BACK TO
TOP
Farming

Καλύτερα στα κτήματα παρά κάτω απ’ τον γρύλο

Ο Θανάσης Μωραΐτης απο τους πιο µικρούς σε ηλικία στη λαϊκή αγορά, (είναι µόλις 28 χρόνων), καλλιεργεί 30 στρέµµατα πράσινα λαχανικά (µαρούλια, σπανάκι, παντζάρια, καρότα, άνιθο, µαιδανό, ρόκα, µέντα, ραδίκια, αντίδια, ιταλικά χόρτα κι άλλα δεµατικά), όλα υπαίθρια, στα Μέγαρα, σε δικά του αλλά και νοικιασµένα χωράφια.

42-43_b

Λεωνίδας Λιάμης

113
0

Το µεγαλύτερο άγχος αλλά και κόστος τελικά, στην καλλιέργεια, αποδεικνύεται το νερό, το πότισµα δηλαδή, που πρέπει να είναι συχνό και άφθονο, ιδιαίτερα τις µέρες που δεν βρέχει. Ο Θανάσης διατηρεί µια γεώτρηση βάθους περίπου 200 µέτρων µέσα στα χωράφια που καλλιεργεί και είναι απο τους τυχερούς µπορεί να πει κανείς, αν και το κόστος λειτουργίας της γεώτρησης, το ηλεκτρικό ρεύµα δηλαδή, µπορεί να φτάνει σε απαγορευτικά ύψη, να ξεπερνά πολλές φορές και τα 700 µε 800 ευρώ το µήνα, χωρίς να κοιτά, το αντίστοιχο κέρδος απο την πώληση των προϊόντων, που ποτίζονται και καλλιεργούνται.

Στη δουλειά πέρασε µέσα απο τον πατέρα του, επίσης αγρότη, που φρόντισε να πάρει και ο γιός του άδεια στη λαϊκή αγορά, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τουλάχιστον κάποια σίγουρα έσοδα. Ο πατέρας 25 χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά απο το 1987 κι ο Θανάσης, την ακολουθεί πιστά εδώ και περίπου 8 χρόνια, παρ’ ότι το µεράκι του και οι σπουδές του, αφορούσαν τη µηχανική αυτοκινήτων.

Η ανάγκη για δουλειά, δηλαδή για επάγγελµα που ν’ αποδίδει έσοδα, τον τράβηξε το 2010 µόλις που γύρισε απο φαντάρος, απο την µεγάλη του αγάπη, τ’ αυτοκίνητα και τον έστειλε να λασπώνει τις µπότες του τουλάχιστον δυό φορές την εβδοµάδα στα χωράφια και τις υπόλοιπες να ιδροκοπά, πίσω απο τον καταπράσινο πάγκο του, στις λαϊκές των νότιων συνοικιών της Αθήνας απο τις 5 το πρωί µέχρι τις 3:30 το απόγευµα, πέντε φορές την εβδοµάδα.

Για τον δίχρονο γιο του πάντως κάνει άλλα σχέδια. «∆εν θα ήθελα να γίνει αγρότης. Η δουλειά είναι πολύ δύσκολη, σου παίρνει όλη τη µέρα, όλη την εβδοµάδα και οι απολαβές δεν είναι ισάξιες του µόχθου στο χωράφι».

 

Ανάµικτες µέρες

Κι ευτυχώς τα έξοδα µεταφοράς των προϊόντων, δεν είναι υπέρογκα, καθώς τα Μέγαρα βρίσκονται µόλις 50 χιλιόµετρα µακριά απο την Αθήνα,δεν είναι απο µακριά απο Νάουσα ή απο Έδεσσα, γιατί όπως µας εξοµολογείται, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης, υπάρχουν και µέρες που µπορεί να επιστρέφει στη βάση του, µε ζηµιές αντι για κέρδος. Είναι οι θλιβερές ηµέρες, όπου οι πελάτες είναι λιγοστοί και γυρίζουν απο πάγκο σε πάγκο, για να βρούν «σκοτωµένες» τις τιµές, αλλά ακόµη και τότε, αγοράζουν ελάχιστα πράγµατα ή και καθόλου.

Είναι οι µέρες που οι συνταξιούχοι κυρίως, που προτιµούν τις λαϊκές αγορές για τη βόλτα µαζί µε τα ψώνια της εβδοµάδας, έχουν εξαντλήσει το µεγαλύτερο ποσό της σύνταξης σε άλλες υποχρεώσεις, σε λογαριασµούς, ενοίκια και άλλα έξοδα και το βαλάντιό τους είναι εξαιρετικά φτωχό, για να υποσχεθεί γενναίες αγορές, πλήν των απολύτως απαραίτητων για το τραπέζι και ακόµη κι αυτών σε ποσότητες όσο το δυνατόν µικρότερες.

Τα ενοίκια χωραφιών στην περιοχή των Μεγάρων είναι µεγάλη υπόθεση, ανάλογα µε το πού θα πέσεις και πρέπει να φανείς αρκετά τυχερός για να έχεις ενα λογικό τίµηµα που να µην επιβαρύνει υπερβολικά το συνολικό κόστος παραγωγής. Βλέπετε η γη στα Μέγαρα, δεν ανήκει αποκλειστικά στους καλλιεργητές της. Κάθε άλλο µάλιστα. Πάντως τα χωράφια που νοικιάζει ο Θανάσης, όπως µας λέει, είναι και γόνιµα και δεν χρεώνονται πολύ ακριβά, κάτι για το οποίο νιώθει ιδιαίτερα τυχερός.

Για να αποδώσει το χωράφι ωστόσο χρειάζεται «όργωµα και ξανά όργωµα, επειδή τα πράσινα λαχανικά που καλλιεργώ, ανανεώνονται κάθε ενα ενάµιση µήνα, οπότε µπορεί και τέσσερις φορές να µπεί όργωµα».


Πολλαπλές σπορές

«Τα καρότα µπαίνουν δυό φορές το χρόνο, το πολύ τρεις, κάνουν να βγούν τρεις µε έξι µήνες», λέει. Και συνεχίζει: «Και ευτυχώς, αν και αργούν να γίνουν και αργούν να τελειώσουν, βγαίνουν σε ικανές ποσότητες έτσι ώστε να φτάνουν για να γεµίζει ο πάγκος ολόκληρο το χρόνο. Βέβαια τα σπανάκια κι αυτά, είναι αναλώσιµα τελειώνουν γρήγορα, οπότε γυρίζεις µέσα στα χωράφια όλο το χρόνο, τρεις και τέσσερις φορές, µπορεί να γίνεται και σπορά απο το ίδιο προϊόν σε άλλη χρονική στιγµή, σε διαφορετικό κοµµάτι γής που µένει ελεύθερο για σπορά».

 

Βασιλιάς του πάγκου είναι το σπανάκι

«∆εν φαίνεται λοιπόν να λείπει ποτέ η ευκαιρία να βρίσκεσαι στο χωράφι και οι κίνδυνοι που αντιµετωπίζει η υπαίθρια καλλιέργεια είναι σε όλους γνωστοί: Πολλά νερά το χειµώνα, µεγάλα κρύα ή και πρωινοί παγετοί ακόµη και την άνοιξη», εξηγεί ο Θανάσης.

Για τα µαρούλια όµως η σπορά µπορεί να γίνει περισσότερες φορές, µπορεί και τέσσερις και πέντε φορές το χρόνο.

«Τα µαϊντανά τα φυτεύεις και τα κρατάς, τα κρεµµύδια φυτεύονται άλλα το καλοκαίρι, άλλα το χειµώνα και πάντα η προσπάθεια είναι να έχουν την καλύτερη δυνατή ποιότητα, γιατί ο ανταγωνισµός στη λαϊκή είναι ανελέητος και η ποιότητα φαίνεται στα προϊόντα, δεν είναι κάτι που το γράφεις σ’ ενα κουτί, φαίνεται τι ποιότητα έχεις απλωµένη πάνω στον πάγκο».

Βασιλιάς του πάγκου, είναι το σπανάκι, αλλά «η δυσκολότερη καλλιέργεια είναι τα ραδίκια, που η ζήτηση τους είναι µε τον καιρό τους, δηλαδή δεν έχουν πάντα ζήτηση. Η συγκεκριµένη καλλιέργεια θέλει πολύ προσωπική παρουσία στο χωράφι, καθώς δεν παίρνει φυτοπροστασία. Τα ζιζάνια αποµακρύνονται ενα ένα µε το χέρι. Λιπάσµατα µπαίνουν, αλλά είναι όλα εγκεκριµένα απο το υπουργείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ανταγωνισµός είναι σκληρός και πάντα σε βάρος των τιµών παραγωγού. Ιδιαίτερα το σπανάκι έχει µεγάλο ανταγωνισµό, αλλά όχι απο το κατεψυγµένο που πουλάνε τα σούπερ µάρκετ, απο το φρέσκο, εδώ µέσα, απο πάγκο σε πάγκο». Τα χωράφια είναι όλο «µπαλώµατα» δηλαδή, κοµµάτια απο διαφορετικά είδη, µισό στρέµα µαϊντανός, άλλο ένα στρέµµα χωρισµένο στη µέση, έχει καρότα και πατζάρια, ή µαϊντανό µε άνιθο.

Δοκίμασαν το χοντρεμπόριο και γύρισαν στη λαϊκή αγορά

Για την καλλιέργεια των χωραφιών του ο Θανάσης Μωραΐτης διατηρεί δύο τρακτέρ, ένα 75 ίππων κι ενα µικρότερο 45 ίππων, που µοιράζονται τις δουλειές ανάλογα µε τις ανάγκες και το βαθµό δυσκολίας το καθένα. Λεφτά για µηχανήµατα σποράς δεν υπάρχουν κι έτσι η σπορά, µε σπόρους ελληνικούς απο τοπικό γεωπόνο στα Μέγαρα, γίνεται µε το χέρι. Η επαφή µε το χωράφι, µετράει άλλη δυναµική χωρίς τα µηχανήµατα.

Τα εργατικά χέρια είναι απαραίτητα σ όλες τις διαδικασίες, σπορά, καλλιέργεια, πότισµα και κοπή και όταν δεν φτάνουν τα δικά του και των πέντε µελών της οικογενείας του, προσλαµβάνονται τουλάχιστον άλλοι τρείς εργάτες. «Αν κάποτε τα καταφέρουµε, στόχος για το µέλλον, µπορεί να βρούµε και χρήµατα για αγορά µηχανηµάτων σποράς», λέει µε µάλλον αισιόδοξο ύφος και έχει κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος, αφού είναι νέος, µόλις 28 χρόνων κι έχει όλο το χρόνο µπροστά του. Το επάγγελµα ζητά αρκετά συχνά εκσυγχρονισµό και συντονισµό µε την αγορά και τις ιδιαίτερες κλιµατικές συνθήκες.

«Το επάγγελµα µας δεν το προτιµούν οι νέοι. Είναι δύσκολο πολύ. Μπορεί να έχει σίγουρο καθηµερινό µεροκάµατο, αλλά η γενιά η δικιά µας δεν κοιτά πλέον το δύσκολο, αλλά το εύκολο. Βέβαια κι εµείς µπορεί κάποια στιγµή, να µη συµφέρει πλέον να ερχόµαστε εδώ πέρα. Να εγκαταλείψουµε. Η καλλιέργεια κοστίζει πολύ περισσότερο τώρα απ’ ότι πριν απο 8 χρόνια. ∆ΕΗ για να βγάλεις το νερό απ’ τη γεώτρηση, πετρέλαια για τα τρακτέρ, τα έξοδα µεγάλωσαν και τα έσοδα ... λιγοστεύουν. Στο µεταξύ όσοι καλλιεργούµε κοντά στην Αθήνα δεν έχουµε καµία βοήθεια ή επιδότηση, ενώ και οι νέοι καλούνται να ξεκινήσουν πρώτη φορά στο επάγγελµα µε 15.000 ευρώ βοήθηµα. Τι να πρωτοφτάσει να κάνουν µ’ αυτά;». Και τα µεγάλα κενά ανάµεσα στους πάγκους στη λαϊκή του Κολωνού, επιβεβαιώνουν τα λόγια του. Πολλοί, παραγωγοί κι εεπαγγελµατίες,  έχουν εγκαταλείψει και οι θέσεις τους µένουν κενές.

Παρ όλα αυτά, ο Θανάσης ψηφίζει καθαρά και ξάστερα λαϊκή αγορά, γιατί όπως µας λέει, «πολύς κόσµος δοκίµασε και µε το χονδρεµπόριο και δεν τα πήγε καλά. Υπάρχουν άνθρωποι που παλέψαν για τη χονδρική, αλλά έχουν χρωστούµενα πολλά». Κάπως έτσι η λαϊκή αγορά, φαντάζει µονόδροµος.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, µας διακόπτουν οι πελάτες του, γνωστοί οι πρισσότεροι, οι οποίοι ζητούν σπανάκι κυρίως, αλλά και καρότα, κρεµύδια κι αντίδια. Ο Θανάσης τους εξυπηρετεί µε άνεση, τινάζοντας µε θόρυβο, πότε τα 50 λεπτά, πότε το ένα ευρώ, που παίρνει απο τον πελάτη, στην ανοιχτή ταµειακή του µηχανή.

Απο τα ψιλά, δηλαδή τα «µπακίρια» στην ταµειακή, καταλαβαίνεις µε µια µατιά, τι ποσότητες και σε τι τιµές αγοράζει ο καταναλωτής απο τον πάγκο. Σπάνια βγαίνει απο το πορτοφόλι τάληρο ή δεκάρικο πλέον.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

Ροή Ειδήσεων

Ροή Ειδήσεων Προγράμματα Farming Πληρωμές