Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που άρχισε κυριολεκτικά να χάνει την επαφή της με τους αγρότες από την επομένη των εθνικών εκλογών του 2023, δηλαδή από τη στιγμή που κλήθηκε να αναλάβει την ευθύνη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ο Λευτέρης Αυγενάκης, τους τελευταίους έξι μήνες και με αφορμή την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, προκαλώντας το περί δικαίου αίσθημα των ανθρώπων της υπαίθρου και ολόκληρης της κοινωνίας.
Ξεφυλλίστε σε υψηλή ανάλυση την εβδομαδιαία Agrenda
Οι ενοχές για όσα δεν μπήκε στον κόπο να διορθώσει στην ώρα τους (το αντίθετο μάλιστα), σε συνδυασμό με τις αγωνίες του πολιτικού κόστους που θα μπορούσε να έχει, σε μια κρίσιμη καμπή για το κυβερνών κόμμα, οδήγησαν το κυβερνητικό επιτελείο σε έναν επικοινωνιακό ορυμαγδό. Σε μια ρητορική εκτός πραγματικότητας και σε έναν τακτικισμό ο οποίος εξέθετε αδιακρίτως το σύνολο των αγροτών και όχι τους πραγματικούς υπαίτιους αυτής της απάτης και τους ελάχιστους, κατ´ επίφασιν αγρότες, που συνεργάστηκαν μαζί τους. Ακόμα και σήμερα, τα κυβερνητικά πυρά αφήνουν εκτός στόχου τη συμμορία του ΟΣΔΕ και τους κατεξοχήν υπεύθυνους για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Σε αυτή τη λογική και με αυτό το σκεπτικό, προκρίθηκε και η ιδέα της Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία, μπορεί προσωρινά να κατένειμε τις ευθύνες μεταξύ των κομμάτων που άσκησαν εξουσία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από την άλλη, όμως, έστρεψε την οργή και τα βέλη της κοινωνίας των αγροτών στους σημερινούς κυβερνώντες.
Σημειωτέον ότι πέραν των επικοινωνιακών χειρισμών που προκαλούν καθημερινά οργή και αντιδράσεις, εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες βρέθηκαν τους τελευταίους έξι μήνες αγκαλιά με την οικονομική ανέχεια και τη χρεοκοπία.
Κι αυτό γιατί, την ήδη δύσκολη οικονομική θέση της πλειοψηφίας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, λόγω ελλιπούς ανταγωνιστικότητας, επιβάρυνε η επί μήνες διακοπή και σίγουρα μεγάλης καθυστέρηση όλων των πληρωμών των κάθε είδους ενισχύσεων, προς τους αγρότες.
Στο σημείο αυτό η κυβέρνηση έκανε ένα ακόμα μεγάλο λάθος. Θεώρησε ότι η οικονομική ανέχεια και ο φόβος της χρεοκοπίας θα «μούδιαζε» τους αγρότες και θα τους κρατούσε κλεισμένους στα σπίτια τους. Δεν περίμενε αυτή την ενθουσιώδη προσέλευση στα μπλόκα, αυτή την γενικευμένη αντίδραση κι αυτή την αποφασιστική στάση, ανεξαρτήτως παραγωγικού κλάδου και ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Έτσι, ακόμα και τη στιγμή που οι πληρωμές άρχισαν να κινούνται και πάλι, με πολλά εννοείται προβλήματα, καθώς το σύστημα πληρωμών παρέμεινε ίδιο, ήταν πολύ αργά για να καμφθεί το κύμα αντιδράσεων των αγροτών και να επιστρέψουν τα τρακτέρ στις εστίες τους.
Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά μισόλογα, οι σκόπιμες αοριστίες και τα μπρος πίσω σε ό,τι αφορά, επί μέρους, θεσμικού χαρακτήρα διευθετήσεις, μετά ή άνευ οικονομικού αντικειμένου, έχει θολώσει την ατμόσφαιρα, έχει επιβαρύνει περαιτέρω το κλίμα και έχει κάνει δύσκολη την υπόθεση του διαλόγου.
Σήμερα η αντιπαράθεση αγροτών - κυβέρνησης έχει μπει σε περίεργη τροχιά. Καθώς το «χαρτί» του διαλόγου μοιάζει να έχει καεί, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο πλευρές έχει χαθεί και ο «κλεφτοπόλεμος» στη σφαίρα της επικοινωνίας καλά κρατεί.
Αυτή τη φορά μάλιστα, η τακτική των εντυπώσεων μάλλον παίζεται καλύτερα από την πλευρά των αγροτών. Οι οποίοι, έχοντας αποφύγει τον πλήρη αποκλεισμό των εθνικών δρόμων και διευκολύνοντας μεθοδικά τις παρακαμπτηρίους ή και την «ευθεία διέλευση», έχουν πάρει τον κόσμο με το μέρος τους. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα, αυτή που δείχνει να δυναμιτίζει το κλίμα, με τις δηλώσεις της και τους χειρισμούς της, είναι η κυβέρνηση.
Αντίθετα, η τακτική των αγροτών φαίνεται να αποδίδει, ειδικά σε ό,τι αφορά την «πολιτική φθορά» στο πεδίο της ευρύτερης αντιπαράθεσης. Οι επόμενες ημέρες και ειδικά η εξέλιξη των πραγμάτων κατά τη διάρκεια των εορτών θα κρίνει πολλά για τη συνέχεια.
Κι όπως έγραφε στο τελευταίο του φύλλο το Κυριακάτικο Βήμα, «καμία πολιτική δύναμη δεν κέρδισε την εξουσία χωρίς προηγουμένως να διαβάσει καλά την ελληνική κοινωνία και να πείσει ενδιάμεσα εισοδηματικά στρώματα ότι μπορεί να εγγυηθεί την πρόοδο της χώρας και την ευημερία των πολιτών». Κι αυτό, στην περίπτωση των αγροτών τουλάχιστον δεν φαίνεται να έχει αναλυθεί δεόντως, ούτε να έχει αντιμετωπισθεί με τρόπο μελετημένο και πειστικό.