BACK TO
TOP
Ειδικά Αφιερώματα

Στρώνεται το έδαφος για επενδύσεις σε υποδομές και ζωικό κεφάλαιο

Νέες παραγωγικές κατευθύνσεις διερευνά ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας, µε διαύλους τη σύγχρονη τεχνολογία, τις αποδοτικές φυλές και τα προγράµµατα εκτροφής.

23-34_cover

Πέτρος Γκόγκος

323
1

Η συγκυρία ενθαρρύνει επενδύσεις σε σύγχρονο εξοπλισµό σταβλικών µονάδων και δηµιουργία σιτηρέσιων που δίνουν την απαραίτητη ώθηση σε αποδόσεις και ποιότητα. Τα διεθνή πρότυπα ευζωίας υπαγορεύουν επίσης τα επόµενα βήµατα.

Nέο εμπορικό προσανατολισμό για προβατοτρόφους ξεκλειδώνουν οι ανερχόμενες καταναλωτικές τάσεις

∆ύο νέοι δρόµοι ανοίγονται για την εγχώρια προβατοτροφία, που προσφέρουν καινούρια ερεθίσµατα µαζί µε εµπορικές κατευθύνσεις για τους Έλληνες κτηνοτρόφους αφού άπτονται τόσο του κλάδου παραγωγής κρέατος όσο και της παραγωγής γάλακτος.

Η πρώτη καινούρια δίοδος έχει να κάνει µε τη ζήτηση που αναπτύσσεται στην αγορά κρέατος, όπου η υψηλή εστίαση αναζητά πρώτη ύλη από γηγενείς φυλές προβάτων, σπάζοντας κάπως τα καταναλωτικά στεγανά που περιορίζονται στο αρνί. Καλαρύτικα και πρόβατα Πελαγονίας τραβάνε το τελευταίο διάστηµα την προσοχή εκείνων που διαµορφώνουν τις γαστρονοµικές τάσεις και έρχονται να φουσκώσουν τη ζήτηση σε έναν κλάδο που κινείται στο όριο της ελλειµµατικότητας. Το παραπάνω έχει ενδιαφέρον, αφού η προβατοτροφία για την παραγωγή προϊόντων κρέατος από µεγαλύτερης ηλικίας ζώων και όχι αρνιά, είναι ένας από τους κλάδους που διαθέτει όλες τις  προϋποθέσεις να γίνει εξαγωγικός  και µάλιστα µε µεγάλες προσδοκίες, µετριάζοντας κάπως το αρνητικό εµπορικό ισοζύγιο στον εν λόγω κλάδο. Σύµφωνα µε στοιχεία της Ε∆ΟΚ, η ελληνική προβατοτροφία παράγει σήµερα κρέας µόνον έξι µήνες το χρόνο, όσο ταυτόχρονα οι απώλειες ζωικού κεφαλαίου εξαιτίας ζωονόσων φτάνουν το 25% και οι σχετικές ενισχύσεις κατευθύνονται σχεδόν µόνο στη διατήρηση  του ζωικού κεφαλαίου. Η προοπτική λοιπόν εµπορικής αξιοποίησης µεγαλύτερων ζώων από γηγενείς φυλές, διαµορφώνει ένα ισχυρό κίνητρο που βάζει σε τροχιά ανάπτυξης τον κλάδο, σε µια περίοδο µάλιστα που και ευρωπαϊκή αγορά βλέπει τις εισαγωγές από τη Νέα Ζηλανδία να περιορίζονται απότοµα µε ρυθµό 18%. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ήδη διαµορφώνεται µια γενετική βάση δεδοµένων για τη µελλοντική εύρεση γονιδίων σηµαντικών για τη διαφοροποίηση, βελτίωση και ορθολογική εκµετάλλευση των γηγενών φυλών προβάτων, καθώς και η ανάπτυξη ενός οδηγού εκτροφής και πάχυνσης αρνιών έως ενός έτους (άνω των είκοσι κιλών).


Ειδικά τυριά ορεινών όγκων

Ο δεύτερος εξίσου σηµαντικός δρόµος, έχει να κάνει µε τη διαµόρφωση ενός πλαισίου πιστοποίησης του τυριού και ιδίως της Φέτας µε τρόπο που ξεφεύγει από το δίπολο συµβατικό – βιολογικό, εστιάζοντας στο ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα της χώρας που είναι οι ορεινοί όγκοι και η βιοποικιλότητα.

Ζώα ελευθέρας βοσκής σε φυσικά λιβάδια παράγουν γάλα το οποίο θα µπορούσε να πιστοποιηθεί µε τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζει την παραγωγή µιας ειδικής κατηγορίας τυριού µε υψηλότερη προστιθέµενη αξία από αυτήν που προσφέρει ακόµα και η βιολογική διαδικασία παραγωγής. Αυτή η ενδιάµεση κατηγορία πιστοποίησης «παίζει» στο µυαλό αξιόλογων παραγόντων της εγχώριας αγοράς που κοιτούν τρόπους ώστε να ξεφύγουν από το βαρύ ανταγωνισµό που διαµορφώνουν οι οργανωµένες µονάδες σε ανταγωνιστικά κράτη.

Η επιλογή αυτής της οδού στην παρασκευή Φέτας, διαµορφώνει πολλαπλά οφέλη για την εγχώρια παραγωγή. Η αποµάκρυνση από τον ανταγωνισµό χωρών µε µεγάλες και καλά οργανωµένες µονάδες φέρνει πιο κοντά την παραγωγή υψηλής προστιθέµενης αξίας τυριών στην φυσιολογία της χώρας.

∆ιαµορφώνεται δηλαδή ένα µοντέλο παραγωγής κοµµένο και ραµµένο στα µέτρα της Ελλάδας, που το υπαγορεύει το ανάγλυφό της αλλά και ο διαπιστευµένος από σειρά ερευνών βοτανολογικός πλούτος των ελληνικών βουνών.

Επιπλέον ο δρόµος της πιστοποίησης τυριών από ορεινούς όγκους, κάτι που ήδη συµβαίνει στην περίπτωση γαλλικών τυριών από τα Πυρηναία, έρχεται να δώσει επιπλέον κίνητρα στους κατοίκους των περιοχών αυτών, βοηθώντας να συγκρατηθεί ο ρυθµός εγκατάλειψης που συντελείται εκεί. Βασικό ζητούµενο βέβαια, είναι να αποτυπωθεί στην τιµή του τυριού και της πρώτης ύλης αυτή η διαφορετική προσέγγιση.

Αν δεν ηταν οι ζωοτροφές

Νέες επενδύσεις και εκσυγχρονισµός µονάδων διαµορφώνουν το µοµέντουµ στην ελληνική αιγοπροβατοτροφία, µε τον κλάδο να οδηγεί ένα κύµα ενίσχυσης των τιµών παραγωγού, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε δυνατά θεµελιώδη και λιγότερο στις πληθωριστικές τάσεις των διεθνών αγορών.

Η βελτίωση της τιµής παραγωγού στο πρόβειο και γίδινο γάλα που διαµορφώνονται εδώ και µερικούς µήνες στα 1,20 και 0,75 - 0,80 ευρώ το κιλό αντίστοιχα, φαίνεται ότι έχει διευκολυνθεί µέχρι ένα βαθµό και από την ενεργοποίηση των ελεγκτικών µηχανισµών, που περιορίζουν αισθητά τον αθέµιτο ανταγωνισµό στην εγχώρια αγορά. Φυσικά, η φετινή συγκυρία βρίσκει τις κτηνοτροφικές µονάδες να πιέζονται σοβαρά από το κόστος των ζωοτροφών.

Μια πιο αισιόδοξη ανάγνωση της δεδοµένης συγκυρίας, δίνει αφορµή για την επανεξέταση του µοντέλου που εφαρµόζεται στην χώρα για την εισαγωγή και παραγωγή ζωοτροφών. Πρόκειται για έναν διάλογο που έχει ανοίξει εδώ και αρκετό καιρό και ήδη υλοποιούνται ερευνητικά προγράµµατα για την ανάπτυξη σιτηρεσίων που βασίζονται στις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, απαγκιστρώνοντας τη χώρα από τις ευµετάβλητες διεθνείς αγορές.














Σχόλια (1)
Προσθήκη σχολίου

16-10-2021 10:39Αγρότης

Ακριβώς! Δε νοείται να έχει την ίδια αξία το γάλα και κατ'επεκταση τα παράγωγά του, μιας εντατικής εκτροφής σε σύγκριση με μια εκτατική ή ημιεκτατική εκτροφή που στηρίζεται στη βόσκηση. Με την λογική αυτή,αν οι Γάλλοι αγοράσουν τριφύλλι και δημητριακά από την Ελλάδα, θα έχουν ανάλογης ποιότητας γάλα με τις ελληνικές εντατικές εκτροφές και κατ'επεκταση θα μπορούν να παράξουν φέτα. Αυτό που δε θα έχουν ποτέ ( και για το λόγο αυτό πρέπει να στηριχθεί επιπλέον ο συγκεκριμένος τύπος εκτροφής), είναι ο βοτανολογικος πλούτος της χώρας μας, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο αρθρογράφος.

Απάντηση
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία