
Το παιχνίδι μοιάζει να είναι στημένο και προσαρμοσμένο στα μέτρα και τις ανάγκες των κολοσσών που ελέγχουν το εμπόριο με βάση χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, απ’ όπου, εδώ και δεκαετίες, καθορίζονται επί της ουσίας οι κανόνες λειτουργίας των αγορών. Το ζήτημα λοιπόν είναι τι κάνει η χώρα μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι εδώ και πολλά χρόνια, σε επίπεδο στρατηγικής τουλάχιστον, δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Η Ελλάδα ακολουθεί ασθμαίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές εκείνων των λίγων «ξένων» που αναμφίβολα έχουν πολύ διαφορετικά πλάνα από αυτά που εξυπηρετούν την τρίτη στη σειρά, τουλάχιστον ως τώρα, παραγωγό χώρα.
Πριν από δέκα χρόνια, μεσούσης τότε της οικονομικής κρίσης, η McKinsey συνιστούσε στην Ελλάδα να δημιουργήσει μεγάλες ραφιναρίες που θα καθιστούν την εγχώρια παραγωγή πιο ανταγωνιστική από πλευράς τιμής. Δεν λέμε ότι ήταν σωστό, όμως το κακό είναι πως ούτε υιοθετήθηκε, ούτε απορρίφθηκε ως λύση. Λίγα χρόνια νωρίτερα η Ελλάδα είχε χάσει τη δυνατότητα να έχει λόγο στα διεθνή δρώμενα μέσα από ένα πλέγμα συνεταιριστικών οργανώσεων, στην κορυφή των οποίων βρισκόταν η Ελαιουργική (Κοινοπραξία).
Η κατάρρευση της τελευταίας έφερε με τον καιρό την απαξίωση και για τις μικρότερες οργανώσεις (ΕΑΣ Ηρακλείου, Σητείας, Πεζών, Μεσσηνίας κ.ά.). Οι επιμέρους ιδιωτικές επιχειρήσεις που επικεντρώθηκαν στην τυποποίηση και εξαγωγή επώνυμου ελαιολάδου εδώ και κάποια χρόνια, μάλλον είναι πολύ μικρές για να εκπροσωπήσουν συνολικά και επάξια το ελληνικό ελαιόλαδο. Έτσι, ανεξάρτητα από την επιτυχημένη ή όχι εξαγωγική τους πορεία, παραμένουν στο επίπεδο των μεμονωμένων προσπαθειών.
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό ελαιόλαδο χρειάζεται κάτι. Χρειάζεται, πρώτα απ’ όλα στρατηγική. Μια στρατηγική που θα βελτιώσει τις καλές πρακτικές (από το χωράφι στο ράφι), θα ενδυναμώσει τη φήμη του, θα συμβάλλει στην κατάκτηση της επωνυμίας και θα επιτρέψει την επιστροφή μέρους της υπεραξίας στον παραγωγό. Στο κάτω – κάτω, αυτός που βιώνει τα σημερινά αδιέξοδα είναι ο καλλιεργητής.