
Το λάθος – εκ πρώτης όψεως – ήταν η ανακοίνωση της κυβέρνησης για μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές κατά 45 δισ. στερλίνες (50 δισ. δολάρια), ύψους 2% του ΑΕΠ. Οι εμπνευστές του σχεδίου πίστευαν, πιθανώς λανθασμένα, ότι αυτό θα τονώσει την πρωτοβουλία, τις επενδύσεις και συνεπώς την ανάπτυξη. Υπήρχε επίσης ένα πιο ακριβό πακέτο για την επιδότηση των καταναλωτών ενέργειας, το πιο γενναιόδωρο τέτοιο πρόγραμμα τότε στην Ευρώπη, ύψους 200 δισεκατομμυρίων λιρών περίπου, ή 9% του ΑΕΠ. Αυτά είναι μεγάλα νούμερα, φυσικά, αλλά το επίπεδο του δημόσιου χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, για να μην αναφέρουμε την Ιταλία ή την ακόμη πιο ακραία περίπτωση της Ιαπωνίας.
Οι νέες δαπάνες και τα ελλείμματα εσόδων δεν θα μετέτρεπαν, από μόνες τους, το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια νέα Ελλάδα ή Αργεντινή. Το πραγματικό λάθος της Τρας μπορεί να ήταν ότι πήρε στα σοβαρά χαλαρά λόγια για το πώς η εποχή του φθηνού χρήματος και των ουσιαστικά αρνητικών επιτοκίων έκαναν δωρεάν την κάθε είδους δημόσια δαπάνη, καθώς το χρέος δεν θα έπρεπε να αποπληρωθεί και το κόστος εξυπηρέτησής του θα υποχωρούσε.
Η προσέγγιση του τι συνέβη στην Τρας όσον αφορά τη σύγκρουση των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών χάνει ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας: την ευπάθεια βασικού τμήματος του χρηματοπιστωτικού τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου στην αύξηση των επιτοκίων και στην πτώση των τιμών των ομολόγων. Ο κλάδος των συνταξιοδοτικών ταμείων, δεσμευμένος να πληρώσει για πολιτικές καθορισμένων παροχών, είχε μόχλευση τα διαθέσιμά του στο δημόσιο χρέος προκειμένου να κυνηγήσει υψηλότερες αποδόσεις.
Υπήρξε σαφής αποτυχία από τις ρυθμιστικές αρχές και τους πολιτικούς να εντοπίσουν έναν μηχανισμό που έστησε παγίδα στις κυβερνήσεις. Η Τρας πυροδότησε μια περίεργη βρετανική νάρκη που θα μπορούσε να είχε εκραγεί σε οποιοδήποτε σημείο την τελευταία δεκαετία. Η αποτυχία της Τρας σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός λαϊκισμός, που συμμερίζεται ο προκάτοχός της, Μπόρις Τζόνσον, αποκλείεται πλέον από τη Βρετανία. Αλλά τώρα ο λαϊκισμός αυτός είναι πιο επικίνδυνος και αλλού. Οι πολιτικοί δεν είναι πλέον ελεύθεροι να αναλαμβάνουν μεγάλα στοιχήματα για το μέλλον.
Ο James Harold είναι καθηγητής Ιστορίας και διεθνών σχέσεων στο Princeton University.