Έτσι εκεί που σε κάθε γωνία υπήρχε µια από τις λεγόµενες ΕΛ∆Ε (χρηµατιστηριακοί σύµβουλοι), άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα γνωστά ΚΥ∆ (Κέντρα Υποδοχής ∆ηλώσεων), όπως και µια σειρά από παράπλευρες εταιρείες µελετητών και αγροτικών συµβούλων. Προέκυψε µια νέα ανάγκη των καιρών, µε όλους αυτούς να σιτίζονται από κοινοτικές ενισχύσεις που προορισµό έχουν τους αγρότες. Συχνά µάλιστα, το κόστος αυτών των «υπηρεσιών» βαρύνει ευθέως τους ασκούντες αγροτική δραστηριότητα, χωρίς δηλαδή η δαπάνη να συνιστά µέρος της ενίσχυσης.
Η τελευταία δηµόσια συζήτηση, αναφορικά µε την «ταρίφα» που έχουν επιβάλει τα ΚΥ∆ και γενικότερα οι αγροτικοί σύµβουλοι στο νέο καθεστώς των λεγόµενων eco-schemes (Οικοσχήµατα) είναι ενδεικτική της… όρεξης που έχει ανοίξει και καθιστά πλέον τους εν λόγω υποστηρικτικούς µηχανισµούς «συνεταίρους» των αγροτών.
Πιο συγκεκριµένα, όπως έχει επισηµάνει εδώ και µήνες η Agrenda, ενώ τελευταία υπέπεσε στην αντίληψη και της ΕΘΕΑΣ (Εθνική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισµών), τα κλικς στις δηλώσεις ΟΣ∆Ε για τα λεγόµενα οικοσχήµατα τιµολογούνται µε ένα ποσοστό το οποίο προσεγγίζει το 10%.
Αυτό σηµαίνει ότι για ένα κονδύλι της τάξεως των 425 εκατ. ευρώ περίπου που προορίζεται για τις ενισχύσεις των αγροτών από τα γνωστά πλέον οικοσχήµατα, οι σύµβουλοι και οι παρασύµβουλοι διεκδικούν τουλάχιστον 40 εκατ. ευρώ. Σε ορισµένες περιπτώσεις, µάλιστα (εξατοµικευµένα), η σχετική δαπάνη γίνεται απαιτητή προκαταβολικά.
Η άτυπη απάντηση των εκπροσώπων των ΚΥ∆ επί του θέµατος, παραπέµπει στη γραφειοκρατία που βγάζουν τα οικοσχήµατα και τις εργατοώρες που απαιτούνται, ώστε το κόστος να µετακυλίεται στους αγρότες.
Αν όµως για µια µικρή σχετικά ενίσχυση, όπως είναι το «νέο πρασίνισµα» που µέχρι πριν από έναν χρόνο οι αγρότες την εισέπρατταν αυξηµένη (σε σχέση µε τα eco-schemes), έξι µήνες νωρίτερα και χωρίς κανένα κόστος, τώρα πληρώνουν αδρά, προκαταβάλοντας µάλιστα ώς και το 10% αυτής, που µπορεί να πάει η δουλειά;
Τα eco-schemes είναι απλά ένα πρόσφατο παράδειγµα. Γιατί, από το 2003 που εφαρµόζεται το καθεστώς των δικαιωµάτων, οι διαρροές πόρων προς τους εκάστοτε διαµεσολαβητές είναι τεράστιο. Θα µπορούσε να προσελκύσει στο αγροτικό επάγγελµα κάποιες γενιές νέων αγροτών µε προσφορά υψηλής αξίας παραγωγή, αντί να στηρίζει κατ’ επίφαση υπηρεσίες