Εξίσου σημαντική παράμετρος με την πολυπόθητη επάρκεια είναι και … οι τιμές των παραγόμενων προϊόντων. Εάν για παράδειγμα η Ευρώπη είναι σε θέση να εισάγει/παράξει φυσικό αέριο ώστε να «μαγειρέψει» αζωτούχο λίπασμα, διπλασιάζοντας τελικά τις τιμές που θα πληρώνει ο αγρότης, τότε το όλο εγχείρημα θα είναι μάταιο. Κάπου εδώ μπαίνει στην συζήτηση και ο φόρος άνθρακα (CBAM), ο οποίος από το 2026 θα βάζει ακόμη ένα «καπέλο» στις τιμές εισαγωγής για προϊόντα υψηλού αποτυπώματος άνθρακα, στα οποία ανήκουν και τα λιπάσματα.
Υπενθυμίζεται πως η Ευρώπη σε πρώτο χρόνο έχει επιβάλλει δασμό 6,5% επί της καθαρής αξίας εισαγωγής, τόσο σε ουρία όσο και φώσφορο για όλες τις εισαγωγές από Ρωσία και Λευκορωσία. Επιπλέον δε, επιβαρύνει με κλιμακωτό φόρο από 40-45 ευρώ έως και 90 – 95 ευρώ ο τόνος μέχρι και τον Ιούνιο 2028. Από κει και πέρα, στην ουσία του πράγματος, το ρωσικό λίπασμα βγαίνει θεωρητικά εκτός εξίσωσης, με επιβαρύνσεις 315 έως 430 ευρώ ο τόνος αντίστοιχα.
Με λίγα λόγια, η Ευρώπη, με δύο πολιτικές της, «τζογάρει» στην ανεξαρτητοποίησή της από τις εισαγωγές ρωσικών πρώτων υλών, αποδεχόμενη μία απροσδιόριστη επιβάρυνση στις τιμές των λιπασμάτων για τον βραχυχρόνιο και ίσως μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικών ευελπιστούν πως η αύξηση της ενδοκοινοτικής παραγωγής και η διαφοροποίηση εισαγωγών (πχ με αύξηση του μεριδίου της Βόρειας Αφρικής) θα κρατήσουν τις επιβαρύνσεις στα αγροτικά τιμολόγια σχετικά χαμηλά.
Μερίδιο 30% για την ρωσική ουρία το 2024
Η Ρωσία δεν είναι μικρός παίχτης στο παίγνιο της αγοράς λιπασμάτων. Άνθρωποι με καλή γνώση της κατάστασης αναφέρουν σε κλαδικά μέσα πως οι ρωσικές εισαγωγές είχαν αποκτήσει μεγάλο μερίδιο στην ευρωπαϊκή αγορά από το 2022, με αφετηρία την ενεργειακή κρίση. Να σημειωθεί εδώ πως το 2024, η Ρωσία αντιπροσώπευε το 30% των εισαγωγών ουρίας και αζωτούχων λιπασμάτων της ΕΕ, με 4,4 εκατ. τόνους, αξίας 1,5 δις. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα νούμερα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η παραπάνω επίδοση αντιπροσωπεύει σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το 2023, όταν η Ρωσία παρείχε το 25% των εισαγωγών της ΕΕ, που ανήλθαν σε 3,6 εκατ. τόνους, αξίας 1,28 δις. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει μια αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση από τη Ρωσία. Οι εταιρείες είχαν καταφύγει στις ρωσικές εισαγωγές επειδή τα προϊόντα ήταν φθηνότερα από την εγχώρια παραγωγή, όπου το κόστος είχε εκτοξευθεί στα ύψη λόγω των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου.
Υποχώρησαν 65% οι εισαγωγές ουρίας
Για την ώρα πάντως, απασχολεί κυρίως η κατάσταση τον χειμώνα 2025. Ανάλυση της (ICIS Independent Commodity Intelligence Services) υποστηρίζει πως ο τομέας των χημικών προϊόντων ενδέχεται να βιώσει ένα σημείο καμπής, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά κατανάλωση φυσικού αερίου. Λόγω του νέου δασμολογικού καθεστώτος, οι εισαγωγές ουρίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία μειώθηκαν κατά περίπου τα δύο τρίτα, σε λίγο πάνω από 100 000 τόνους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, σε σύγκριση με τα επίπεδα ρεκόρ που καταγράφηκαν τον Ιούνιο του 2025, σύμφωνα με τα τελευταία τελωνειακά στοιχεία.
Βοηθούν οι χαμηλές τιμές φυσικού αερίου
Αν και είναι ακόμη νωρίς για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος της νέας δασμολογικής πολιτικής, κάποια πρώτα θετικά σημάδια είναι ορατά, ιδίως αυτό το διάστημα που οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη παρουσιάζουν πτωτική τάση. Η Azomures της Ρουμανίας, για παράδειγμα, η οποία εισήγαγε κυρίως ρωσική αμμωνία, έχει πλέον αυξήσει σημαντικά την παραγωγή νιτρικών αλάτων. Παράλληλα, η Achema από τη Λιθουανία, η οποία επωφελούνταν από την εισροή φθηνής ρωσικής αμμωνίας και η οποία υποχρεώθηκε να αναστείλει την παραγωγή τον Μάρτιο, έχει ξαναρχίσει την παραγωγή.