Αυτή η μείωση της εκτιμώμενης συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής, αποδίδεται από την Eurostat στις αρνητικές επιδόσεις που κατέγραψαν πέντε από τα επτά βασικά κράτη μέλη της ΕΕ στον αγροτικό τομέα: Γαλλία (-2,1%), Ιταλία (-2,6%), Γερμανία (-2,9%), Ολλανδία (-3,1%) και Ρουμανία (-9,4%).
Από την άλλη, σημειώθηκε αύξηση στην αξία της αγροτικής παραγωγής της Ισπανίας κατά 2,4% και της Πολωνίας κατά 6,6%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις ήταν για την Κροατία (+7,0%) και τη Λιθουανία (+7,9%).
Εν τω μεταξύ, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παρήγαγε η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ υποχώρησε και αυτή κατά 2,2%, γεγονός που οφείλεται στην περιορισμένη υποχώρηση κατά 0,8% του κόστους των εισροών και υπηρεσιών που αξιοποιούν οι αγρότες, τη στιγμή που η αξία της αγροτικής παραγωγής ακολούθησε μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης (-1,4%).
Το γεωργικό εισόδημα ανά μονάδα εργασίας στην ΕΕ εκτιμάται κατά 1,5% χαμηλότερο το 2020 σε σύγκριση με το 2019. Αυτή η ελαφρά μείωση στο επίπεδο της ΕΕ περιλάμβανε χαμηλότερα γεωργικά εισοδήματα σε 5 από τους 7 μεγαλύτερους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων: την Ιταλία (-4,9 %), τις Κάτω Χώρες (-5,1%), τη Γαλλία (-7,6%), τη Ρουμανία (-13,8%) και τη Γερμανία (-14,6%), με τον πιο έντονο ρυθμό μείωσης μεταξύ των κρατών μελών.
Ωστόσο, η πλειονότητα των κρατών μελών σημείωσε αύξηση σε αυτόν τον δείκτη το 2020. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Λιθουανία (+30,2%), στην Κροατία (+13,2%), στην Ισπανία (+13,0%) και στην Ουγγαρία (+11,6%).
Σύμφωνα με στοιχεία της Εurostat, η γεωργική βιομηχανία στην ΕΕ δημιούργησε εκτιμώμενη ακαθάριστη προστιθέμενη αξία 177 δισ. ευρώ το 2020. Με απλά λόγια, για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται για το κόστος αγαθών και υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία παραγωγής, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ δημιούργησαν προστιθέμενη αξία 0,75 ευρώ.
Η συνολική αξία της γεωργικής παραγωγής το 2020 ήταν περίπου 411,8 δις. ευρώ, εκ των οποίων περίπου η μισή (52,8%) προήλθε από καλλιέργειες (συμπεριλαμβανομένου του 14% από λαχανικά και κηπευτικά και 11,2% από δημητριακά) και μόλις κάτω από τα δύο πέμπτα (38,6%) από ζώα και ζωικά προϊόντα (συμπεριλαμβανομένου του 13,1% από γάλα και 9,6% από χοίρους). Το υπόλοιπο προήλθε από γεωργικές υπηρεσίες και αδιαχώριστες μη γεωργικές δραστηριότητες.