
Με το νόμο ενάντια στις αξίες του θεσμού, μπορεί να κερδηθεί το στοίχημα των συνεταιρισμών;
Αναφέρουμε ανωτέρω τους νομοθετούντες, διότι ο ισχύων συνεταιριστικός νόμος για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, ο οποίος ευτυχώς, καταψηφίστηκε από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κινείται, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, κατά τρόπο προκλητικό, αντίθετα προς τις αρχές και τις αξίες του θεσμού. Και βεβαίως δεν αποτελεί δικαιολογία, η απάντηση, που έδωσε ο αρμόδιος Υπουργός στην Βουλή, δεχόμενος σκληρή κρητική για το νέο νομοθέτημα, που εισηγείτο, ότι ο νόμος αυτός εκφράζει τις απόψεις της ηγεσίας του συνεταιριστικού κινήματος της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, είναι αδύνατο να πιστέψουμε, ότι Συνεταιριστές εισηγήθηκαν την θέσπιση των διατάξεων αυτών, μεταξύ των οποίων και την διάταξη του άρθρου 33 παρ. 5 του νόμου, σύμφωνα με το οποίο, η συνεταιριστική περιουσία, που απομένει μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως διανέμεται στα τελευταία μέλη. Η διάταξη αυτή, όσο γνωρίζουμε, έχει δημιουργήσει θλίψη, στους γνήσιους υπερασπιστές του Θεσμού, αγρότες και μη.
Καλόπιστα, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι υπήρξε σύγχυση στην ανταλλαγή απόψεων, εάν ισχύουν οι ισχυρισμοί του κ. Υπουργού.
Στην ίδια κατηγορία με το άνω άρθρο 33 παρ. 5 , θα πρέπει να βάλουμε, και την διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου 38 του νόμου, ο οποίος επιλέγει κεφαλαιοκρατικά κριτήρια, για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης και ελέγχου της συνεταιριστικής εκπροσώπησης, των αγροτικών συνεταιρισμών, αγνοώντας ότι, επιτυχής συνεταιρισμός είναι ο συνεταιρισμός, ο οποίος εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική ικανοποίηση των μελών του, δημιουργώντας μεγάλα αποθεματικά κεφάλαια, προς όφελος των μελών του και των κοινοτήτων μέσα στις οποίες διαβιώνουν τα μέλη του.
Ουδείς εμποδίζει τους αγρότες σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, να ιδρύσουν ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Όμως, με την επιλογή τους αυτή, δεν θα έχουν τα τεράστια πλεονεκτήματα του Συνεταιρισμού, όπως παγκοσμίως έχει αποδειχθεί και ειδικά τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, που οι Συνεταιρισμοί απέδειξαν την αντοχή τους, έναντι των κερδοσκοπικών κεφαλαιουχικών εταιρειών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Έκθεση του κ. Αντόνιο Γκουτέρες, είναι εξαιρετικά επίκαιρη.
Ο κ. Γ. Γραμματέας αναφέρει ότι, βασικός παράγοντας για την επιτυχία των συνεταιρισμών είναι η θέσπιση ενός ισχυρού, υποστηρικτικού νομικού και κανονιστικού πλαισίου από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους νομοθέτες, ώστε να διασφαλίσουν ότι, τα ειδικά χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού επιχειρηματικού μοντέλου είναι ενσωματωμένα στην νομοθεσία. Οι ακόλουθοι τέσσερις τομείς είναι ιδιαίτερα σημαντικοί: (α) ο ρόλος της ταυτότητας εντός των συνεταιρισμών, ο οποίος απαιτεί ίση μεταχείριση των συνεταιρισμών ως επιχειρήσεων σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου γενικά , ενώ ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η μοναδική ταυτότητά του, η οποία διαφέρει από τις εταιρείες, που έχουν στο επίκεντρό τους το κέρδος β) ο ρόλος της δημοκρατίας μεταξύ των συνεταιρισμών, με κάθε μέλος να έχει το ίδιο δικαίωμα λόγου στον τρόπο λειτουργίας του συνεταιρισμού, χωρίς αδικαιολόγητη εξωτερική παρέμβαση γ) ο κρίσιμος ρόλος των κυβερνήσεων στη διευκόλυνση της μεταφοράς (ερμηνείας και μεταφοράς) των συνεταιριστικών αρχών σε νομικούς κανόνες, καθώς, παρόλο που η μεταφορά τους αυτή (ερμηνεία και μεταφορά) αναγνωρίζεται ως μια πρόκληση, η συμμετοχή και η συνεργασία των κυβερνήσεων εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό παράγοντα, για την εδραίωση της μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας και επέκτασης των συνεταιρισμών στο μέλλον και δ) ο ρόλος των Οργανώσεων που εκπροσωπούν τους συνεταιρισμούς, όπως η Διεθνής Συνεταιριστική Συμμαχία σε διεθνές επίπεδο και οι Εθνικές Κορυφαίες Οργανώσεις Συνεταιρισμών , ως βασικών συνομιλητών μεταξύ Συνεταιρισμών και Κυβερνήσεων.
Η συνεταιριστική ταυτότητα, ευθυγραμμισμένη με τους στόχους της ΑΤΖΕΝΤΑΣ 2030 για την βιώσιμη ανάπτυξη, απαιτεί διαφοροποίηση των συνεταιρισμών από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες. Οι συνεταιρισμοί τηρούν τη Δήλωση της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας για τη συνεταιριστική ταυτότητα, η οποία θα πρέπει να καθοδηγεί τη θέσπιση νόμων για τους συνεταιρισμούς.
Στο σημείο αυτό της επισήμανσης του κ. Γ. Γραμματέα, υποχρεούμεθα να υπενθυμίσουμε ότι, αντίθετα προς τους προγενέστερους εθνικούς συνεταιριστικούς μας νόμους , από το έτος 2000 και μετά, ο νέος νόμος (4673/2020) αλλοιώνει τον διεθνώς αποδεκτό ορισμό της έννοιας του συνεταιρισμού, παραπέμποντας μάλιστα την συμπλήρωση, στα κενά που θα δημιουργήσει η εφαρμογή του νόμου, στην νομοθεσία για τις ανώνυμες εμπορικές εταιρείες.
Περαιτέρω στην έκθεση τονίζεται ότι, η ανθεκτικότητα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, που αποδείχθηκε μέσα από πολλές κρίσεις, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των αρχών τους για αλληλεγγύη και φροντίδα για την κοινότητα, που τις κάνουν διαφορετικές από τις εταιρείες με επίκεντρο το κέρδος.
Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι σημαντικοί μοχλοί βιώσιμης ανάπτυξης και πολλοί από τους μεγάλους συνεταιρισμούς αναφέρουν συγκεκριμένα τις ενέργειες, που έχουν αναληφθεί για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης. Ένας τέτοιος συνεταιρισμός είναι η RABOBANK, η ολλανδική τράπεζα που είναι ο έκτος μεγαλύτερος συνεταιρισμός χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στον κόσμο. Η τράπεζα έχει ενσωματώσει συνεισφορές που αποσκοπούν στην επίτευξη των στόχων του στρατηγικού της σχεδιασμού, και μερικές από τις συγκεκριμένες ενέργειες, που έχει αναλάβει, περιλαμβάνουν χρηματοδότηση και επενδύσεις στην βιώσιμη παραγωγή ενέργειας, στην αύξηση του αριθμού των προϊόντων, που συνδέονται με τη βιωσιμότητα, στην χρηματοδότηση βιώσιμων λύσεων στέγασης, στην δημιουργία βασικών συμπράξεων, για την υποστήριξη της βιώσιμης γεωργίας σε μεγάλη κλίμακα και τη δημιουργία ενός Συμβουλευτικού Οργάνου, προκειμένου να συμβουλεύει τους πελάτες της σχετικά με τη χρήση περισσότερο βιώσιμων μεθόδων παραγωγής.
Η συνεταιριστική αρχή, που αναφέρεται στο ενδιαφέρον για την κοινότητα, αντικατοπτρίζει τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ευθύνης ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας νόμιμα καταχωρισμένης συνεταιριστικής επιχείρησης. Ένα παράδειγμα είναι η πρακτική της δημιουργίας αδιαίρετων αποθεματικών κεφαλαίων, που αποσκοπούν κυρίως στη διασφάλιση του μακροπρόθεσμου και διαγενεακού χαρακτήρα των συνεταιρισμών. Αυτή είναι, σε πολλές χώρες, μια νομικά εκτελεστή πράξη αλληλεγγύης. Κεντρική πτυχή της βιώσιμης ανάπτυξης είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η αναγέννηση της οποίας μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσω του δημοκρατικού ελέγχου επί των αποφάσεων σχετικά με το τι και πώς θα παραχθεί και πώς θα διανεμηθεί ο παραγόμενος πλούτος. Αυτός ο μηχανισμός είναι μοναδικός για τους συνεταιρισμούς, καθώς ο ορισμός των συνεταιρισμών απαιτεί «δημοκρατικό έλεγχο» τέτοιων επιχειρήσεων.
Η ρύθμιση αυτού του μοναδικού χαρακτηριστικού των συνεταιρισμών αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης ικανοποιητικού επιπέδου ευαισθητοποίησης μεταξύ του κοινού, καθώς και μεταξύ των δημόσιων αρχών, σχετικά με τη συμβολή των συνεταιρισμών στη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αφορούν ιδίως στην εφαρμογή των νομικών κανόνων, που απορρέουν από την έβδομη αρχή της δήλωσης για τη συνεταιριστική ταυτότητα, που είναι στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον και η ανησυχία για την κοινότητα και τη λειτουργικότητα των συνεταιριστικών αξιών της κοινωνικής ευθύνης και της αλληλεγγύης, έννοιες που έχουν αποκτήσει «νομικό» νόημα μέσω των πρόσφατων εξελίξεων στην νομοθεσία.
Κατά τη ρύθμιση της συμμετοχής, οι νομοθέτες θα αντιμετωπίσουν δύο μεγάλα ζητήματα: την εκ νέου νοηματοδότηση της συμμετοχής στους σύγχρονους συνεταιρισμούς και προβλήματα που σχετίζονται με τη μετάφραση του ορισμού και των αρχών του συνεταιρισμού σε νομικούς κανόνες που σέβονται τη νομική έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο αυτοπροσδιορισμός, η ποικιλία των επιχειρήσεων και η αναγνώριση της νομικής έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και ο κεντρικός ρόλος των συνεταιρισμών στη βιώσιμη ανάπτυξη, δικαιολογούν την «σμίλευση» του προφίλ των συνεταιρισμών μέσω της νομοθεσίας και της πολιτικής. Αυτό απαιτεί μεγαλύτερο σεβασμό στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των συνεταιρισμών, σε σύγκριση με άλλες μορφές επιχειρήσεων. Ένα βελτιωμένο προφίλ, εκτός από την παροχή σαφήνειας για τους επιχειρηματικούς εταίρους, συμβάλλει επίσης στην εφαρμογή πολιτικών προώθησης και επαρκούς εφαρμογής των νόμων, όπως η φορολογική νομοθεσία και η εργατική νομοθεσία, για τους συνεταιρισμούς, σεβόμενοι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Απαιτείται συνεχής εφαρμογή από όλους τους παράγοντες, και ιδίως τους συνεταιρισμούς και τις κυβερνήσεις, των Συστάσεων και των Κατευθυντήριων Οδηγιών της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας για τη συνεταιριστική ταυτότητα καθώς και της Σύστασης 193 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του ΟΗΕ. Οι σχετικές ενέργειες θα υποστηρίξουν τους συνεταιρισμούς σε όλες τις χώρες, ώστε να συμβάλουν αποτελεσματικά στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και στην ατζέντα 2030 για βιώσιμη ανάπτυξη.[1]
Η ανάκαμψη από την πανδημία του COVID-19 θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της δημόσιας χάραξης πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Αν και οι οικονομίες ορισμένων χωρών έχουν ήδη επανέλθει στην ανάπτυξη, οι προοπτικές ανάπτυξης για πολλές άλλες παραμένουν εύθραυστες και αβέβαιες. Η «άνιση ανάκαμψη», ιδιαίτερα στη Νότια Ασία, την Υποσαχάρια Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, αντικατοπτρίζει μια συνεχή πρόκληση, που εμποδίζει την προσπάθεια ενίσχυσης των παγκόσμιων προοπτικών ανάκαμψης. Προκειμένου να αναπτυχθεί καλύτερα και να επιτευχθεί η Ατζέντα 2030 και οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης, απαιτείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στην εποχή μετά τον COVID-19. Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο εμπλέκει τις κυβερνήσεις, τους ανθρώπους, την κοινωνία των πολιτών, τις επιχειρήσεις και άλλους εμπλεκόμενους φορείς στη δημιουργία μιας πιο περιεκτικής, ισότιμης, ανθεκτικής και βιώσιμης κοινωνίας με κοινωνική προστασία για όλους. Οι συνεταιρισμοί πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο του νέου κοινωνικού συμβολαίου αφού θέτουν τους ανθρώπους και όχι το κέρδος, στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους.
Το Διεθνές Έτος Συνεταιρισμών πέτυχε πολλούς από τους στόχους του σχετικά με την προσέλκυση μεγαλύτερης προσοχής στη μορφή της συνεταιριστικής επιχείρησης. Τα κράτη μέλη συνεχίζουν να μοιράζονται τα διδάγματα, που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Έτους, τα οποία θα ενισχύσουν τη συμβολή των συνεταιρισμών στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι παραπάνω αναφορές του κ. Γενικού Γραμματέα, τις οποίες επιγραμματικά επιλέξαμε, θέτουν το απλό και αυτονόητο ερώτημα : Ποιος είναι ο λόγος, που ένας νέος συνεταιριστικός νόμος, ουδέν διδάχθηκε από τα Θέματα και τα Συμπεράσματα που υιοθέτησε το Διεθνές Έτος για τους Συνεταιρισμούς σχετικά με την συνεταιριστική ταυτότητα, απόρροια της οποίας αποτελούν τα επιτεύγματα του θεσμού διεθνώς; Και με αυτό το προηγούμενο αλλά και την προγενέστερη εθνική νομοθεσία (ν.2810/2000), πώς ο νόμος κινήθηκε ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση;
Άποψή μας είναι και παραμένει ότι, η στρεβλή λειτουργία των αγροτικών συνεταιρισμών στην χώρα μας, οφείλεται στην εγκληματική εγκατάλειψη της συνεταιριστικής εκπαίδευσης, τόσο από τις συνεταιριστικές ηγεσίες, όσο και ακόμη και από τις πρόσφατες συνειδητές πολιτικές επιλογές. Η έλλειψη αυτή, οδηγεί σήμερα πολλούς φιλόδοξους συνεταιριστές να μη είναι σε θέση να αντιληφθούν την κεφαλαιώδη διαφορά της συνεταιριστικής επιχείρησης από την κεφαλαιουχική επιχείρηση, διότι αν αυτό δεν συμβαίνει, πως διοικούν τις συνεταιριστικές τους επιχειρήσεις με όρους ανώνυμης εταιρείας; Και πως δεν ζητούν επιμόνως την αλλαγή ενός νόμου ,που παραπέμπει στην εφαρμογή διατάξεων των ανωνύμων εταιρειών;
Και επειδή οι ‘Άγγλοι φίλοι μας λένε ότι, είναι καλλίτερα να χάσεις την ζωή παρά την ελπίδα, ας ελπίσουμε ότι στη χώρα μας το στοίχημα της υλοποίησης του άρθρου 38 του ν.4673/2020, θα κερδηθεί, με πρώτο στόχο την τροποποίηση του συγκεκριμένου αυτού άρθρου αλλά και του νομοθετήματος ολόκληρου.
[1] Αντόνιο Γκουτέρες, ΓΓ ΟΗΕ: Το 2015 , οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Οι στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι το μονοπάτι που μας οδηγεί σε ένα κόσμο δικαιότερο, πιο ειρηνικό και ευημερούντα, και σε έναν υγιή πλανήτη. Είναι επίσης μια πρόσκληση για αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο καθήκον από το να επενδύσουμε στην ευημερία των νέων. Είμαι αποφασισμένος να διασφαλίσω πως ένας αποτελεσματικός και μεταρρυθμισμένος ΟΗΕ θα καταφέρει να επιτρέψει στους ανθρώπους παντού, του σήμερα και του αύριο, να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους και να υλοποιήσουν τις προσδοκίες τους.