BACK TO
TOP
Εμπορεύματα

Μειωμένη παραγωγή στους ορυζώνες, στα 720 ευρώ ο τόνος η Καρολίνα

Στρεµµατικές αποδόσεις έως και 15% χαµηλότερες από πέρυσι, δείχνουν οι πρώτες κοπές στο αλώνι των ορυζώνων στη ∆υτική Θεσσαλονίκη, µε τους παραγωγούς να προσδοκούν πως θα αντισταθµίσουν την απώλεια παραγωγής µε την εξασφάλιση µιας καλής τιµής για το προϊόν. «Αυτό που προέχει είναι να κρατήσει ο καιρός και να µαζέψουµε την παραγωγή χωρίς προβλήµατα.

22-35_pin_60

Λεωνίδας Λιάμης

769
0

Για τιµές είναι νωρίς να πούµε οτιδήποτε ακόµη», αναφέρει ο Χρήστος Γκατζάρας πρόεδρος της Εθνικής ∆ιεπαγγελµατικής Οργάνωσης Ρυζιού και του Συνεταιρισµού Α’ Ορυζοπαραγωγών Χαλάστρας. Οι αλωνιστικές µηχανές µπήκαν φέτος στα χωράφια µε καθυστέρηση, καθώς λόγω των συνεχόµενων βροχών την άνοιξη η σπορά άργησε 20-25 ηµέρες, ενώ το «χέρι» του για την οψίµηση της καλλιέργειας, έβαλε και ο καύσωνας του καλοκαιριού.

Οι δύο αυτοί παράγοντες πιθανότατα ευθύνονται και για τη µειωµένη παραγωγικότητα των ορυζώνων. «Στα µεσόσπερµα ρύζια, στα οποία η κυρίαρχη ποικιλία είναι τα Ronaldo, η µέση απόδοση φέτος είναι στα 900-950 κιλά το στρέµµα, αντί για περίπου 1.050-1.100 κιλά το στρέµµα που αποδίδει συνήθως. Στις Καρολίνες οι πρώτες κοπές µας έδωσαν περίπου 800-850 κιλά το στρέµµα, αντί για 950-1.000 κιλά, ενώ τα µακρύσπερµα θα αρχίσουµε να τα αλωνίζουµε σε περίπου 15 ηµέρες και µολονότι φαίνονται καλά, αν δεν ανέβει το φορτηγό στην πλάστιγγα δεν µπορούµε να πούµε για αποδόσεις», λέει ο κ. Γκατζάρας.

Αυξηµένο το κόστος παραγωγής

Αν η καλοκαιρία συνεχιστεί και τις επόµενες εβδοµάδες, ο αλωνισµός θα έχει ολοκληρωθεί µέχρι τα µέσα Νοεµβρίου και όσο πλησιάζουµε προς τις γιορτές των Χριστουγέννων, θα ξεκαθαρίζει και το τοπίο των τιµών. Ως καλή βάση συζήτησης για τους παραγωγούς θεωρούνται οι τιµές µε τις οποίες έκλεισε η εµπορική σεζόν του 2022-2023, που σηµαίνει 550 ευρώ ο τόνος για τα µεσόσπερµα, 720 ευρώ ο τόνος για την Καρολίνα και 350 ευρώ ο τόνος για τα µακρύσπερµα ρύζια. «Ευελπιστούµε να πιάσουµε ανάλογα επίπεδα τιµών και φέτος, διότι το κόστος παραγωγής, σε ό,τι αφορά την ενέργεια, τη λίπανση και τη φυτοπροστασία, παραµένει ανεβασµένο» τονίζει ο Παναγιώτης Γκούτας, από τον συνεταιρισµό του Αγίου Αθανασίου.

Το διεθνές περιβάλλον, πάντως, δεν φαίνεται να είναι σύµµαχος των παραγωγών φέτος. «Η Ιταλία, που είναι πιο µπροστά από εµάς στο αλώνι, βλέπουµε ότι άνοιξε φέτος λίγο πεσµένη σε τιµή» επισηµαίνει ο πρόεδρος της Εθνικής ∆ιεπαγγελµατικής Οργάνωσης Ρυζιού, τονίζοντας, παράλληλα πως «η αναταραχή που ξέσπασε στη Μέση Ανατολή, µε όσα βλέπουµε να συµβαίνουν στο Ισραήλ, δεν είναι καλό σηµάδι, γιατί το άνοιγµα που κάναµε σ’ αυτές τις αγορές, µε το πρόγραµµα προώθησης άρχισε να αποδίδει και πλέον δεν ξέρουµε τί θα γίνει».

Θετικά τα µηνύµατα από τις ευρωπαϊκές αγορές

Από τις ευρωπαϊκές αγορές, ωστόσο, τα µηνύµατα είναι καλά. Σύµφωνα µε τον Γιώργο Μπότα, γραµµατέα του Συνεταιρισµού Ορυζοπαραγωγών Β’ Χαλάστρας, ειδικά οι µεσόσπερµες ποικιλίες ελληνικού ρυζιού, λόγω και της υψηλής τους ποιότητας, έχουν εδραιώσει τη θέση τους. «Τα προτιµά το εµπόριο και αυτό µας δίνει µεγάλη αυτοπεποίθηση για να τις καλλιεργήσουµε περαιτέρω», ανέφερε ο συνοµιλητής µας.

Πανελλαδικά, καλλιεργούνται περί τα 240.000 στρέµµατα µε ρύζι και παράγονται συν – πλην 220.000 τόνοι προϊόντος, οι οποίοι σε ποσοστό 70% και πλέον εξάγονται στην Ευρώπη και στις αγορές της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής. Στον κάµπο της ∆υτικής Θεσσαλονίκης κυριαρχούν οι µεσόσπερµες ποικιλίες  στο 60% των εκτάσεων.

Ταυτότητα και brand ως συνώνυµο της ποιότητας χρειάζεται το ελληνικό ρύζι

Μεγάλη προσπάθεια γίνεται, επίσης, από τις οργανώσεις της ευρύτερης περιοχής ∆υτικής Θεσσαλονίκης και τους άλλους εµπλεκόµενους µε την αλυσίδα αξίας του προϊόντος, για την προώθηση του ποιοτικού ελληνικού ρυζιού και στην εγχώρια αγορά, η οποία πιέζεται από τις αθρόες εισαγωγές από τρίτες χώρες.

«Η ποιότητα του ελληνικού ρυζιού είναι πολλές ταχύτητες υψηλότερη από τα ρύζια, που έρχονται από Τρίτες χώρες και είναι αµφιβόλου ποιότητας. Το δικό µας ρύζι είναι ασφαλές, διότι τα σκευάσµατα φυτοπροστασίας που χρησιµοποιούνται είναι ελεγµένα µε πιστοποιήσεις και µηδενική υπολειµµατικότητα, σε αντίθεση µε τα εισαγόµενα. Αυτό είναι το µεγάλο πλεονέκτηµα των ελληνικών ρυζιών και πρέπει να το γνωρίζει ο Έλληνας καταναλωτής και να τα προτιµά», αναφέρει από την πλευρά του ο Χρήστος Φωτακίδης, πρόεδρος του Συνεταιρισµού Αγίου Αθανασίου. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Μπότας εστίασε ιδιαίτερα και στην ανάγκη να αποκτήσει ταυτότητα και brand το ελληνικό ρύζι, ως συνώνυµο της ποιότητας.

 

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία