
Οι τιµές ειδικά στις µεσόσπερµες ποικιλίες ρυζιού, οι οποίες καλύπτουν τις συντριπτικά περισσότερες εκτάσεις από τα συνολικά σχεδόν 200.000 στρέµµατα που καλλιεργούνται στην ευρύτερη περιοχή, είχαν καθοδική πορεία κλείνοντας πιο χαµηλά από τη σεζόν 2019-2020. Το θετικό είναι ότι δεν έµειναν αποθέµατα στις αποθήκες και αν µη τι άλλο δεν θα επηρεαστεί µε το… καληµέρα, αρνητικά η καινούρια σεζόν, για την οποία οι παραγωγοί και οι οργανώσεις τους θέλουν να πιστεύουν ότι διαµορφώνονται συνθήκες τα πράγµατα να είναι πολύ καλύτερα.
«Στα µεσόσπερµα ρύζια και ποικιλίες όπως η Ronaldo, που καλύπτουν πάνω από τα 2/3 της παραγωγής, το άνοιγµα της αγοράς ήταν θετικό, µε τις πρώτες πράξεις έως τα Χριστούγεννα να γίνονται στα 29-30 λεπτά το κιλό. Η συνέχεια, ωστόσο, δεν ήταν το ίδιο καλή και σταδιακά η τιµή υποχώρησε τελικά στα 27,5 λεπτά το κιλό. Περίπου αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και η µεσόσπερµη κρυσταλιζέ ποικιλία Luna που ξεκίνησε από τα 29 λεπτά, έφτασε στα 31 λεπτά και τελικά γύρισε στα 28 λεπτά το κιλό», ανέφερε στην Agrenda ο Χρήστος Γκαντζάρας, πρόεδρος του Συνεταιρισµού Ρυζοπαραγωγών Α’ Χαλάστρας.
Στις µακρύσπερµες ποικιλίες η συµπεριφορά της αγοράς ήταν καλύτερη µε την αρχή, όπως αναφέρει ο συνοµιλητής µας, να γίνεται µε πράξεις στα 30 λεπτά το κιλό και στη συνέχεια να σκαρφαλώνει στα 32 λεπτά το κιλό κι εν τέλει να κλείνει η σεζόν µε πράξεις ακόµη και στα 34 λεπτά το κιλό. «Οι ποσότητες, ωστόσο, είναι πολύ λιγότερες από τα µεσόσπερµα, ενώ το ίδιο συµβαίνει και µε τις καρολίνες, οι οποίες ξεκίνησαν από 36 λεπτά το κιλό και τώρα πωλούνται µε 38 λεπτά το κιλό», εξηγεί.
Ως αιτίες για το «πισωγύρισµα» των τιµών στις µεσόσπερµες ποικιλίες οι παραγωγοί «βλέπουν» δύο παράγοντες. Αφενός την απουσία από τις αρχές του 2021 και µετά από την εγχώρια αγορά Τούρκων εµπόρων και αφετέρου το αργοπορηµένο και µε προβλήµατα άνοιγµα της εστίασης και του Horeca, λόγω της πανδηµίας Covid-19. Κάποιες ποσότητες ρυζιού, µάλιστα, κατευθύνθηκαν για την παραγωγή αλεύρων, είπε στην Agrenda ο Βασίλης Κουκουρίκης, πρόεδρος του Συνεταιρισµού Β’ Ρυζοπαραγωγών Χαλάστρας.
«Οι Τούρκοι ήταν παρόντες έως τον Ιανουάριο, αλλά µετά σταµάτησαν να ψωνίζουν από την Ελλάδα και αναγκαστικά τα ρύζια µας έφυγαν για τις αγορές της Ευρώπης και κυρίως την Ισπανία, µε χαµηλές τιµές», αναφέρει ο κ. Κουκουρίκης. Πάντως δεν θεωρείται ότι οι Τούρκοι έχουν βρει άλλες αγορές για τις προµήθειές τους, διότι τα µεταφορικά κόστη είναι πολύ µεγάλα, και η γειτνίασή µας µε την Τουρκία, µας δίνει ένα πλεονέκτηµα έναντι του ανταγωνισµού.
Για τη νέα εµπορική σεζόν αν και ακόµη είναι πολύ νωρίς, ο κ. Γκατζάρας, του συνεταιρισµού Α’ Χαλάστρας δηλώνει «αισιόδοξος για τη νέα σεζόν και πιστεύω πως όλοι αυτοί που ερχόταν και ψώνιζαν από εµάς ρύζι και φέτος δεν πήραν καθόλου, θα έχουν εξαντλήσει τα αποθέµατά τους πλέον και πιστεύω ότι θα έρθουν να αγοράσουν. Επιπλέον, θέλω να πιστεύω πως του χρόνου θα έχει οµαλοποιηθεί η αγορά του τουρισµού», εξηγεί ο ίδιος.
Εκτός των προωθούμενων καλλιεργειών στα προγράμματα
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, εν τω µεταξύ, οι ρυζοπαραγωγοί του κάµπου της δυτικής Θεσσαλονίκης εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια και για τη µεταχείριση έναντι της καλλιέργειας, που τους «πετάει» από τα χρηµατοδοτικά προγράµµατα. «Έχουµε ένα σοβαρό θέµα µε τις νέες προκηρύξεις των νέων αγροτών και τα σχέδια βελτίωσης, που θα γίνουν το φθινόπωρο. Το ρύζι δεν έχει ενταχθεί στις προωθούµενες καλλιέργειες, που σηµαίνει πως τα παιδιά µας αν θέλουν να µείνουν και να επενδύσουν στην περιοχή, δεν έχουν την ευκαιρία να το κάνουν, γιατί η καλλιέργεια του ρυζιού δεν παίρνει µόρια, εξηγεί ο πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισµού Αγ. Αθανασίου, Παναγιώτης Γκούτας.
Το επιχείρηµα, λέει, είναι ότι το ρύζι είναι µη φιλική περιβαλλοντικά καλλιέργεια γιατί για να ευδοκιµήσει χρειάζεται πολλά νερά. «Αυτή η προσέγγιση έχει λογική για περιοχές όπως η Λάρισα και η Καρδίτσα. Εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια περιοχή καθαρά παθογενή µε εδάφη αλκαλικά και αλατούχα και αν δεν αρδεύσουµε µε καθαρό νερό, για να µειώσουµε την αλατότητα δεν θα µπορούµε να καλλιεργήσουµε τίποτε. Αν δεν σπείρουµε ρύζι, σε 3-4 χρόνια η περιοχή θα ερηµοποιηθεί και θα έχουµε ολική καταστροφή. Υπό αυτή την έννοια µιλάµε για µια 100% φιλοπεριβαλλοντική καλλιέργεια, η οποία φέρνει και πάνω από 100 εκατ. ευρώ έσοδα στην οικονοµία», είπε ο κ. Γκούτας και ζήτησε να τροποποιηθεί ο κανονισµός που λειτουργεί σε βάρος της καλλιέργειας.