούν το ενδιαφέρον τους τελευταίους µήνες, η στρατηγική αυτονοµία είναι ένα τρίπτυχο το οποίο δεν µπορεί παρά να συµπληρώνεται και από την αγροτική – επισιτιστική αυτονοµία. Εδώ ο Μακρόν παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ µιας παραγωγικής στροφής της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής, έναντι της απλουστευτικής έννοιας της «βιωσιµότητας». Μάλιστα για αυτό µίλησε ανοιχτά λίγες εβδοµάδες πριν την ολοκλήρωση της εκλογικής αναµέτρησης της περασµένης Κυριακής 24 Απριλίου, διακηρύσσοντας µια «αγροτική ανεξαρτησία». «Η πολιτική Farm to Fork φτιάχτηκε σε έναν κόσµο πριν τον πόλεµο στην Ουκρανία και µπορεί να οδηγήσει σε µια µείωση της αγροτικής παραγωγής της τάξης του 13%» σχολιάζει σε προεκλογικές δηλώσεις του, αφήνοντας νύξεις ότι χρήζει αναπροσαρµογής στα σηµερινά δεδοµένα.
Οι δηλώσεις αυτές προϊδεάζουν για επερχόµενες αλλαγές στην αγροτική ατζέντα της Ευρώπης, που αξίζει να ιδωθούν σε συνάρτηση µε την γαλλική πρωτοβουλία για τόνωση της ενδοκοινοτικής παραγωγής φυτικών πρωτεϊνών και ζωοτροφών, αλλά και µε τις βλέψεις της ευρωπαϊκής αγοράς για συγκράτηση µεριδίων από το διεθνές εµπόριο σιτηρών που νοµοτελειακά περνούν κατά την τρέχουσα και την επερχόµενη περίοδο από τα λιµάνια της Γαλλίας και της Γερµανίας, εξαιτίας της κατάστασης στη Μαύρη Θάλασσα.
Η είδηση της επανεκλογής του Εµµανουέλ Μακρόν στο τιµόνι της γαλλικής προεδρίας, έγινε µε αποδεκτή µε ανακούφιση στα κέντρα εξουσίας της Ευρώπης και ιδίως σε Βρυξέλλες και Βερολίνο, κυρίως λόγω της εναλλακτικής της Λεπέν. Ωστόσο, τόσο η προσωπική φιλοδοξία του Γάλλου προέδρου για πρωταγωνιστικό ρόλο στα κοινά, όσο και η γαλλική κοινή γνώµη που εκτιµά -σύµφωνα µε το Politico- ότι ο ρόλος της χώρας δεν είναι αυτός που θα έπρεπε στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αναµένεται να ανατρέψουν τις πολιτικές ισορροπίες στην καρδιά της Ευρώπης. Όπως σχολιάζεται από αρκετούς, ήρθε η ώρα µιας πιο γαλλικής Ευρώπης, στον αντίποδα της γραµµής που διαµόρφωνε µέχρι πρόσφατα η Γερµανία.
Αν δηλαδή την τελευταία διετία, γινόταν λόγος για ένα εγχείρηµα µετάβασης της ισχύος από το Βερολίνο στο Παρίσι, προσεχώς αναµένεται η «µετακίνηση» αυτή να αξιολογηθεί, να τεσταριστεί έντονα από τους Ευρωπαίους εταίρους και εν τέλει να εδραιωθεί.
Σε µια τέτοια στροφή πάντως, οι ελληνικές θέσεις -εν προκειµένω στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής- φαίνεται ότι µάλλον ευνοούνται, κάτι που αποδεικνύουν και τα κοινά έγγραφα που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο των συµβουλίων των υπουργών Γεωργίας, τα οποία συνυπογράφουν Γαλλία και Ελλάδα. Άλλωστε, η γαλλική προσέγγιση της αγροτικής παραγωγής, µε τις προσπάθειες ατσάλωσης της Ευρώπης στις διεθνείς αγορές, την προστασία έναντι των ανταγωνιστικότερων εισαγωγών, αλλά ταυτόχρονα και η γεωγραφική θέση της Γαλλίας που την εντάσσει στο µπλοκ της Μεσογείου, γεννούν προσδοκίες για µια πιο συγκροτηµένη υιοθέτηση των εφαρµογών της Πράσινης Συµφωνίας.
Έγκριση του πρώτου µέτρου επιδότησης λιπασµάτων από την ΕΕ
Πρόγραµµα 836 εκατ. ευρώ ενέκρινε η Κοµισιόν στην Πολωνία, που προωθεί τα ποσά αυτά για την επιδότηση της αγοράς λιπασµάτων. Πρόκειται για το πρώτο πακέτο κρατικών ενισχύσεων που εγκρίνουν οι Βρυξέλλες έπειτα από την διαµόρφωση του ειδικού πλαισίου ενισχύσεων που αφορά στην αντιµετώπιση των επιπτώσεων της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανίας στην αγροτική παραγωγή. Το µέτρο θα είναι ανοιχτό σε αγρότες που δραστηριοποιούνται στην Πολωνία που επηρεάζονται από την αύξηση του κόστους των λιπασµάτων που προκαλείται από την τρέχουσα γεωπολιτική κρίση και τις σχετικές κυρώσεις.Προκειµένου να καλυφθεί µέρος της αύξησης του κόστους των λιπασµάτων, οι επιλέξιµοι δικαιούχοι θα δικαιούνται να λάβουν ενίσχυση έως 10,7 ευρώ (500 PLN) ανά στρέµµα στις εκτατικές καλλιέργειες και έως 5,35 ευρώ (250 PLN) ανά στρέµµα βοσκοτόπου. Η ενίσχυση θα περιοριστεί στο ποσό που αντιστοιχεί σε 500 στρέµµατα.