Μια τελευταία εµπεριστατωµένη µελέτη του θέµατος από τον Ελληνικό Σύνδεσµο Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ) κάνει λόγο για αύξηση του κόστους παραγωγής που µπορεί και να υπερβαίνει το 250% για την βαµβακοκαλλιέργεια, το 300% για την αµπελουργία, το 40% για την ελαιοκοµία και το 60% για την καλλιέργεια ροδάκινων. Σύµφωνα µε την εν λόγω µελέτη επιπτώσεων, σε περίπτωση πλήρους εφαρµογής του νέου πλαισίου, βάσει των εξαγγελιών, αναµένεται να «σβηστούν» από την αγροτική οικονοµία της Ελλάδας περί τα 1,7 δισ. ευρώ.
Το µεγαλύτερο πρόβληµα εντοπίζεται στον τοµέα της φυτοπροστασίας. Σίγουρα, πολλά φυτοπροστατευτικά προϊόντα που χρησιµοποιούνται σήµερα στην αγροτική παραγωγή θα σταµατήσουν να είναι διαθέσιµα.
Στο βαµβάκι για παράδειγµα, η αύξηση του κόστους παραγωγής µε βάση τις εκτιµήσεις των ειδικών υπολογίζεται σε 250% κι αυτό γιατί, πέραν των άλλων προβλέπεται µια µείωση των αποδόσεων της τάξεως του 30%, λόγω ελλείψεων στον τοµέα της φυτοπροστασίας και ειδικότερα στη ζιζανιοκτονία.
Αντίστοιχα στην ελιά προβλέπεται µείωση της παραγωγής κατά 50%, στα ροδάκινα άνω του 60%, στο σκληρό σιτάρι τουλάχιστον 10% και στο αµπέλι, τόσο που η ακαθάριστη πρόσοδος µπορεί να περιορισθεί κατά 30%, ήτοι 300% αύξηση κόστους παραγωγής. Τέλος, σοβαρή µείωση της τάξεως του 44% υπολογίζεται στις καλλιέργειες υπαίθριων κηπευτικών και ειδικότερα ντοµάτας και αγγουριού.
Αν υπάρχει µια απάντηση σε όλα αυτά, τότε αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην ψηφιακή τεχνολογία. Με απλά λόγια στην αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων άντλησης της πληροφορίας και την απόλυτα εξειδικευµένη επέµβαση για την αντιµετώπιση του αίτιου που επηρεάζει την υγεία και εξέλιξη του φυτού. Είναι αυτό το οποίο λανσάρεται από πολλές πλευρές µε το γνωστό σλόγκαν «περισσότερα µε λιγότερα».
Βέβαια, αυτές τις τρεις λέξεις, όσο εύκολα τις λες τόσο δύσκολο είναι να τις κάνεις πράξη. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι σήµερα οι λύσεις υπάρχουν. ∆ηλαδή είναι διαθέσιµες κι αυτό το οποίο καθυστερεί, είναι η ενσωµάτωσή τους στην αγροτική παραγωγή. Το τελετυαίο έχει να κάνει βέβαια µε τη γνώση, την εκπαίδευση και την εξοικείωση, συναρτάται όµως και µε τις αντικειµενικές οικονοµικές δυνατότητες των αγροτικών εκµεταλλεύσεων στη χώρα, όπως και µε το χρηµατοδοτικό περιβάλλον το οποίο θα µπορούσε να συµβάλει στην επιτάχυνση της επένδυσης στο συγκεκριµένο τοµέα. Μ’ αυτή την έννοια, το επόµενο διάστηµα και ειδικά ο επόµενος χρόνος, αναµένεται να αποδειχθεί καταλυτικός για την διάχυση της ψηφιακής τεχνολογίας και την αναµόρφωση των δοµών των αγροτικών εκµεταλλεύσεων. Και µόνο τα χρηµατοδοτικά προγράµµατα που αναµένεται να τρέξουν προς αυτή την κατεύθυνση αλλάζουν θεαµατικά το όλο περιβάλλον.