
«Ο κάθε κρητικός χοντροχοχλιός γεννά από ένα έως 180 αυγά, τέσσερις φορές τον χρόνο, από τον Σεπτέμβρη έως τον Φλεβάρη. Στην περίοδο της αναπαραγωγής του απαγορεύεται η συλλογή σαλιγκαριών - και επειδή μυρίζουν και δεν είναι νόστιμοι, αλλά και επειδή δεν τον αφήνουν ορισμένοι ανεύθυνοι να διαιωνίσει το είδος του. Η καλύτερη περίοδος για τη συλλογή σαλιγκαριών, είναι από τον Μάρτη μέχρι και το καλοκαίρι. Αυτή είναι καλή περίοδος να μαζέψεις σαλιγκάρια σηκώνοντας πέτρες, σε σκιερά μέρη στα βουνά της Κρήτης. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί που μαζεύουν όλο τον χρόνο σαλιγκάρια, ακόμα και την περίοδο της αναπαραγωγής τους. Πάρα πολλά σαλιγκάρια εξάγονται από την Κρήτη σε διάφορες χώρες. Μεγάλη ζήτηση υπάρχει για κρητικούς χοχλιούς από εταιρείες μεταποίησης και εξαγωγής σαλιγκαριών, αλλά και από βιομηχανίες καλλυντικών», σημειώνει ο Γιάννης Σταυρακάκης από τον Πρινιά Μονοφατσίου Ηρακλείου.
Πολλά είναι τα είδη σαλιγκαριών που ζητούν οι αγορές, εκτός από τον παραδοσιακό κρητικό χοντροχοχλιό. Στην Κρήτη οι πιο γνωστοί είναι οι πολύ μικροί λευκού χρώματος, οι λιανοχοχλιοί, οι χονδροχοχλιοί, οι παπαδούλες και οι Μπαρμπαρέσοι.
«Οι Μπαρμπαρέσοι είναι ένα πεντανόστιμο είδος που το βρίσκουμε σε πολύ μικρούς πληθυσμούς, στην παραλιακή ζώνη της κεντρικής νότιας Κρήτης, κυρίως στα νότια του Νομού Ηρακλείου, ψάχνοντας σε κάποια σημεία κάτω από θάμνους γιατί κρύβονται μέσα στο χώμα. Λέγεται ότι στη νότια Κρήτη τους έφεραν και τους άφησαν οι πειρατές. Είναι ένας σπάνιος πάρα πολύ νόστιμος χοχλιός, ο οποίος όμως θα πρέπει να τρώγεται γρήγορα», εξήγησε ο κ. Γιάννης Σταυρακάκης.
Το είδος του κρητικού χοχλιού (Helix aspersa) είναι ιθαγενές στη μεσογειακή περιοχή, από τη βορειοδυτική Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Μικρά Ασία ανατολικά και τα βρετανικά νησιά. Περιλαμβάνει ένα σύνολο από βορειοαφρικανικές ενδημικές μορφές και υποείδη, που περιγράφηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα με βάση τα χαρακτηριστικά του κελύφους. Το σαλιγκάρι αυτό πολλοί το προτιμούν για τη νοστιμιά του και γι' αυτό δεσπόζει στην αγορά. Είναι γνωστό στην Κρήτη περισσότερο ως χοχλιός. Μεταφέρθηκε από τη μεσογειακή περιοχή απ' όπου κατάγεται, με απολιθώματα από το ανώτερο πλειόκαινο στη Β. Αφρική, και στη Ν. Γαλλία, την Ισπανία και την Κορσική, δείχνουν κατανομή του και στη δυτική Μεσόγειο.
Το Helix αspersa έφθασε στα βρετανικά νησιά με τους Κέλτες πολύ πριν από τους Ρωμαίους, ενώ σε πολλές περιοχές της Ευρώπης διαδόθηκε από τους τελευταίους. Η εξάπλωσή του συνέβη κατά τη διάρκεια των σύγχρονων χρόνων, μέσω της μεταφοράς φρούτων και λαχανικών. Πιο πρόσφατα, πάλι από τον άνθρωπο, βρέθηκε σε πολλές εύκρατες και τροπικές περιοχές (πχ. Κ. Ευρώπη, Α. Ασία, Ν. Αφρική, Μεξικό, Ν. Αμερική, Ωκεανία). Το συγκεκριμένο είδος είναι ερμαφρόδιτο και υποχρεωτικά ετερογονιμοποιούμενο. Από το 1859 έχει φτάσει και στην περιοχή της Καλιφόρνιας και από εκεί σε άλλες δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ. Επειδή η μεταφορά του γίνεται πολύ εύκολα (άμεσα ή έμμεσα) από τον άνθρωπο, σήμερα πλέον απαντάται σε όλες τις ηπείρους.
Σε βάρος μπορεί να υπερβεί τα 15 γραμμάρια. Είναι το πιο κοινό είδος σαλιγκαριού στη νότια Ελλάδα. Υπάρχει στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων και της ∆ωδεκανήσου. Έχει διαστάσεις 25–40mm σε διάμετρο και 25–35 mm ύψος. Εμπορικά αποκαλείται στην Ελλάδα κρητικός κοχλιός. Το είδος αυτό χρησιμοποιείται κατά κανόνα στη μεταπρατική βιομηχανία σαλιγκαριών. Συναντάται σε βουνά με πλούσια βλάστηση και οροπέδια, μέχρι 2.000 μέτρα, αλλά και σε χαμηλά υψόμετρα σε κήπους. Είναι πολύ διαδεδομένο κυρίως στην κεντρική και νότια Ελλάδα, την Πελοπόννησο. Απαντάται κυρίως στην πεδιάδα, ενώ προτιμά μικροπεριβάλλοντα με υγρασία, όπως κήπους, θάμνους, κούτσουρα, βράχους, καθώς και αμμώδη εδάφη.
Πηγή: neakriti.gr