του Javier Blas*
Ωστόσο, είναι πραγµατικά ζωτικής σηµασίας για την παγκόσµια οικονοµία. Αεροπλάνα και iPhone, κουφώµατα παραθύρων και κουτάκια αναψυκτικών, ηλεκτρικά αυτοκίνητα και συσκευές, όλα εξαρτώνται από αυτό. Με ετήσια κατανάλωση σχεδόν 300 δισ. δολαρίων, είναι το µεγαλύτερο από όλα τα µη σιδηρούχα µέταλλα.[…] Ωστόσο, υπάρχει ένα µειονέκτηµα.
Η παραγωγή αλουµινίου είναι µια διαδικασία που απαιτεί τεράστια ποσότητα ενέργειας, σε τέτοιο βαθµό που το µέταλλο αυτό είναι συχνά γνωστό ως «στερεά ηλεκτρική ενέργεια». […].Χάρη στους σταθµούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας µε καύση άνθρακα, ο ασιατικός γίγαντας (Κίνα) διαθέτει φθηνή ηλεκτρική ενέργεια για την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων αλουµινίου. Έτσι, τα τελευταία 25 χρόνια, το Πεκίνο έχει καλύψει µονοπωλιακά την αυξανόµενη ζήτηση του µετάλλου παγκοσµίως, η οποία σήµερα ξεπερνά τους 100 εκατ. τόνους.[…]. Ωστόσο, όλα δείχνουν µια συµπίεση. […].
Αν δεν υπάρξει αύξηση της προσφοράς ή µια οικονοµική κρίση να µειώσει την κατανάλωση, κάτι θα πρέπει να συµβεί. Η αγορά είναι βαθιά διχασµένη. Οι αισιόδοξοι βλέπουν το αλουµίνιο να οδεύει προς διαρθρωτική έλλειψη, µε τις τιµές να ανεβαίνουν προς το ρεκόρ των 4.000 δολαρίων σε µερικά χρόνια. Οι πιο απαισιόδοξοι προβλέπουν ότι οι κινεζικές εταιρείες θα καταφέρουν να παράγουν περισσότερο και το αλουµίνιο θα διαπραγµατεύεται σε χαµηλότερες τιµές. Το κλειδί είναι η Ινδονησία, όπου κορυφαίες κινεζικές εταιρείες κατασκευάζουν τώρα τα χυτήρια που δεν µπορούν να χτίσουν στην πατρίδα τους λόγω του πλαφόν. […]. Εάν όλα τα νέα χυτήρια τεθούν σε λειτουργία, η παραγωγή της Ινδονησίας µπορεί να πενταπλασιαστεί έως το 2030, µετατρέποντας τη χώρα στον τέταρτο µεγαλύτερο παραγωγό παγκοσµίως, διατηρώντας την αγορά καλά εφοδιασµένη. Ο κόσµος αντιµετωπίζει ένα διττό αποτέλεσµα: είτε υψηλότερες τιµές αλουµινίου, µε επιπτώσεις στην παγκόσµια οικονοµία, είτε µεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα.
*Αρθρογράφου Bloomberg