BACK TO
TOP
Νομοθεσία

Κίνδυνος απώλειας 20% του αγροτικού εισοδήματος με τη νέα ΚΑΠ, λέει ο Συνήγορος του Πολίτη

Στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, την πορεία ολοκλήρωσης του τρέχοντος προγράμματος και τον σχεδιασμό για την επόμενη περίοδο (2021-2027) αναφέρεται ο Ανδρέας Ποττάκης, Συνήγορος του Πολίτη με άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο. Αφού παραθέτει τις προτάσεις της Επιτροπής που έχουν συγκεντρώσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, συγκεκριμένα αυτές σχετικά με τη μείωση συνολικά της χρηματοδότησης της ΚΑΠ, την ενίσχυση της επικουρικότητας για τα κράτη-μέλη στους πυλώνες της κοινής πολιτικής, και την αναδιανομή των ενισχύσεων εντός της Ένωσης, μεταφέρει εκτιμήσεις ότι από την εφαρμογή τους το αγροτικό εισόδημα ενδέχεται να πληγεί κατά 20% και καλεί σε ένα συνολικό εθνικό αναπτυξιακό πλάνο που θα εστιάζει στην αντιμετώπιση των όποιων δυσμενών συνεπειών της νέας ΚΑΠ. Κάνει ακόμη γνωστό ότι στις αρχές καλοκαιριού, ο Συνήγορος του Πολίτη θα δώσει στη δημοσιότητα έκθεση για τις άμεσες ενισχύσεις της ΚΑΠ στη χώρα, και γενικότερα για το σύστημα ενισχύσεων της πρωτογενούς παραγωγής.

aneacapeeeisodhma

21
0

Αναλυτικά το άρθρο του Ανδρέα Ποττάκη


Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που ξεκίνησε το 1962, βασίζεται σε τέσσερις άξονες, στην αγροτική ανάπτυξη, τη χρηματοδότηση, στις άμεσες ενισχύσεις προς τους γεωργούς και στα μέτρα για την αγορά, και σε δύο βασικούς πυλώνες, αυτόν των άμεσων ενισχύσεων προς τους παραγωγούς και εκείνον της αγροτικής ανάπτυξης. Εξακολουθεί να καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο ενιαίο προϋπολογισμό για την ΕΕ. Με κόστος περίπου 55 δις ευρώ ετησίως, η ΚΑΠ αντιπροσωπεύει το 40% των συνολικών δαπανών της ΕΕ σε σύγκριση με το 70% περίπου τη δεκαετία του 1970. Μολαταύτα, η γεωργία αποτελεί συνολικά ένα μικρό μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας: σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, αντιπροσωπεύει το 1,7% του ΑΕΠ και το 4,6% της απασχόλησης. Για τη χώρα μας, περισσότερο του 55% των συνολικών ενισχύσεων προορίζεται μέσω της ΚΑΠ για τον αγροτικό τομέα, αν και η δυναμική του αντιστοιχεί στο 3% της εθνικής οικονομίας.

Βαίνοντας προς την ολοκλήρωση του προγράμματος 2014-2020, ο σχεδιασμός της κοινής πολιτικής για τη νέα περίοδο (2021-2027) καλείται να δώσει απαντήσεις σε μία σειρά προκλήσεων για την αγροτική παραγωγή, τη θωράκιση του αγροτικού εισοδήματος, την επίτευξη των στόχων περιβαλλοντικής προστασίας, τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου.

Οι προκλήσεις αυτές προέρχονται από παράγοντες τόσο εντός της Ένωσης όσο και εξωγενείς. Η επιβολή κυρώσεων μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας και το εμπορικό εμπάργκο που έχει επιβληθεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης της Ουκρανίας θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της αναπλήρωσης του αγροτικού εισοδήματος στους πληγέντες παραγωγούς. Το ίδιο ισχύει και για τον διαφαινόμενο ανοιχτό εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Ήδη, το υπουργείο Εμπορίου της υπερδύναμης επέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ στις ισπανικές ελιές, ενώ έντονη ανησυχία εκφράζεται για την επέκταση της επιβολής αντίστοιχων δασμών και σε άλλα προϊόντα και άλλων χωρών στην ΕΕ, με ενδεχόμενες σοβαρές επιπτώσεις και στην ελληνική αγροτική οικονομία. Την ίδια στιγμή, το Brexit, αλλά και οι αυξημένες απαιτήσεις για την ασφάλεια και τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών επηρεάζουν τη διαμόρφωση νέων προτεραιοτήτων για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Παράλληλα, το δημογραφικό πρόβλημα επιδεινώνεται, με το 85% πλέον των αγροτών να υπερβαίνει το 40ο έτος ηλικίας, παρά τα μέτρα στήριξης νέων ηλικιακά παραγωγών. Τέλος, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί υπαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνικών αναπαραγωγής φυτών (NPBTs) και των τεχνολογιών παραγωγής σπόρων στη νομοθεσία για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (GMOs) χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από περιβαλλοντικές οργανώσεις, και ανέστειλε, τουλάχιστον προσωρινά, σκέψεις για ριζικό ανασχεδιασμό των μεθόδων αγροτικής παραγωγής εντός της Ένωσης.

Ενώπιον των προκλήσεων αυτών, η προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολιτική για την επόμενη περίοδο έχει ήδη προκαλέσει τις αντιδράσεις των ενώσεων παραγωγών, των εθνικών κυβερνήσεων, με τη διαμόρφωση μάλιστα μετώπου Γαλλίας-Γερμανίας, αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι σημαντικότερες των προτάσεων της Επιτροπής, που έχουν συγκεντρώσει και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, αφορούν τη μείωση συνολικά της χρηματοδότησης της ΚΑΠ, την ενίσχυση της επικουρικότητας για τα κράτη-μέλη στους πυλώνες της κοινής πολιτικής, αλλά και την αναδιανομή των ενισχύσεων εντός της Ένωσης.

Η μείωση της χρηματοδότησης της ΚΑΠ με παράλληλη αύξηση της εθνικής συμμετοχής, ιδίως στον 2ο πυλώνα της κοινής πολιτικής, έχει συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις από πλήθος κρατών-μελών. Η ενίσχυση της επικουρικότητας έχει επικριθεί όχι μόνο λόγω της επαπειλούμενης αύξησης της πολυπλοκότητας και γραφειοκρατίας, αλλά και ως μία απόπειρα «επανεθνικοποίησης» της ΚΑΠ, που θα έχει άμεσες συνέπειες και στον δημοκρατικό έλεγχό της, καθώς οι εθνικές προτεραιότητες και σχέδια θα εγκρίνονται από την Επιτροπή, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα απολέσει τον ρόλο του συνδιαμορφωτή και συν-νομοθέτη που με κόπο εξασφάλισε μετά τη συνθήκη της Λισαβώνας. Ταυτόχρονα, ο στόχος της νέας ΚΑΠ, κανένα κράτος-μέλος να μη λαμβάνει λιγότερο από το 75% του μέσου όρου της ΕΕ οδηγεί σε σταδιακή σύγκλιση πληρωμών επιδοτήσεων και φέρνει αντιμέτωπα τα 15 παλαιότερα μέλη (14, με την αποχώρηση του ΗΒ) με τα 13 που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά το 2004.

Οι πρώτες εκτιμήσεις για την εφαρμογή των προτάσεων της Επιτροπής για το αγροτικό εισόδημα είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Υπολογίζεται ότι η απώλεια στο αγροτικό εισόδημα μπορεί να αγγίξει το 20%. Με ό,τι αυτό σημαίνει για το ήδη συμπιεσμένο εισόδημα των παραγωγών.

Για τη χώρα μας, οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα αισθητές, μετά από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση και δημοσιονομική λιτότητα της τελευταίας δεκαετίας. Το σύστημα άμεσων αγροτικών ενισχύσεων στη χώρα ήδη αντιμετωπίζει συστημικά και χρόνια προβλήματα. Στις αρχές του καλοκαιριού, η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνήγορου του Πολίτη θα δημοσιοποιήσει μία συνολική αποτίμηση των βασικών ζητημάτων που έχουν ανακύψει στην εύρυθμη λειτουργία του πυλώνα των άμεσων ενισχύσεων της ΚΑΠ στη χώρα, και γενικότερα στο σύστημα ενισχύσεων της πρωτογενούς παραγωγής.

Μετά από πρόσφατη παρέμβαση της Αρχής, όπου επισημάνθηκε η έλλειψη προστασίας από κατασχέσεις των ενισχύσεων λόγω οφειλών στο Δημόσιο, νομοθετήθηκε ακατάσχετο όριο 7.500 ευρώ σε ετήσια βάση στη βασική αγροτική ενίσχυση. Η ρύθμιση, ωστόσο, μόνο μερικώς θα συμβάλει στην εξασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, καθώς δεν προβλέπει συνεκτίμηση του κατά περίπτωση ύψους της ενίσχυσης, του μεγέθους της εκμετάλλευσης για τον καθορισμό του ύψους του ορίου προστασίας από κατασχέσεις. Παράλληλα, η πρόσφατη ρύθμιση δεν καταλαμβάνει και την εξισωτική αποζημίωση, την αντισταθμιστική ενίσχυση, δηλαδή, που επιφυλάσσεται για παραγωγούς ορεινών ή μειονεκτικών περιοχών, με κίνδυνο την περαιτέρω πληθυσμιακή συρρίκνωσή τους και συμπίεση των εισοδημάτων των παραγωγών τους.

Το προσεχές διάστημα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τις μελλοντικές προοπτικές της εθνικής αγροτικής οικονομίας, του εισοδήματος των αγροτών και της ανάπτυξης της υπαίθρου. Το συνολικό εθνικό αναπτυξιακό πλάνο της επόμενης ημέρας θα πρέπει να εστιάσει στην αντιμετώπιση των όποιων δυσμενών συνεπειών της νέας ΚΑΠ. Και να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες για αποτελεσματικότερη λειτουργία των εθνικών μηχανισμών εφαρμογής της.

Σχόλια (0)
Προσθήκη σχολίου
ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ
Σχόλιο*
χαρακτήρες απομένουν
* υποχρεωτικά πεδία

News Wire

Πληρωμές Προγράμματα Προϊόντα Τεχνολογία