
Σε φάση μεγάλων ανακατατάξεων έχει εισέλθει τον τελευταίο καιρό ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας στη χωρά με το στοίχημα βέβαια να παραμένει ανοιχτό, καθώς η γνωστή έως σήμερα εκτατική κτηνοτροφία χάνει οριστικά το τρένο του εκσυγχρονισμού στο νέο περιβάλλον, δίνοντας τη θέση της στις μεγάλες εντατικής μορφής, κλειστού τύπου εκμεταλλεύσεις.
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχουν κοπάδια στα βουνά. Ήδη οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι μετριούνται στα δάχτυλα, ενώ χρόνο με το χρόνο βγαίνουν από το παιχνίδι της παραγωγής και οι τελευταίες αξιόλογες μονάδες προβατοτροφίας ελεύθερης βοσκής. Οι παλιοί περήφανοι τσελιγκάδες παύουν να υπάρχουν, οι νεότεροι δεν δείχνουν καμιά διάθεση να υιοθετήσουν αυτό τον τρόπο ζωής, ενώ τα ξένα εργατικά χέρια που κράτησαν ζωντανές αυτού του είδους τις εκμεταλλεύσεις για περισσότερα από 30 χρόνια, έχουν εξαντληθεί, χωρίς να δίνουν τη θέση τους σε καινούργια.
Ξεφυλλίστε σε υψηλή ανάλυση την εβδομαδιαία Agrenda
Με άλλα λόγια, η παράταση ζωής 30 χρόνων, δηλαδή από τη δεκαετία του '90 και μετά, που φαίνεται να πήρε και να εξάντλησε η εγχώρια προβατοτροφία, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αθρόα προσέλευση εργατικών χεριών, μετά την πτώση του Ανατολικού μπλοκ, κυρίως από τη γειτονική Αλβανία. Οι άνθρωποι αυτοί, σκληραγωγημένοι, προσαρμοσμένοι στη ζωή των ορεινών όγκων και αναγκασμένοι από τις περιστάσεις να βρουν δουλειά, μπήκαν γρήγορα στο πνεύμα της κτηνοτροφικής ζωής, προσφέροντας στις περισσότερες των περιπτώσεων, τεράστιο χέρι, όχι απλώς βοήθειας αλλά και περαιτέρω ανάπτυξης αυτών των εκμεταλλεύσεων. Έτσι, εκεί που η ορεινή κτηνοτροφία έπνεε τα λοίσθια, ένας κρίσιμος αριθμός παλιών αλλά και νεότερων αρχηγών εκμεταλλεύσεων, βρήκε τον τρόπο να κρατηθεί επιχειρηματικά στο παιχνίδι και σε συνδυασμό με κάποιες επενδύσεις σε υποδομές και εξοπλισμό (κυρίως αμελκτικά συστήματα και μέσα μεταφοράς), να διατηρήσει αυτό το μοντέλο παραγωγής.
Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν, ένας ευρύτερος σχεδιασμός για την κτηνοτροφία των ορεινών όγκων (με προσεκτική χάραξη δρόμων, εγκατάσταση φωτοβολταϊκών για ενεργειακή αυτονομία, ιδέες για προκατασκευασμένους στάβλους, χρήση φορητών μονάδων αρμέγματος κ.α.) δεν καταρτίστηκε, ούτε φυσικά μπήκε ποτέ σε ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης, με αποτέλεσμα οι μονάδες αυτής της μορφής να αρχίσουν πάλι να φθίνουν. Σημειωτέον ότι, την ίδια περίοδο, η παραγωγή γάλακτος (αλλά και κρέατος) αυτών των μονάδων, όχι μόνο δεν βρήκε μια άλλη περπατησιά υπεραξίας στην αγορά αλλά, αντίθετα, άρχισε να συναντά και την περιφρόνηση κάποιες φορές της μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας.
Οι πληροφορίες από πολλές περιοχές της χώρας θέλουν τις μεγάλες μεταποιητικές επιχειρήσεις του κλάδου, να αλλάζουν ριζικά την οργανωτική τους δομή σε ό,τι αφορά την παραλαβή του γάλακτος και φυσικά να πριμοδοτούν τις μεγάλες μονάδες κλειστού τύπου των πεδινών κατά βάση περιοχών, έναντι των διάσπαρτων μικρών μονάδων ελεύθερης βοσκής των ορεινών όγκων. Η λέξη «δεν βγαίνουμε» ακούγεται όλο και πιο συχνά από τα χείλη των εκπροσώπων κάθε βιομηχανίας όταν πρόκειται για συζητήσεις με μικρούς κτηνοτρόφους απομακρυσμένων περιοχών. Ταυτόχρονα, τα ιδιωτικά συνεργαζόμενα δίκτυα, που κάποιες βιομηχανίες έχουν εγκαταστήσει σε κάποιες περιοχές για την παραλαβή του γάλακτος από μεμονωμένους παραγωγούς, αποφεύγουν συστηματικά την ένταξη στο δίκτυό τους, δυσπρόσιτες μονάδες ή κακότροπους, όπως λένε για να δικαιολογήσουν την κατάσταση, προβατοτρόφους. Την ίδια στιγμή, το μικροβιακό φορτίο που ενδεχομένως να παρουσιάζει το «ταλαιπωρημένο γάλα» αυτών των μονάδων, αποτελεί ένα ακόμα λόγο διακοπής ή άρνησης της συνεργασίας, τουλάχιστον με τις μεγάλες και ανθηρές οικονομικά επιχειρήσεις του κλάδου.
«Κάποτε υπήρχαν 25 κοπάδια στο Ντένεσκο, σήμερα 3»
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η οικονομική επιβίωση των κτηνοτροφικών μονάδων αυτής της μορφής είναι πολύ δύσκολη. «Πριν από 15 χρόνια στο Ντένεσκο (Αετομηλίτσα) ανεβαίναμε 25 κοπάδια και τώρα είμαστε μόνο τρεις», τονίζει με νόημα στον Τυροκόμο, ο γνωστός από τη θητεία του στα κοινά του κλάδου και μάχιμος, μετακινούμενος (Θεσσαλία – Πίνδος) αιγοτρόφος, Μιχάλης Τζιότζιος. Με το δρόμο που έχουν πάρει τα πράγματα, σε λίγα χρόνια δεν θα έχει μείνει κανείς.
Αν το δούμε λίγο διαφορετικά, η αιγοπροβατοτροφία στη χώρα μας έχει περάσει για τα καλά στο δρόμο που ξεκίνησε πριν από δύο δεκαετίες περίπου η αγελαδοτροφία. Κι αυτό γιατί, είναι πλέον σαφές ότι οι μεγάλες μονάδες στον κλάδο της γαλακτοβιομηχανίας επιδοτούν κατά κάποιο τρόπο τη δημιουργία μεγάλων μονάδων κλειστού τύπου, καθώς εξασφαλίζουν μ’ αυτό τον τρόπο, μεγαλύτερες «δεξαμενές», παραγωγής ελεγχόμενης α΄ ύλης. Επομένως, αν τα πράγματα μείνουν στην αγορά, το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο. Αρκεί οι συνθήκες να εξασφαλίσουν το σημείο βιωσιμότητας και γι’ αυτές τις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες.
Η όποια ελπίδα διάσωσης της ορεινής κτηνοτροφίας, πράγμα αναγκαίο για τη διάσωση και του κοινωνικού ιστού σ’ αυτές τις περιοχές, θα πρέπει να αναζητηθεί σε ένα γενναίο κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει. Ένα πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει μια άλλου είδους διάρθρωση αυτών των εκμεταλλεύσεων (αναφέρθηκαν νωρίτερα κάποιες παράμετροι), συνδυαστικά με μια προσπάθεια διαφοροποίησης του παραγόμενου προϊόντος, ώστε να στηρίζεται η αναφορά σε ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά υψηλής διατροφικής αξίας (λόγω της διατροφής των ζώων με στοιχεία από την πλούσια ορεινή χλωρίδα), η διαχείριση του οποίου θα μπορεί να ανατεθεί ενδεχομένως σε μια άλλη μεταποιητική δραστηριότητα μικρής κλίμακας, με αντίστοιχα τελικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Oι παραδοθείσες ποσότητες και η μέση τιμή νωπού πρόβειου και γίδινου γάλακτος βάσει στοιχείων ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ:
Διαβάστε περισσότερα στο 80 τεύχος του Τυροκόμο