α. εθνικές γαίες ή εθνικά κτήµατα,
β. µεγάλες ιδιοκτησίες (τσιφλίκια)
γ. εκκλησιαστικά κτήµατα (πρώην βακούφια).
Το κυρίαρχο αίτηµα του αγροτικού πληθυσµού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ήταν η διανοµή της γης. Ο νόµος της 7ης Μαΐου του 1822 καθόριζε αµοιβή σε κάθε στρατιώτη ένα στρέµµα γης για κάθε µήνα υπηρεσίας του. Η υπόσχεση αυτή επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα, όταν η επανάσταση κινδύνευε από τον Ιµπραήµ και διατυπώθηκε µε το ψήφισµα της 5ης Μαΐου 1827.
Η Εθνοσυνέλευση όµως της Επιδαύρου του 1822 ανακήρυξε τα εγκαταλειµµένα από τους Τούρκους κτήµατα «εθνικά». Ήταν ένας τρόπος παράκαµψης των πιέσεων, τόσο από τους αστούς γαιοκτήµονες, οι οποίοι ήθελαν να τα οικειοποιηθούν όσο και από το λαό, προκειµένου να µοιραστούν στους ακτήµονες.
Αυτή η εξέλιξη στην ουσία παραµέριζε τους αγροτικούς πληθυσµούς, δηλαδή τους καλλιεργητές, από την απόκτηση γης. Ίσως γιατί η πολιτική ηγεσία αναζητούσε τρόπους για την αύξηση των δηµόσιων εσόδων, την αποζηµίωση των ξένων στρατιωτικών τµηµάτων και την εξασφάλιση δανείων από το εξωτερικό µε υποθήκευση της γης.
Την επαύριο της Επανάστασης, το ελληνικό κράτος κατείχε το 35% της γεωργικής γης. Τις γαίες αυτές ενοικίαζε στους καλλιεργητές, από τους οποίους αξίωνε το 10% της παραγωγής (δεκάτη), την κυριότερη µορφή αγροτικής φορολογίας, η οποία ίσχυε και επί Τουρκοκρατίας. Επιπρόσθετα όµως επέβαλε και νέο φόρο 15% επί του ακαθάριστου προϊόντος, ως ενοίκιο από τον καλλιεργητή.
Έτσι λοιπόν, οι αγρότες την εποµένη της ανεξαρτησίας βρέθηκαν σε δύσκολη οικονοµική κατάσταση, αφού ήταν υποχρεωµένοι να καταβάλουν το 25% του προϊόντος τους και συµπιέζονταν ιδιαίτερα, τόσο από το ίδιο το κράτος όσο και από τους υπαλλήλους του, οι οποίοι αναλάµβαναν να συγκεντρώσουν τους φόρους. Αυτό είναι το λεγόµενο «αγροτικό πρόβληµα».
*Εκδότης-Διευθυντής εφημερίδα Agrenda