Υπενθυμίζεται πως η Ιταλία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα ακτινιδίου μετά τη Ν. Ζηλανδία και οι απώλειες που προκαλεί η ασθένεια ανέρχονται σε εκατομμύρια ευρώ. Για αυτό το λόγο, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε η υπουργός, είναι επείγουσα ανάγκη να επιλυθεί το μυστήριο γύρω από αυτή, γεγονός που μπορεί να επιτευχθεί με τη συμβολή όλων των ειδικών.
Η άγνωστης, προς το παρόν, αιτιολογίας ασθένεια εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2012 στη Βερόνα και έκτοτε έχει δημιουργήσει προβλήματα της καλλιέργειας σε περιοχές που έως τότε ευδοκιμούσε για δεκαετίες το φυτό. Μάλιστα, πρόσφατες μελέτες φανερώνουν πως σε ορισμένες περιοχές εξαιτίας της ασθένειας έχει επηρεαστεί το 80% των φυτών. Σημειώνεται πως παρόμοια συμπτώματα έχουν εκδηλωθεί και σε καλλιέργειες ακτινιδιού και σε άλλες χώρες όπως είναι η Γαλλία η Ισπανία, η Τουρκία, η Ιαπωνία και η Κίνα, χωρίς, όμως, την ένταση που εμφανίζει η προσβολή στην Ιταλία.
Καθώς πρόκειται για μια ασθένεια που ξεκινά από τις ρίζες, η έγκαιρη διάγνωση δεν είναι εφικτή και γίνεται αντιληπτή μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα στα φύλλα. Μετά την αρχική προσβολή, η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη: επέρχεται μάρανση στα φύλλα, ενώ το ριζικό σύστημα σαπίζει. Σε διάστημα 10 ημερών, προκαλεί καθολική φυλλόπτωση, αφήνοντας τους καρπούς εκτεθειμένους στον ήλιο. Σε 1-2 χρόνια, το φυτό ξεραίνεται και «πεθαίνει».
Όσον αφορά την προέλευση της ασθένειας, οι ειδικοί έχουν εξετάσει ατελέσφορα τις πιο πιθανές αιτίες γύρω από αυτήν, η οποία, ωστόσο, συνεχίζει να καταστρέφει τόσο νέα, όσο και παλιά φυτά, είτε αυτά βρίσκονται σε νέες φυτείες είτε σε παραδοσιακές καλλιέργειες. Παρά το γεγονός ότι η ταχύτητα εξάπλωσής της στο φυτό είναι ραγδαία, φυτά γειτονικά με τα ασθενή είναι δυνατόν να παραμένουν υγιή.