
Ο νόστος και η εξιδανίκευση για τον τόπο αναφοράς και καταγωγής του, τον οδήγησαν µετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα οικονοµικά και πάλι στα Ψαρά, ένα νησί µε πληθυσµό που σήµερα δεν υπερβαίνει τους 400 κατοίκους. Άσκησε τον πρώτο καιρό το επάγγελµά που είχε σπουδάσει, καθώς δούλεψε ως οικονοµικός σύµβουλος στον δήµο Ψαρών. Αρκετά σύντοµα όµως συνειδητοποίησε την ροπή του προς ένα επάγγελµα που θα µπορούσε να του προσφέρει την επικοινωνία και την επαφή µε τη φύση που ο ίδιος αποζητούσε, προσφέροντάς του ταυτόχρονα τα προς το ζην.
«Σπούδασα οικονοµικά και έζησα στην Αθήνα στα πρώτα χρόνια της ζωής µου. Κάποια στιγµή απέκτησα λίγα µελίσσια ως ερασιτέχνης µελισσοκόµος, επηρεασµένος από την παράδοση του νησιού στη µελισσοκοµία», αφηγείται ο Καραγιώργης.
«Παρά το γεγονός ότι είχε ο παππούς µου µελίσσια, κατά τη δεκαετία του 1980 κάποια στιγµή εγκατέλειψε το επάγγελµα και δεν υπήρξε συνεχιστής. Όλα αυτά συνέβησαν σε µία εποχή που η βαρόα έπληξε τα µελίσσια στην Ελλάδα. Είχα ακούσει µόνο κάποιες διάσπαρτες οικογενειακές ιστορίες για τα µελίσσια του παππού, καθότι δεν έζησα ποτέ κοντά στα µελίσσια για να γνωρίσω το επάγγελµά του».
Επαγγελµατικά ενεπλάκη µε τη µελισσοκοµία από το 2015 και ύστερα. Μόλις πριν από ένα χρόνο συνέστησε και µία οικοτεχνία, µε στόχο να µεταποιεί υποπροϊόντα του µελιού όπως κεραλοιφή, πετιµέζι και ξύδι από µέλι, το παραδοσιακό γλυκό των Ψαρρών, την µελοκουρκούτα. Πρόκειται για να προϊόν που προσοµοιάζει στη µουσταλευριά µε κύρια συστατικά το µέλι, το νερό, τους ξηρούς καρπούς, το αλεύρι. Επόµενο βήµα είναι η πιστοποίηση του µελιού ως βιολογικού προϊόντος.
«Όταν ακούω κάποιον να επιχειρεί στα νησιά, πιστεύω ότι είναι τρελός»
«Όταν το 2010 γύρισα και πάλι στα Ψαρά, αφήνοντας πίσω µου την Αθήνα, ήµουν παρακινούµενος από τον ροµαντισµό µου. Μετά την εγκατάστασή µου στο νησί, έγινα περισσότερο ρεαλιστής. Η διαµονή σε ένα µικρό νησί παρουσίασε εξαρχής θετικές αλλά και αρνητικές παραµέτρους. Βασικότερα προβλήµατα αποτελούν η δυσχέρεια στην επικοινωνία, αλλά και οι µεταφορές. Συχνά όταν ακούω κάποιον να επιχειρεί στα νησιά, πιστεύω ότι το κάνει γιατί είναι τρελός. Ενδεικτικό είναι ότι µία παλέτα χρειάζεται µόλις 5 ευρώ για να φτάσει από την Αθήνα σε κατάστηµα της πόλης, ενώ θα χρειαστεί 35 ευρώ από τα Ψαρά για να ταξιδέψει στην Αθήνα», εξηγεί ο Ανδρέας.
Όπως λέει µεταξύ άλλων, το µεταφορικό ισοδύναµο που έχει θεσπίσει το κράτος δεν επαρκεί παρά ελάχιστα για να καλύψει τα έξοδά του. «Έτσι, εάν υποθέσουµε ότι το κόστος αποστολής µίας παλέτας στην Αθήνα µέσω Χίου ανέρχεται στα 35 ευρώ, η κάλυψη του µεταφορικού κόστους δεν υπερβαίνει τα 10 ευρώ ανά παλέτα».
Παραγωγή έως 2 τόνων ετησίως
Σε µία παραγωγική χρονιά χωρίς σηµαντικές κλιµατικές µεταβολές, ο Καραγιώργης βγάζει από τα µελίσσια του περίπου 2 τόνους µέλι. Κάτι που δεν συνέβη κατά την περσινή χρονιά, όπου η παραγωγή λόγω του έντονου καύσωνα δεν προσέφερε πάνω από 700 κιλά. «Οι καύσωνες επηρέασαν την ανθοφορία του θυµαριού. Το γεγονός αυτό συνέτεινε στην περιορισµένη παραγωγή, σε συνδυασµό µε τους ήδη µειωµένους φυσικούς πόρους λόγω µίας παλαιότερης πυρκαγιάς, η οποία κατέστρεψε ένα µεγάλο µέρος του θυµαρότοπου που διαθέτει το νησί».
Η µοναδική ποικιλία που εκµεταλλεύονται οι συνολικά 20 µελισσοκόµοι - επαγγελµατίες και ερασιτέχνες - που δραστηριοποιούνται στα Ψαρά, είναι το θυµάρι. Ο λόγος είναι ότι το ρείκι που φύεται στο νησί είναι ελάχιστο για να καλύψει τις ανάγκες τους. «Έχουµε µία πολύ µικρή παραγωγή σε ρείκι κι έχουµε αποφασίσει ότι δεν την τρυγάµε για να βρίσκει τον χειµώνα να τραφεί η µέλισσα», αναφέρει ο µελισσοκόµος.