BACK TO
TOP
Γνώμες

Νομολογία Δικαστηρίων για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς

Ο Άρειος Πάγος με την 1000/2023 απόφασή του, δέχθηκε ότι το νομικό πρόσωπο του αγροτικού συνεταιρισμού ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν και εν προκειμένω του Διοικητικού Συμβουλίου (κατα κανόνα) με την προϋπόθεση ότι η πράξη ή η παράλειψη έγινε αφενός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και αφετέρου η πράξη ή η παράλειψη, δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης.

mitropoulou_anna_4

Άννα Μητροπούλου

49
0

Το  υπαίτιο  πρόσωπο, δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία συναίνεσαν στην πράξη ή την παράλειψη αυτή,   ευθύνονται  επιπλέον εις  ολόκληρον.  Δηλαδή  το Δικαστήριο  δέχθηκε την εφαρμογή του άρθρου 71 του Αστικού Κώδικα στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Αυτό σημαίνει ότι το πταίσμα του οργάνου (Δ.Σ) ανάγεται σε αναγκαία προϋπόθεση, για την στοιχειοθέτηση της ατομικής ευθύνης. Διατηρούμε μια επιφύλαξη, ως προς την δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 71ΑΚ, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι διέπονται από ειδικό νόμο, παρά  την ειδική παραπομπή που κάνει ο ειδικός νόμος στην εφαρμογή του Α.Κ, σε περίπτωση όμως ύπαρξης κενού. Επί του θέματος αυτού, θα επανέλθουμε αργότερα.

Παρατίθεται η απόφαση του Δικαστηρίου :

Αριθμός 1000/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Εισηγήτρια, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Μαΐου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) συνεταιρισμού με την επωνυμία «Δ. Σ. Ε. «Μ. και τον διακριτικό τίτλο «Δ. «Μ., που εδρεύει στο Μ. Τ.ν και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δασικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "Ε. Α. Δ. Σ. Δ. Μ.", 2) Π. Π. του Χ., 3) Β. Μ. του Κ., 4) Γ. Μ. του Θ. και 5) Δ. Γ. του Ι., απάντων κατοίκων Μ. Τ.. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Τσιρογιάννη.

Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Κ., κατοίκου Μ.. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Μπουκουβάλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 225/2019 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-11-2020 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.2810/2000 περί των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων", όπως τούτο είχε συμπληρωθεί με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.3147/2003 (αργότερα δε αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ.2 του Ν.4015/2011 ), στις διατάξεις του οποίου (νόμου) υπάγονταν και οι Αγροτικοί Δασικοί συνεταιρισμοί, και όπως ο ανωτέρω νόμος ίσχυε κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, πριν την κατάργηση αυτού με το άρθρο 50 του ν. 4384/2016, την αντικατάστασή του με το ν. 4673/2020 και την υπαγωγή των Δασικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων στο ν.4423/2016, ορίζονται τα ακόλουθα: "παρ.1 Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός (ΑΣ) είναι αυτόνομη ένωση προσώπων, η οποία συγκροτείται εθελοντικά και επιδιώκει, με την αμοιβαία βοήθεια των μελών της, την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική ανάπτυξη και προαγωγή τους, μέσω μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης. Ως ΑΣ θεωρούνται και οι αλιευτικοί, κτηνοτροφικοί, πτηνοτροφικοί, μελισσοκομικοί, σηροτροφικοί, αγροτουριστικοί, αγροβιοτεχνικοί, οικοτεχνικοί και άλλοι συνεταιρισμοί, οποιουδήποτε κλάδου ή δραστηριότητας της αγροτικής οικονομίας. 2. Οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί (ΑΣ) οφείλουν να ανταποκρίνονται στις παρακάτω βασικές αρχές ως προς την εσωτερική οργάνωση και τη γενικότερη λειτουργία τους: α) Την εθελοντική συμμετοχή των αγροτών - φυσικών προσώπων, οι οποίοι καθίστανται Μέλη του οικείου ΑΣ. β) Τη δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία, η οποία απαραιτήτως προϋποθέτει την άμεση εκλογή όλων ανεξαιρέτως των οργάνων διοίκησης, χωρίς περιορισμούς ή αποκλεισμούς, ενώ η αξιοπιστία και το κύρος των εκλογικών αρχαιρεσιών επιβλέπεται υποχρεωτικά από αρμόδιο δικαστικό λειτουργό. Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο των ΑΣ πρέπει να εκλέγεται άμεσα από τα Μέλη - φυσικά πρόσωπα του κάθε συνεταιρισμού. γ) Ποσοστό διάθεσης τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων που παράγουν τα Μέλη του και διακινεί ο οικείος ΑΣ. δ) Την οικονομική βιωσιμότητα, ανάπτυξη και αξιοπιστία, η διαπίστωση των οποίων τεκμηριώνεται με βάση τα οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία του κάθε ΑΣ. ε) Την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων νόμιμης λειτουργίας του ΑΣ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Οι ΑΣ είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και έχουν εμπορική ιδιότητα. Αναπτύσσουν κάθε είδους δραστηριότητα για την επίτευξη των σκοπών τους στο πλαίσιο του νόμου και του καταστατικού τους. 4. Για την εκπλήρωση των σκοπών τους, οι ΑΣ μπορεί να ιδρύουν υποκαταστήματα, παραρτήματα ή γραφεία στο εσωτερικό και το εξωτερικό, να συνιστούν νομικά πρόσωπα, να συμπράττουν σε κοινές επιχειρήσεις, με καταναλωτικούς η άλλους συνεταιρισμούς, νομικά πρόσωπα του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, με κοινωφελείς οργανισμούς, με επιχειρήσεις οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), με συνεταιριστικές οργανώσεις άλλων χωρών και με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στα πλαίσια της διακρατικής ή και διεπαγγελματικής συνεργασίας. 5. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Εμπορικού Δικαίου και του Αστικού Κώδικα.". Κατά δε το άρθρο 14 του ίδιου ως άνω νόμου "παρ. 1. Το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) εκλέγεται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τα φυσικά πρόσωπα που είναι Μέλη του ΑΣ. Ο αριθμός των μελών του ορίζεται από το καταστατικό και είναι πάντοτε περιττός. "Τα μέλη δεν μπορεί να είναι λιγότερα από τρία (3)." Η διάρκεια της θητείας των μελών του ΔΣ ορίζεται τέσσερα (4) έτη. Η θητεία όλων των μελών του ΔΣ είναι χρονικά ενιαία... παρ.2. Το ΔΣ εκπροσωπεί το συνεταιρισμό δικαστικώς και εξωδίκως. Την εκπροσώπηση του αυτή μπορεί να την αναθέτει στον Πρόεδρο ή σε άλλο μέλος του ή στον κατά την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού Γενικό Διευθυντή. Το ΔΣ μπορεί επίσης να αναθέτει την άσκηση αρμοδιοτήτων του σε μέλος αυτού ή υπάλληλο του συνεταιρισμού. 3. Το ΔΣ βρίσκεται σε Απαρτία όταν τα παρόντα Μέλη είναι περισσότερα από τα απόντα, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί τα παρόντα Μέλη να είναι λιγότερα από τρία. Το ΔΣ αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. 4. Το ΔΣ είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά τη διοίκηση του συνεταιρισμού, τη διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεων του και την επιδίωξη του σκοπού του. Οι αρμοδιότητες του ΔΣ καθορίζονται στο καταστατικό....". Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 63, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ (που τυγχάνουν εφαρμογής και επί των αγροτικών/ δασικών συνεταιρισμών κατά την προεκτεθείσα παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2810/2000) συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ' ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεώς του, δεν το δεσμεύει (ΑΠ513/2022, ΑΠ148/2013). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 AK: "Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον". Ειδικότερα, από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των ως άνω διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, "το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα" και "όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.,.", συνάγεται ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ263/2021, ΑΠ78/2020, ΑΠ641/2011). Υπό το πρίσμα αυτό, δηλαδή της θεωρίας του "βουλητικού οργάνου" σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο έχει δική του βούληση, την οποία εκφράζουν τα πρόσωπα που το διοικούν, η ευθύνη του για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διαμορφώνεται ως ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις δικές του και όχι τρίτων προσώπων. Ταυτόχρονα όμως διαμορφώνεται και ως ευθύνη γνήσια αντικειμενική, με την έννοια ότι υπάρχει ακόμη και όταν το νομικό πρόσωπο δεν βαρύνεται με πταίσμα ως προς την επιλογή των οργάνων του. Όμως, η ΑΚ 71 εδ.α' δεν αποτελεί αυτοτελή διάταξη ιδρυτική της ευθύνης, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη άλλων διατάξεων που εγκαθιδρύουν υποκειμενική ή αντικειμενική ευθύνη κάθε προσώπου που προβαίνει σε ορισμένες παράνομες ή νόμιμες ενέργειες, (όπως λ.χ στην περίπτωση συνδρομής μεταξύ άλλων του άρθρου 198, 145, 330, 914 κλπ). Δηλαδή το άρθρο 71 εδ.α' ΑΚ αποτελεί ένα κανόνα καταλογισμού, ορίζοντας απλώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιρρίπτεται στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για τέτοιου είδους ενέργειες των οργάνων του. Στο εδ.β' της ΑΚ 71 ορίζεται εξ άλλου ότι η ευθύνη του νομικού προσώπου συντρέχει εις ολόκληρον με την αυτοτελή και πρωτογενή υποκειμενική ευθύνη των φυσικών προσώπων που το διοικούν, και αντλούν εξουσία εκπροσώπησης από το καταστατικό του (ΑΠ 418/2007, ΑΠ 117/2007, ΑΠ 1844/2006), σε περίπτωση υπαιτιότητάς τους (ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 25/2000, ΑΠ 16/1998). Έτσι, το πταίσμα του οργάνου ανάγεται σε αναγκαία προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ατομικής του ευθύνης. Εν όψει των ανωτέρω, απαιτείται να συντρέχει νόμιμος λόγος ευθύνης που να θεμελιώνεται κατ' αρχήν, σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της ΑΚ 71 εδ.α', σε διατάξεις που δημιουργούν υποχρέωση αποζημίωσης (ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 25/2000, ΑΠ 1615/1999).

Συνεπώς, εξομοιώνεται η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης (ΑΠ 1383/2022, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 1723/2014). Αν σύμφωνα με τα παραπάνω, ευθύνεται και το όργανο μαζί με το νομικό πρόσωπο, τότε η ΑΚ71 εδ.β' ορίζει ότι η ευθύνη τους είναι εις ολόκληρον (ΑΚ481) και ο δικαιούχος μπορεί να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους δύο και να ζητήσει αποζημίωση, ή και κατά των δύο (ΑΠ 418/2007, ΑΠ 838/2002), μεταξύ των οποίων συντρέχει απλή ομοδικία (ΑΠ 218/2003). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το διοικητικό συμβούλιο, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα νομικά πρόσωπα, αποτελεί όργανο του αγροτικού (δασικού) συνεταιρισμού, οι δε αποφάσεις του είναι η συνισταμένη των δηλώσεων βουλήσεως των μελών του, φυσικών προσώπων. Το πολυμελές αυτό όργανο εκπροσωπεί κατ' αρχήν συλλογικά το συνεταιρισμό, όπως επίσης συλλογικά κατ' αρχήν διαχειρίζεται και τις υποθέσεις του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 ΑΚ, η εσωτερική σχέση του νομικού προσώπου και της διοικήσεως διέπεται από τις περί εντολής διατάξεις, που εφαρμόζονται αναλόγως. Κατά συνέπεια, έστω και αν το διοικητικό συμβούλιο δρα κατ' αρχήν συλλογικά, τα μέλη του ωστόσο, ως εντολοδόχοι του συνεταιρισμού, έχουν ο καθένας τους ατομική ευθύνη έναντι του νομικού προσώπου σε περίπτωση κακής εκτελέσεως της εντολής. Πράγματι, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συνεταιρισμού δεν ασκούν τα καθήκοντά τους μετέχοντας μόνο στις συνεδριάσεις του οργάνου, αλλά, προκειμένου να ασκούν τις εξουσίες και να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που προβλέπει ο νόμος και το καταστατικό, έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να λαμβάνουν γνώση των υποθέσεων και των ζητημάτων που αφορούν το νομικό πρόσωπο. Ακριβώς για το λόγο αυτό θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 ν. 2810/2000 ατομική ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου αγροτικού συνεταιρισμού για κάθε ζημία που προκλήθηκε με υπαιτιότητά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. (ΑΠ 1737/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 513 ΑΚ, με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Επομένως, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων για τη μετάθεση της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος ( ΑΠ 818/2017, ΑΠ 220/2016, ΑΠ 1399/2011, AΠ1844/2011), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνον όπου ο νόμος το ορίζει (ΑΠ1896/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 513 και 514 του ΑΚ ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος και να παραδώσει αυτό ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου, ενώ στο άρθρο 516 του ΑΚ ορίζεται, επίσης, ότι αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι αν ο πωλητής δεν εκπληρώνει τις επιβαλλόμενες σε αυτόν υποχρεώσεις λόγω αδυναμίας παροχής, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 380 και 382 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες ο αγοραστής δικαιούται, πλην άλλων, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 330 επ., 335 επ., 362 επ., και 380 επ. του ΑΚ (ΑΚ 590/2017, ΑΠ 568/2014). Οι διατάξεις των άρθρων 380 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται επί των αμφοτεροβαρών συμβάσεων δεν αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 335 επ. ΑΚ, στην έκταση που δεν είναι ασυμβίβαστες με τον ανταλλακτικό χαρακτήρα αυτών. Επομένως, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης της αναληφθείσας υποχρέωσης του οφειλέτη πωλητή να παραδώσει το πωληθέν πράγμα, ο δανειστής (αγοραστής) δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 335 ΑΚ ή το περιελθόν, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 2090/2017). Ως ζημία δε που πρέπει κατά τα άρθρα 516 και 382 ΑΚ να αποκατασταθεί, νοείται κάθε προς το χειρότερο μεταβολή της περιουσίας του αγοραστή από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε από το τίμημα του πράγματος που καταβλήθηκε, είτε από τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής, από το γεγονός αυτό. Ως εκ τούτου, προκειμένου να χωρίσει η αποκατάσταση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι επήλθε ζημία και ότι αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αθέτηση της συμβάσεως. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, κάθε ζημία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόμενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται δε ειδικότερα η θετική ζημία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασής του, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει σ` αυτόν το πράγμα και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της μη εκπλήρωσης της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, και επομένως περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής (οφειλή αξίας), καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής (ΑΠ 162/2022, ΑΠ 517/2015, ΑΠ 355/2010, ΑΠ 249/2009, ΑΠ 356/2007). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλώς διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 106/2015).

Εν προκειμένω, από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν συναπόφασης των μελών του Δ.Σ του πρώτου αναιρεσείοντος δασικού συνεταιρισμού του δήμου Μαλακασίου, τα οποία (μέλη) τον διοικούσαν και τον εκπροσωπούσαν συλλογικά, κατάρτισε μαζί τους την 5.10.2006 σύμβαση πώλησης 800 κμ ξυλείας για στύλους της ΔΕΗ αντί τιμήματος 77 ευρώ /κμ και συνολικά 61.600 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19%, που θα μεταφερόταν τμηματικά, αρχικά προς φύλαξη σε σημείο που θα του όριζαν οι ως άνω εκπροσωπούντες τον συνεταιρισμό με δικά του τεχνικά μέσα και προσωπικό, απ' όπου και θα παραλαμβανόταν σταδιακά μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2006, με τη συμφωνία προκαταβολής ποσού 20.000 ευρώ πριν την πρώτη παραλαβή του εμπορεύματος (μέχρι το τέλος Νοεμβρίου), όταν θα συντασσόταν και το σχετικό έγγραφο της πώλησης προς κατάθεσή του στο δασαρχείο Καλαμπάκας, ώστε να του εγκριθεί -χορηγηθεί η σχετική άδεια παραλαβής της ξυλείας, ενώ το υπόλοιπο τίμημα θα καταβαλλόταν μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2007. Ότι σε εκτέλεση της άνω συμφωνίας μετέφερε στις 18.11.2006 με δικά του μέσα, στην υποδειχθείσα από τους εναγόμενους θέση φύλαξης ("Κάμπος Δεσπότη"), μέρος της πωληθείσας ξυλείας και ενώ είχαν συμφωνήσει σε συνάντησή του με τον πρόεδρο και τον ταμία του συνεταιρισμού, (μέλη του ΔΣ) τη μετάβασή του στο Μαλακάσι μεταξύ 21 και 24.11.2006 προκειμένου να τους δώσει την ως άνω προκαταβολή και να συνταχθεί σε ιδιωτικό έγγραφο η μεταξύ τους συμφωνία (πώλησης) για να λάβει την έγκριση από το δασαρχείο ώστε να παραλάβει την εξαχθείσα ως τότε ξυλεία, σε σχετική τηλεφωνική επικοινωνία του την 21.11.2006 με τον πρόεδρο του ΔΣ του συνεταιρισμού προς επιβεβαίωση της συνάντησής τους, πληροφορήθηκε ότι κατόπιν συναπόφασης των μελών του ΔΣ του συνεταιρισμού την προτεραία, η ξυλεία που του είχε με την εν λόγω σύμβαση πωληθεί, πωλήθηκε σε άλλον ξυλέμπορο, την εταιρεία "Μ. Τ. και Ν. Ν. «Ο., αντί του ποσού των 75.000 ευρώ και έλαβε χώρα η σχετική διαδικασία στο δασαρχείο για την παράδοσή της. Ότι τη συγκεκριμένη ποσότητα ξυλείας προώριζε ο αναιρεσίβλητος προς παράδοση, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας υπό τη μορφή 2.490 τεμαχίων ανεμπότιστων ξύλινων στύλων διαφόρων διαστάσεων, στη ΔΕΗ, δυνάμει της με αρ.321 συμβάσεως έργου που είχε με αυτήν καταρτίσει, αναδειχθείς ανάδοχος με διεθνή διαγωνισμό στις 8.8.2006, αντί τιμήματος 275.484 ευρώ, με τόπους εκτέλεσης της σύμβασης τα εμποτιστήρια Κορίνθου, Κιλκίς και Δράμας, συμφωνηθείσας της τμηματικής τους παράδοσης εντός 6 μηνών από την υπογραφή της (μέχρι 8.2.2007), και με την επί πλέον συμφωνία για κατάπτωση ποινικής ρήτρας 5% επί του συμφωνηθέντος τιμήματος για κάθε εκπρόθεσμη παράδοση. Ότι προς εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρεώσεώς του, λόγω ελλείψεως των πρώτων υλών, ως εκ του χρόνου που οι εναγόμενοι αθέτησαν την υποχρέωσή τους απέναντί του, αφού οι δασικοί συνεταιρισμοί είχαν πωλήσει στο μεταξύ τα προϊόντα τους, αναγκάστηκε, για να ανταποκριθεί στις συμβατικές του έναντι της ΔΕΗ υποχρεώσεις, να αγοράσει μόλις στις αρχές Φεβρουαρίου του 2007 από τον δασικό αγροτικό συνεταιρισμό Ζ. Κ., τα αναγκαία προϊόντα ξυλείας αντί του ποσού των 100 ευρώ ανά κμ, καταβάλλοντας επι πλέον το ποσό των 18.400 ευρώ, αφού αγόρασε τα ίδια κατά ποσότητα και ποιότητα προϊόντα ακριβότερα κατά 23 ευρώ ανά κμ, ποσό κατά το οποίο αντιστοίχως ζημιώθηκε, κατέπεσε δε σε βάρος του και ποινική ρήτρα ποσού 12.857,04 ευρώ, γιατί ως εκ της περιγραφόμενης υπαίτιας συμπεριφοράς των αντιδίκων του που αθέτησαν την υποχρέωσή τους, παρέδωσε εκπρόθεσμα μέρος του έργου στη ΔΕΗ κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ως εκ των ανωτέρω ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι υπό τις προπεριγραφείσες ιδιότητές τους, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν ως αποζημίωση τα εν λόγω χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του. Η ένδικη αγωγή, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο είναι νομικά πλήρης και επαρκής ως προς την αναφορά των περιστατικών που αποτελούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 513, 516, 382, 297, 298, 330, 61, 65, 67, 68, 70, 71 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 παρ. 1,3,5, 14 παρ. 1, 2, 4,5 του ν. 2810/2000, στις οποίες θεμελιωνόταν το αίτημά της, σύμφωνα με όσα στην οικεία μείζονα σκέψη αναπτύχθηκαν. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή και νόμιμη, στηριζόμενη στις πιο πάνω διατάξεις (παρά τη μη ρητή μνεία αυτών στο σύνολό τους) δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αρκούμενο σε στοιχεία λιγότερα από εκείνα που οι ως άνω κανόνες απαιτούν για τη γένεση του δικαιώματος αποζημιώσεως του ενάγοντος, ούτε δέχθηκε πράγματα πέραν αυτών που εκτίθενται στη αγωγή ούτε και παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το αντίστοιχο μέρος του, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση (κατ' ορθή νοηματική εκτίμηση) για πλημμέλεια από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 6/2017), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις, αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 789/2023, ΑΠ 500/2023).

Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Ο πρώτος εναγόμενος Συνεταιρισμός (αναιρεσείων) δυνάμει συμβάσεων μίσθωσης με το Δασαρχείο Καλαμπάκας, αναλαμβάνει την υλοτόμηση για την απόληψη των εξαχθέντων, από την υποδειχθείσα κάθε φορά από το τελευταίο έκταση του Δημόσιου Δάσους Μαλακασίου, δασικών προϊόντων, τα οποία ακολούθως πωλεί έναντι τιμήματος σε τρίτους. Στα πλαίσια δε της παραπάνω δραστηριότητος συνεργάζεται με διάφορους εμπόρους και βιοτεχνίες ξυλείας. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγεται και ο Γ. Φ., νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας B… που εδρεύει στη Λαμία. Την 1.7.2006 ο τελευταίος κατήρτισε με τον πρώτο εναγόμενο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον δεύτερο εναγόμενο Πρόεδρο αυτού, σύμβαση πώλησης συνολικά 2.650 κ.μ ξυλείας. Παράλληλα, με δεύτερη σύμβαση πώλησης, που καταρτίσθηκε με το από 1.7.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο Γ. Φ., ενεργώντας ως άμεσος αντιπρόσωπος, στο όνομα και για λογαριασμό του ενάγοντος, ο οποίος είναι έμπορος ξυλείας (βλ. από 1.7.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο υπογράφει μεν ο Γ. Φ., πλην όμως ως αντισυμβαλλόμενος αναφέρεται ο ενάγων), ώστε τα αποτελέσματα να επέρχονται άμεσα στο πρόσωπο του τελευταίου [άρθρ. 21 ΑΚ - γι' αυτό άλλωστε και το σχετικό δελτίο αποστολής-τιμολόγιο εκδόθηκε στο όνομά του (βλ. το με αριθμ. 15/2006 αναφερόμενο παρακάτω παραστατικό)], συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο, σύμβαση πώλησης ποσότητας 46,93 κ.μ στύλων ΔΕΗ, αντί τιμήματος 87 ευρώ/κμ, καταβληθέντος με επιταγή δύο μηνών. Εκτέλεση της σύμβασης αυτής έλαβε χώρα στις 5.10.2006 (βλ. και το αριθμ. 5/5.10.2006 δελτίο αποστολής τιμολόγιο του πρώτου εναγόμενου προς τον ενάγοντα). Την ημερομηνία αυτή (5.10.2006), που o ενάγων βρέθηκε στο Δάσος Μαλακασίου), προκειμένου να παραλάβει την προαναφερόμενη ξυλεία, συμφώνησε προφορικά με τον δεύτερο εναγόμενο, o οποίος ακολούθως έλαβε την έγκριση και των λοιπών εναγόμενων, μελών του Δ.Σ. του πρώτου εναγόμενου, να αγοράσει από τον τελευταίο, ποσότητα 800 κμ ξυλείας για στύλους ΔΕΗ, που θα εξάγονταν από το τμήμα του Δάσους, στο οποίο βρισκόταν η ζώνη διάνοιξης της Εγνατίας Οδού, αντί ποσού 77 ευρώ/μ3, πλέον ΦΠΑ 19%. Παράλληλα, για την ξυλεία, που θα εξάγονταν από το σημείο αυτό, ο πρώτος εναγόμενος κατήρτισε προφορική σύμβαση πώλησης και με τον Γ. Φ., με τον οποίο συνεργαζόταν από δεκαετίας. Οι συμβάσεις αυτές έγκυρα καταρτίστηκαν προφορικά, δεδομένου ότι λήφθηκε απόφαση του Δ.Σ. του πρώτου εναγόμενου, έστω προφορική, αφού η πώληση είναι άτυπη δικαιοπραξία και δεν απαιτείται για την κατάρτισή της έγγραφος τύπος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Ακολούθως, περί τα μέσα Νοεμβρίου 2006 και λόγω του ότι τα εκτελούμενα έργα της Εγνατίας Οδού προκαλούσαν ζημία στα υλοτομούμενα προϊόντα, ο πρώτος εναγόμενος κάλεσε τον. Γ. Φ. να μεταβεί στο Δάσος, να απομακρύνει από αυτό την ξυλεία, για την οποία είχε συναφθεί η προαναφερόμενη προφορική συμφωνία πώλησης και να την μεταφέρει στην ειδική θέση φύλαξης (κορμοπλατεία). Ο τελευταίος δεν επέδειξε ενδιαφέρον, πλην όμως, ο ενάγων, ο οποίος ενημερώθηκε σχετικά, στις 18.11.2006 μετέβη στην περιοχή με τον μάρτυρά του που εξετάσθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο - οδηγό του φορτηγού, όπου για δύο ημέρες, παρουσία και με την έγκριση των εναγόμενων και λοιπών μελών του πρώτου εναγόμενου, μεταξύ και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, μετέφερε 300 περίπου στύλους της ΔΕΗ στην κορμοπλατεία. Την ίδια ημέρα συμφώνησε με τους εναγόμενους μέχρι τις 24. 11.2006 να τους προκαταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ, προκειμένου να καταρτιστεί και το απαιτούμενο έγγραφο συμφωνητικό πώλησης, ώστε ακολούθως να εγκριθεί από το Δασαρχείο Καλαμπάκας η παραλαβή της συμφωνηθείσας ποσότητας ξυλείας. Στις 21.11.2006 οι εναγόμενοι, όμως, με απόφαση του ΔΣ αποφάσισαν, μετά την αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους του Γ. Φ. ο οποίος θα απορροφούσε και την μεγαλύτερη ποσότητα ξυλείας, να πωλήσουν την τελευταία, που αποτελούνταν εκτός από τους στύλους της ΔΕΗ, που πώλησαν στον ενάγοντα, και από ξυλεία στρογγυλής πεύκης και στρογγυλής ελάτης, προς την Β. Ν. και Σ. Ο., με την οποία την ίδια ημέρα, στις 21.11.2006, κατάρτισαν έγγραφη σύμβαση πώλησης 2.000 κμ στρογγυλής ξυλείας πεύκης προς 57 ευρώ/κμ, 400 μ3 στρογγυλής ξυλείας ελάτης προς 67 ευρώ/κμ και 1.000 κμ ξυλείας για στύλους ΔΕΗ προς 78 ευρώ/κμ, τα οποία, ακολούθως, στις 23.11.2006 μεταβίβασαν κατά κυριότητα σε αυτήν. Με την παραπάνω, όμως, πώληση κατέστη ανέφικτη η μεταβίβαση προς τον ενάγοντα της κυριότητος της πωληθείσας προς αυτόν ποσότητας των 800 κμ ξυλείας για στύλους ΔΕΗ κι έτσι ο πρώτος εναγόμενος βρίσκεται σε αδυναμία παροχής. Η τελευταία οφείλεται σε υπαιτιότητά του, αφού αποφάσισε την πώληση σε τρίτον της ξυλείας, που είχε ήδη πωλήσει στον ενάγοντα, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός, ότι ο Γ. Φ. αθέτησε την μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, αφού ο ενάγων κατάρτισε αυτοτελή σύμβαση πώλησης με τον πρώτο εναγόμενο, πέραν της σύμβασης που αυτός (πρώτος εναγόμενος) είχε καταρτίσει με τον Γ. Φ..

Συνεπώς, o ενάγων δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη στην περιουσία του απο την παραπάνω αντισυμβατική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, o δε ισχυρισμός των εναγομένων περί μη κατάρτισης σύμβασης πώλησης τον ενάγοντα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από το ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων προκειμένου να εκτελέσει τη σύμβαση προμήθειας υλικών (ανεμπότιστων ξύλινων στύλων), που είχε καταρτίσει με τη ΔΕΗ την 8.8.2006 - και ημερομηνία παράδοσης στη ΔΕΗ εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της σύμβασης αυτής, αναγκάστηκε να συνάψει άλλη σύμβαση πώλησης με τον Συνεταιρισμό Ζ. Κ., από τον οποίο, όμως, αγόρασε τους στύλους ΔΕΗ με τιμή 100 ευρώ/κμ, δηλαδή 23 ευρω/κμ ακριβότερα από τη συμφωνία που είχε συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο. Την παραπάνω διαφορά, η οποία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 18.400 ευρώ (800 κμ Χ 23 ευρώ / κμ), δικαιούται να ζητήσει τόσο από τον πρώτο εναγόμενο, όσο και από τους λοιπούς εναγόμενους- μέλη τότε του ΔΣ του πρώτου εναγόμενου- κατ'άρθρ. 71 ΑΚ, αφού η υπαίτια αθέτηση της σύμβασης, που δημιουργεί την προαναφερόμενη υποχρέωση αποζημίωσης, έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (.... ΑΚ άρθρ71... ως προς την εφαρμογή του τελευταίου άρθρου στους συνεταιρισμούς και σε κάθε περίπτωση που γεννάται υποχρέωση προς αποζημίωση, δηλαδή όχι μόνο επί αδικοπραξίας, αλλά και επί πράξεων των οργάνων που αφορούν προσβολή συμβατικών σχέσεων του ν.π ρυθμιζομένης με το άρθρο αυτό και της πρόσθετης υπαίτιας ευθύνης του καταστατικού οργάνου του νομικού προσώπου, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ ουσίαν και υποχρέωσε τους εναγομένους σε ολόκληρο τον καθένα να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 18.400 ευρώ εντόκως, δεν έσφαλε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας (των εκκαλούντων το ορθόν) να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων - εκκαλούντων, (ήδη αναιρεσειόντων, πλην του Χ. Γ. που δεν άσκησε έφεση και δεν είναι διάδικος) και επικύρωσε την με αριθμό 46/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο (μη αποδειχθέν) το κονδύλιο της αιτούμενης αποζημίωσης σε σχέση με την καταπεσούσα σε βάρος του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου ποινική ρήτρα λόγω της καθυστέρησης παράδοσης στη ΔΕΗ των στύλων που αγόρασε και επεξεργάστηκε εκπρόθεσμα μετά τη μη παραλαβή των στύλων που αγόρασε από τον συνεταιρισμό και πωλήθηκαν σε τρίτους, ακολούθως έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η από 10-5-2007 αγωγή του αναιρεσίβλητου, κατά το μέρος που ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγομένοι (ήδη αναιρεσείοντες κατά την άνω διάκριση), να του καταβάλουν εις ολόκληρον, νομιμοτόκως από την επίδοσή της, 18.400 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας που ο τελευταίος υπέστη από την υπαίτια αδυναμία των πωλητών να του παραδώσουν τα πωληθέντα ως άνω προϊόντα. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά εμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 513, 516, 382, 297, 298, 330, 61, 65, 67, 68, 70, 71 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 παρ. 1,3,5, 14 παρ. 1, 2, 4,5 του ν. 2810/2000 (παρά τη μη ρητή μνεία του συνόλου των τελευταίων), των οποίων συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις, χωρίς να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία από όσα οι διατάξεις αυτές απαιτούν για την εφαρμογή τους, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που ανελέγκτως έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού, που δικαιολογεί την παραδοχή της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της απόφασης, ο πρώτος αναιρεσείων, δασικός συνεταιρισμός, εκπροσωπούμενος συλλογικά από τα εκφράζοντα τη βούλησή του μέλη του Δ.Σ του (αναιρεσείοντες και τον μη διάδικο Χ.Γ.), πώλησε, με απόφασή τους, στον αναιρεσίβλητο ποσότητα ξυλείας 800 κμ για στύλους της ΔΕΗ από το δάσος Μαλακασίου, που αυτός (συνεταιρισμός) εκμεταλλεύεται δυνάμει συμβάσεων μίσθωσης με το δασαρχείο Καλαμπάκας, αλλά, στη συνέχεια, πριν τη συμφωνημένη ημερομηνία παραλαβής και καταβολής από τον αναιρεσίβλητο του συμφωνηθέντος τιμήματος, πώλησε και παρέδωσε, κατόπιν συναπόφασης των εν λόγω μελών του Δ.Σ του, τα ίδια προϊόντα σε τρίτο ξυλέμπορο και έτσι, με ευθύνη των ανωτέρω μελών του Δ.Σ του, περιήλθε σε αδυναμία παροχής (παράδοσης) της συμφωνηθείσας ποσότητας ξυλείας στον αναιρεσίβλητο, με συνέπεια, εξ αιτίας της ως άνω υπαίτιας αθέτησης εκ μέρους των μελών του ΔΣ της αναληφθείσας συμβατικής υποχρέωσης του πρώτου αναιρεσείοντος, να αναγκαστεί ο αναιρεσίβλητος, προκειμένου να εκπληρώσει αντίστοιχη συμβατική υποχρέωσή του για παράδοση των άνω στύλων στη ΔΕΗ, δυνάμει, προγενέστερης της επίδικης, καταρτισθείσας με αυτή σύμβασης πωλήσεως, να συνάψει με άλλον προμηθευτή νέα σύμβαση αγοράς της συγκεκριμένης ποσότητας ξυλείας, καταβάλοντας σ' αυτόν τίμημα υπέρτερο του συμφωνηθέντος με τον άνω συνεταιρισμό, ποσού 18.400 ευρώ, κατά το οποίο και ζημιώθηκε, δικαιούμενος για το λόγο αυτό να ζητήσει ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της πιο πάνω ζημίας του, που γεννήθηκε από την υπαίτια επιγενόμενη αδυναμία παροχής των πρώτου αναιρεσείοντος και των λοιπών αναιρεσειόντων υπό την ως άνω ιδιότητά τους. Επίσης, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2810/2000, οι οποίες δεν ήσαν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση, καθώς και το άρθρο 15 παρ. 1 και 4 του από 22.2.2002 καταστατικού του, καθόσον με την εν λόγω διάταξη του νόμου και τα αναφερόμενα άρθρα του καταστατικού καθορίζεται η ευθύνη των μελών του συνεταιρισμού και όχι η συλλογική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. αυτού, τα οποία τον διοικούν εκφράζοντας τη βούλησή του και τα οποία έλαβαν, κατά τις άνω παραδοχές (όπως διαλαμβάνεται και στην παραδεκτά επισκοπούμενη αγωγή) τις επίμαχες αποφάσεις. Τέλος, το Εφετείο, με το να κρίνει ότι η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε έγκυρα προφορικά, κατόπιν προφορικής απόφασης του Δ.Σ. του πρώτου αναιρεσείοντος συνεταιρισμού, δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 158, 159 παρ. 1 του ΑΚ, αφού η πώληση είναι άτυπη δικαιοπραξία και δεν απαιτείται για την κατάρτισή της έγγραφος τύπος, η τήρηση του οποίου δεν προβλέπεται και από οποιαδήποτε διάταξη των διεπόντων το καθεστώς λειτουργίας των συνεταιρισμών κανόνων ουσιαστικού δικαίου περί τις συναφείς συναλλαγές τους. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς τα κρίσιμα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη αναφορικά με την επιγενόμενη υπαίτια, εκ μέρους των μελών του Δ.Σ. που διοικούν και εκπροσωπούν συλλογικά το συνεταιρισμό, αδυναμία εκπλήρωσης της υποχρέωσής τους από την ένδικη σύμβαση πώλησης, με τη μη παράδοση των πωληθέντων προϊόντων στον αναιρεσίβλητο αγοραστή λόγω της ληφθείσας στο μεταξύ συναπόφασής τους για πώληση και παράδοση των ίδιων προϊόντων σε τρίτους, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, αφού στην ελάσσονα πρόταση του νομικού του συλλογισμού διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, ότι δηλαδή, λόγω της υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής τους για παράδοση των πωληθέντων προϊόντων, γεννήθηκε αιτιωδώς η ευθύνη των ιδίων, αλλά και του νομικού προσώπου του συνεταιρισμού προς αποκατάσταση της ζημίας του αγοραστή αναιρεσίβλητου, που συνίσταται στην καταβολή της διαφοράς που κατέβαλε σε άλλον για την προμήθεια των αντίστοιχων προϊόντων με υψηλότερο τίμημα. Ειδικότερα, στηρίζουν την ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας οι ακόλουθες ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) ότι ο πρώτος αναιρεσείων δασικός συνεταιρισμός διοικείται συλλογικά από τους λοιπούς εναγόμενους ως μέλη του Δ.Σ του και αναλαμβάνει, δυνάμει συμβάσεων μίσθωσης που καταρτίζει με το δασαρχείο Καλαμπάκας, την υλοτόμηση καθ' υπόδειξη του τελευταίου, δασικών προϊόντων από το δημόσιο δάσος Μαλακασίου, τα οποία εν συνεχεία διαθέτει σε τρίτους προς πώληση, β) ότι στις 5.10.1006, κατά την παραλαβή στο δάσος Μαλακασίου άλλης ποσότητας ξυλείας, στο πλαίσιο προηγούμενης σύμβασης, ο αναιρεσίβλητος συνήψε προφορικά με το δεύτερο αναιρεσείοντα, πρόεδρο του συνεταιρισμού, που ακολούθως έλαβε την έγκριση των υπολοίπων μελών του Δ.Σ του, άτυπη (προφορική) σύμβαση πώλησης 800κμ ξυλείας για στύλους ΔΕΗ από το σημείο διάνοιξης της Εγνατίας οδού στο εν λόγω δάσος, αντί 77ευρώ /κμ, πλέον ΦΠΑ 19%, γ) ότι στις 18.11.2006 συμφώνησε με τους αναιρεσείοντες να προκαταβάλει μέχρι τις 24.11.2006, έναντι του τιμήματος 20.000 ευρώ, ώστε στο μεταξύ να εγκριθεί από το δασαρχείο Καλαμπάκας η παραλαβή της ξυλείας με τη σύνταξη και υποβολή σ' αυτό αντίστοιχου ιδιωτικού εγγράφου με το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, δ) ότι στις 21.11.2006 τα μέλη του Δ.Σ., μετά την αθέτηση ξεχωριστής σύμβασης από τον Γ.Φ., που θα απορροφούσε και τη μεγαλύτερη ποσότητα ξυλείας, αποφάσισαν να πωλήσουν αυτήν, μαζί με τους στύλους της ΔΕΗ που πώλησαν στον αναιρεσίβλητο, στην Β. Ν. και Σ. Ο., καταρτίζοντας την ίδια ημέρα αντίστοιχη έγγραφη σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με την οποία πώλησαν στην άνω εταιρεία 2.000 κμ στρογγυλής ξυλείας πεύκης προς 57 ευρώ/κμ, 400 κμ στρογγυλής ξυλείας ελάτης προς 67 ευρώ/κμ και 1.000 κμ ξυλείας για στύλους της ΔΕΗ προς 78 ευρώ/κμ, τα οποία και της παρέδωσαν στις 23.11.2006, ε) ότι λόγω της πώλησης αυτής, κατέστη ανέφικτη η μεταβίβαση στον αναιρεσίβλητο ξυλείας 800 κμ για τους στύλους της ΔΕΗ και έτσι οι αναιρεσείοντες περιήλθαν σε αδυναμία παροχής, που οφείλεται σε υπαιτιότητά τους, αφού αποφάσισαν την πώληση σε τρίτο της ξυλείας που ήδη είχαν πωλήσει στον αναιρεσίβλητο, στ) ότι ο τελευταίος προκειμένου να εκτελέσει τη σύμβαση προμήθειας ανεμπότιστων ξύλινων στύλων που είχε συνάψει με τη ΔΕΗ από την 8.8.2006, με ημερομηνία παράδοσής τους 6 μήνες μετά την κατάρτισή της, αναγκάστηκε να συνάψει άλλη σύμβαση πώλησης με τον συνεταιρισμό Ζ. Κ., από τον οποίο αγόρασε τους στύλους με τιμή 100 ευρώ /κμ, δηλαδή 23 ευρώ /κμ ακριβότερα από τη συμφωνία που είχε καταρτίσει με τον συνεταιρισμό, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί κατά την προκύπτουσα διαφορά που ανέρχεται συνολικά σε 18.400 ευρώ (800 κμ Χ 23 ευρώ/κμ), το οποίο δικαιούται να ζητήσει ως αποζημίωση από το ίδιο το νομικό του πρόσωπο (του συνεταιρισμού) και τα τότε μέλη του ΔΣ του ως αποζημίωση. Εξάλλου, το Εφετείο διαλαμβάνει σαφή παραδοχή, ότι για τη κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης των προϊόντων του συνεταιρισμού δεν απαιτείτο τήρηση έγγραφου τύπου, ενώ οι σχετικές παραδοχές, με τις οποίες γίνεται μνεία, αναφορικά με τον τρόπο κατάρτισης των λοιπών αναφερόμενων συμβάσεων, για "ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης" και για "έγγραφη σύμβαση πώλησης" (όσον αφορά την τρίτη ξυλεμπορική εταιρεία), ουδόλως υποδηλώνουν κρίση ότι για την έγκυρη σύσταση των συναφών αυτών συμβάσεων ήταν αναγκαία η τήρηση έγγραφου τύπου.

Συνεπώς, οι επικαλούμενες πιο πάνω παραδοχές, δεν αποτελούν αιτιολογίες της απόφασης ώστε να στηρίξουν την προβαλλόμενη πλημμέλεια, αλλά συνιστούν νομικά και πραγματικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων στο πλαίσιο αντίκρουσης της θεμελίωσης της ιστορικής βάσης της αγωγής στην κατάρτιση άτυπης σύμβασης πώλησης. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το αντίστοιχο μέρος του, με το οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε (κατ' ορθή νοηματική εκτίμηση) στις εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ. 1 και αρ. 19 πλημμέλειες, είναι αβάσιμος. Πέραν αυτών, ο ίδιος ως άνω αναιρετικός λόγος, καθό μέρος με αυτόν, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, το Εφετείο, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 και 4 του από 22.2.2002 καταστατικού του πρώτου αναιρεσείοντος, είναι και απαράδεκτος, διότι δεν πρόκειται περί εσφαλμένης ερμηνείας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφού το καταστατικό νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι και ο αγροτικός συνεταιρισμός, έχει ισχύ συμβάσεως και δεν αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ και κατά συνέπεια η επικαλούμενη ευθεία παράβαση των διατάξεων του καταστατικού δεν ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη δικονομική αυτή διάταξη λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1071/1993). Εξάλλου, όσον αφορά τις προβαλλόμενες πλημμέλειες περί εσφαλμένης μη εφαρμογής των άρθρων 211, 216, 217 παρ.2 ΑΚ, με την αιτίαση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε εφοδιάσει τον Γ.Φ. με έγγραφη πληρεξουσιότητα, προκειμένου να συμβληθεί με τον συνεταιρισμό, ο ίδιος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις αυτές ερείδονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η φερόμενη αντιπροσώπευση του αναιρεσιβλήτου από τον ανωτέρω Γ. Φ. δεν αφορά, κατά τις παραδοχές της απόφασης, την επίμαχη από 5.10.2006 σύμβαση, αλλά την πλεοναστικά αναφερόμενη προγενέστερη από 1.7.2006 σύμβαση (μη έχουσα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της παρούσας δίκης), πέραν του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν απαιτείται για την ένδικη σύμβαση η τήρηση έγγραφου τύπου, και, συνεπώς, δεν απαιτείται έγγραφη εξουσιοδότηση από τον εντολέα αγοραστή στον αντιπρόσωπό του για τη δήλωση βουλήσεως προς σύναψη της αντίστοιχης σύμβασης στο όνομά του (ΑΠ 648/2019, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 1305/2009). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, κατά την οποία επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος με αυτή αναιρετικός λόγος αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες, εκείνες δηλαδή που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη, όχι δε σε ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου, όπως είναι το έννομο συμφέρον και η νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η παράβαση των οποίων αφορά ουσιαστικό απαράδεκτο (ΑΠ 248/2021, ΑΠ 1728/2009, ΑΠ 2001/2009) και ελέγχεται αναιρετικά με τον από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, προβλεπόμενο λόγο (ΟλΑΠ 25/2008, ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 932/2018, ΑΠ 1938/2017). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο λόγος αποβλέπει στην εξασφάλιση της ομαλής εξέλιξης της διαδικασίας, ώστε να καθίσταται εφικτή η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των διαδίκων και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (Α.Π. 1493/2011, Α.Π. 1383/2000). Αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ. Α.Π. 1/2019, Ολ.Α.Π. 25/2008, Ολ.Α.Π. 2/2001). Όπως προαναφέρθηκε, όμως η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας. Ποια πρόσωπα είναι οι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος, νομιμοποιείται κατ` αρχήν ως ενάγων (ΑΠ 723/2014). Επειδή, λοιπόν, το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς, η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, η τυχόν δε εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συνεπώς ο αναιρετικός έλεγχος της κατά κανόνα νομιμοποίησης, γίνεται με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ68/2022, ΑΠ 1679/2018, ΑΠ 1958/2017). Περαιτέρω, από τη διάταξη προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση(ΟλΑΠ 18/2005). Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ` αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 1873/2022, ΑΠ 772/2014), ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (ΑΠ 55/2022, ΑΠ 915/2021, AΠ 46/2020, ΑΠ 59/2017, ΑΠ 649/2017).

Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ.14 πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο "παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, κρίνοντας ότι κατά το αγωγικό αίτημα νομιμοποιούνται παθητικά οι ίδιοι ως εναγόμενοι εις ολόκληρον για την καταβολή της ένδικης απαίτησης, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.2810/2000 και το άρθρο 14 του καταστατικού του συνεταιρισμού παθητικά νομιμοποιούνται τα μέλη του συνεταιρισμού μέχρι το τριπλάσιο της συνεταιριστικής μερίδας τους που ανέρχεται σε 88,74 ευρώ και υπό την επίκληση της προϋπόθεσης ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια ικανοποίησης από τα περιουσιακά στοιχεία του συνεταιρισμού". Ωσαύτως, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην αυτή ως άνω πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο "παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ως ενάγων, διότι δεν φέρεται κατά την αγωγή να είχε χορηγήσει έγγραφη πληρεξουσιότητα στον Γ.Φ. για να τον εκπροσωπήσει κατά την σύναψη της από 1.7.2006 με ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτισθείσας με το συνεταιρισμό συμβάσεως πωλήσεως, παρότι ήταν αναγκαία, λόγω του απαιτούμενου έγγραφου τύπου της σύμβασης". Αμφότεροι οι ανωτέρω λόγοι είναι απαράδεκτοι, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική όσο και η παθητική, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, με συνέπεια η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί συνδρομής ή όχι της προϋπόθεσης αυτής να ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 και όχι εκείνον του αρ. 14. Σε κάθε περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων επικαλέσθηκε, ότι αυτός μεν είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης αποζημίωσης, υπό την ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου προσωπικώς αγοραστή κατά την προφορικώς συναφθείσα από 5.10.2006 ένδικη σύμβαση πώλησης, μη προβλεπομένου προς τούτο του έγγραφου τύπου, με πωλητή τον συνεταιρισμό, εκπροσωπούμενο από τα μέλη του Δ.Σ του, τα οποία τον διοικούν συλλογικά και τα οποία, εκφράζοντας τη βούλησή του, μετείχαν στην επίδικη έννομη σχέση και ότι υπό την ως άνω ιδιότητά του ζημιώθηκε από την αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων μελών του Δ.Σ του συνεταιρισμού, οι οποίοι αθέτησαν υπαιτίως την εκ της άνω συμβάσεως υποχρέωσή τους προς παράδοση σ' αυτόν των πωληθέντων προϊόντων, ενεχόμενοι εντεύθεν εις ολόκληρον, για την αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη, συνδεομένης αιτιωδώς με την ως άνω συμπεριφορά τους, αφού κατόπιν συναπόφασης πώλησαν και παρέδωσαν σε τρίτον τα ίδια εμπορεύματα. Τα εκτιθέμενα στην αγωγή ως άνω περιστατικά αρκούσαν για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος ως φορέως του επιδίκου δικαιώματος, καθώς και για την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων ως φορέων της αντίστοιχης υποχρέωσης και εντεύθεν πληρούν τη δικονομική προϋπόθεση για την παροχή έννομης προστασίας, ανεξαρτήτως της αληθείας ή μη του σχετικού ισχυρισμού, εφόσον δε, στη συνέχεια, αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των εν λόγω περιστατικών, ορθώς το Εφετείο έκρινε την αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της δεχόμενο, ότι υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος ως δικαιούχου της ένδικης αξίωσης και παθητική νομιμοποίηση των αναιρεσειόντων ως υποχρέων προς αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου. Επομένως αμφότεροι οι παραπάνω αναιρετικοί λόγοι είναι και αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες που ηττήθηκαν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5.11.2020 αίτηση των: 1. Συνεταιρισμού με την επωνυμία «Δ. Σ. Ε. Μ.", 2) Π. Π., 3) Β. Μ., 4) Γ. Μ., 5) Δ. Γ. για αναίρεση της 225/2019 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2023.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2023.

*Δικηγόρος, πρώην Νομικός Σύμβουλος ΠΑΣΕΓΕΣ

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία