
Το ημίπτερο Nezara viridula, κοινώς πράσινη βρωμούσα, προκαλεί προβλήματα σε πληθώρα καλλιεργειών, προσβάλλοντας από φυλλώδη λαχανικά, πιπεριές και τομάτες έως καρποφόρα δέντρα και καλλωπιστικά φυτά. Το έντομο παρουσιάζει ιδιαίτερη προτίμηση στην ντομάτα, το καλαμπόκι και τα φασόλια, ενώ μπορεί να προσβάλει και φρούτα από καρποφόρα δέντρα. Σημεία προσβολής είναι τα νεαρά φύλλα και οι καρποί.
Μπορεί το έντομο να μην πληροί επί του παρόντος τα κριτήρια επιβλαβούς οργανισμού καραντίνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο προσβολές όπως αυτές που παρατηρήθηκαν στην Ιταλία το 2019, αποδεικνύουν την ανάγκη να αντιμετωπίζεται σοβαρά κάθε ασθένεια που μπορεί να επηρεάσει το ύψος της παραγωγής.
Υπενθυμίζεται ότι το 2019 η βρωμούσα προκάλεσε σοβαρές ζημίες στην παραγωγή οπωροκηπευτικών στις πληγείσες περιφέρειες, προσβάλλοντας αχλάδια, ροδάκινα και νεκταρίνια, μήλα, ακτινίδια, κεράσια και βερίκοκα. Η ζημία που υπέστησαν τα οπωροκηπευτικά τα καθιστά ακατάλληλα τόσο για κατανάλωση όσο και για μεταποίηση και εκτιμάται ότι οι απώλειες που προκάλεσε στους παραγωγούς οπωροκηπευτικών στις πληγείσες περιφέρειες ανήλθαν σε 500 εκατ. ευρώ μόνο για το 2019. Την χρονιά εκείνη πολλές οργανώσεις παραγωγών στις πληγείσες περιφέρειες απώλεσαν μεγάλο μέρος ή ακόμη και ολόκληρη τη συγκομιδή οπωροκηπευτικών τους λόγω της βρωμούσας.
Το έντομο διαθέτει στοματικά μόρια μυζητικού τύπου και προκαλεί οπές σε καρπούς και φύλλα των ξενιστών του, οι οποίες στη συνέχεια καφετιάζουν, οδηγώντας σε μείωση της εμπορικής αξίας του προϊόντος. Η ζημιά που προκαλεί το ημίπτερο δεν περιορίζεται στις νεκρωτικές κηλίδες σε καρπούς και φύλλα, καθώς εκτεταμένη προσβολή οδηγεί σε πρωίμιση της καλλιέργειας, οδηγώντας σε φαινόμενα μικροκαρπίας και μείωση του όγκου παραγωγής, ενώ οι οπές που ανοίγονται αποτελούν και πηγή εισόδου μυκήτων και βακτηρίων στον φυτικό οργανισμό. Οι βρωμούσες προκαλούν επίσης κατσάρωμα, σκίσιμο και ξήρανση στα φύλλα, καθώς το σάλιο τους περιέχει τοξικές ουσίες για τα φυτά. Ιδιαίτερη προστασία απαιτούν τα νεαρά φυτά φυλλωδών λαχανικών, καθώς όταν προσβάλλονται από βρωμούσες σταματούν να αναπτύσσονται και παραμένουν καχεκτικά.
Συνήθως ο πληθυσμός τους δεν είναι αρκετά υψηλός για να δικαιολογείται γενικευμένος ψεκασμός, με γεωπόνους να αναφέρουν πως το προληπτικό θειάφισμα των λαχανικών αποτελεί μία κοινή πρακτική που λειτουργεί, καθώς το θειάφι έχει ήπια εντομοκτόνο δράση, ενώ πολλοί καλλιεργητές χρησιμοποιούν φωτεινές παγίδες (συχνά αυτοσχέδιες) για να προσελκύσουν τις βρωμούσες και να τις απομακρύνουν από την καλλιέργεια. Σε περιπτώσεις μικρών κλήρων και ήπιας προσβολής, είναι δυνατή και η απομάκρυνση με το χέρι, φορώντας κατάλληλα χοντρά γάντια, προς αποφυγή της άσχημης οσμής που χρησιμοποιεί το έντομο για να αμυνθεί όταν απειλείται. Στην γειτονική Ιταλία το 2019 επιτράπηκε η χρήση σφήκων Trissolcus japonicus και Trissolcus mitsukurii (σφήκες «σαμουράι») ως ανταγωνιστικά έντομα, που αποτελούν μέτρο βιολογικού ελέγχου, όμως δεν είναι σαφές, επί του παρόντος, κατά πόσον είναι αποτελεσματική αυτή η βιολογική μέθοδος ελέγχου της βρωμούσας.