
Όπως επιχειρηματολογούν οι Οργανώσεις, η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία οδήγησε και σε πιέσεις σε σημαντικούς κλάδους της αγροτικής δραστηριότητας (μαλακό σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ζάχαρη, πουλερικά, αυγά, αιθανόλη και μέλι) κατά την τελευταία τριετία. Η συμφωνία του Ιουνίου 2022 λήγει τυπικά στις 5 Ιουνίου 2025, ενώ επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για την επέκταση ή μη της συμφωνίας απεριόριστης πρόσβασης της εμπόλεμης Ουκρανίας στην ενδοκοινοτική αγορά.
Αυτό που επιταχύνει τις εξελίξεις είναι κυρίως οι μεγάλες σοδειές που αναμένονται φέτος στην Ουκρανία και η δυσανάλογη αύξηση του κόστους παραγωγής ενδοκοινοτικά, η οποία δεν αποτυπώνεται και σε καλύτερες τιμές. Υπάρχει διάχυτη ανησυχία, ειδικά για το καλαμπόκι, πως αν δεν μπει κάποιο καπέλο στο ουκρανικό σπυρί, θα μπορούσαμε να δούμε τιμές το φθινόπωρο αρκετά κάτω από 20 λεπτά.
Ξεφυλλίστε σε υψηλή ανάλυση την εβδομαδιαία Agrenda
Σοβαρή ζημιά σε καλαμπόκι, κριθάρι, μαλακό σιτάρι
Για το θέμα έχει αρθογραφήσει και ο πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Δημητριακών της COPA – COGECA, Σέντρικ Μπενουά, ο οποίος σε παρέμβασή του αναφέρει: «Η κρίση COVID-19, ακολουθούµενη από τον πόλεµο στην Ουκρανία, προκάλεσε δραµατική αύξηση του κόστους παραγωγής - κυρίως λόγω της αύξησης των τιµών των λιπασµάτων. Για να δώσουµε ένα συγκεκριµένο παράδειγµα, στη Γαλλία, το µέσο κόστος παραγωγής ανά εκτάριο µαλακού σιταριού ήταν περίπου 1.414 ευρώ το 2020. Μέχρι το 2023, είχε εκτοξευθεί στα 2.065 ευρώ, µε παρόµοια επίπεδα να προβλέπονται για το 2024. Μια αύξηση 46% δεν είναι καθόλου ασήµαντη. Παρόµοιες τάσεις είναι εµφανείς σε ολόκληρη την ΕΕ, µε το κόστος παραγωγής να αυξάνεται κατά 36% στη Ρουµανία, 24% στο Βέλγιο και ένα εκπληκτικό 68% στην Ιρλανδία. Εάν η αγορά είχε απορροφήσει αυτό το αυξηµένο κόστος, δεν θα κρούαµε τον κώδωνα του κινδύνου. Το πρόβληµα, ωστόσο, είναι ότι οι τιµές των δηµητριακών στην Ευρώπη δεν έχουν ακολουθήσει αυτήν την ανοδική τάση - ιδιαίτερα για τις καλλιέργειες που εισάγονται πλέον σε µεγάλο βαθµό από την Ουκρανία, από τότε που, µετά το ξέσπασµα του πολέµου, ξεκίνησε η απελευθέρωση του εµπορίου.
Σήµερα, οι τιµές του µαλακού σιταριού είναι σηµαντικά χαµηλότερες από τα προπολεµικά επίπεδα. Στη Γαλλία, για παράδειγµα, η τιµή στο τέλος του 2023 ήταν περίπου 209 ευρώ ανά τόνο, σε σύγκριση µε τον µέσο όρο των 304 ευρώ το 2020. Κάποιοι µπορεί να υποστηρίξουν ότι το 2020 αποτελεί εξαίρεση λόγω της πανδηµίας, αλλά ακόµη και το 2018, η µέση τιµή ήταν 195 ευρώ ανά τόνο. Ενώ αυτό είναι ελαφρώς χαµηλότερο από τα σηµερινά επίπεδα, ήταν πριν από επτά χρόνια - ουσιαστικά µια διαφορετική εποχή, πολύ πριν από το τρέχον πληθωριστικό πλαίσιο. Σήµερα, οι τιµές του µαλακού σιταριού είναι σηµαντικά χαµηλότερες από τα προπολεµικά επίπεδα. Στη Γαλλία, για παράδειγµα, η τιµή στο τέλος του 2023 ήταν περίπου 209 ευρώ ανά τόνο, σε σύγκριση µε τον µέσο όρο των 304 ευρώ το 2020. Κάποιοι µπορεί να υποστηρίξουν ότι το 2020 αποτελεί εξαίρεση λόγω της πανδηµίας, αλλά ακόµη και το 2018, η µέση τιµή ήταν 195 ευρώ ανά τόνο. Ενώ αυτό είναι ελαφρώς χαµηλότερο από τα σηµερινά επίπεδα, ήταν πριν από επτά χρόνια - ουσιαστικά µια διαφορετική εποχή, πολύ πριν από το τρέχον πληθωριστικό πλαίσιο.
Τα δηµητριακά που δεν εκτίθενται σε µεγάλους όγκους ουκρανικών εισαγωγών - όπως το σκληρό σιτάρι - έχουν βιώσει υγιείς αυξήσεις τιµών. Η σηµερινή τιµή των 315 ευρώ ανά τόνο δεν είναι µόνο υψηλότερη από ό,τι το 2020, αλλά και σηµαντικά υψηλότερη από τον µέσο όρο των 230 ευρώ ανά τόνο του 2018. Η αντίθεση είναι εντυπωσιακή και µας οδηγεί σε ένα σαφές συµπέρασµα: Οι ουκρανικές εισαγωγές δηµητριακών έχουν δηµιουργήσει πλεόνασµα στην αγορά και αυτό έχει µειώσει τις τιµές για βασικές καλλιέργειες της ΕΕ.
Ευρώπη και Ουκρανία ανταγωνίζονται στις ίδιες αγορές
Επιστρέφοντας στην επιστολή των 8 Παναγροτικών Οργανώσεων, η επιχειρηματολογία είναι συγκεκριμένη. Η Ουκρανία καλείται να ανακτήσει πρόσβαση στις παραδοσιακές αγορές της, αφού σε διαφορετική περίπτωση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ουκρανία θα ανταγωνίζονται στον ίδιο χώρο της αγοράς, υπονομεύοντας έτσι τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα και των δύο εταίρων.
Η σχετική επιστολή των οκτώ Οργανώσεων έχει ως ακολούθως:
«Ένα μήνα πριν από τη λήξη των σημερινών αυτόνομων εμπορικών μέτρων (ΑΤΜ), οι παραγωγοί και οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλογιστεί τα διδάγματα των τριών τελευταίων ετών κατά τη διαμόρφωση της επόμενης φάσης των εμπορικών μας σχέσεων με την Ουκρανία. Στόχος θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των παραγωγών της ΕΕ, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ανοίξει ο δρόμος για μια επιτυχημένη και προοδευτική εταιρική σχέση - μια εταιρική σχέση που θα προάγει τις συνέργειες και την ολοκλήρωση μεταξύ δύο ισχυρών γεωργικών δυνάμεων.
Από την έναρξη του πολέμου, η ΕΕ έχει αναγνωρίσει τον κρίσιμο ρόλο της στην υποστήριξη της Ουκρανίας για την υπεράσπισή της και, κατ' επέκταση, της υπόλοιπης Ευρώπης. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, η συνεχής στήριξη της Ουκρανίας είναι απαραίτητη. Ωστόσο, για να είναι βιώσιμη αυτή η στήριξη -και για την ενδεχόμενη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΕ, με όποια μορφή κι αν λάβει- είναι εξίσου σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι αγρότες και παραγωγοί δεν θα επωμιστούν δυσανάλογο μερίδιο του βάρους. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να αποδυναμώσουμε τον γεωργικό τομέα της ΕΕ και να ενισχύσουμε άθελά μας μακροπρόθεσμα την παγκόσμια θέση της Ρωσίας.
Η απελευθέρωση του εμπορίου με την Ουκρανία είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο σε αρκετούς ζωτικούς γεωργικούς και μεταποιητικούς τομείς της ΕΕ. Ενώ η πρόσβαση της Ουκρανίας στην αγορά της ΕΕ είχε ως στόχο να στηρίξει την οικονομία της, η πραγματικότητα είναι ότι πολλοί ευρωπαίοι παραγωγοί -ιδιαίτερα σε τομείς όπως τα δημητριακά, η ζάχαρη, τα πουλερικά, τα αυγά, η αιθανόλη και το μέλι- έχουν υποστεί σοβαρές πιέσεις. Οι παραγωγοί αυτοί αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών λόγω της υπερπροσφοράς στην αγορά, μείωση του μεριδίου αγοράς, υλικοτεχνικούς περιορισμούς και αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω του πολέμου, απειλώντας κατά συνέπεια την οικονομική τους βιωσιμότητα, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στη Ρωσία να εκμεταλλευτεί το κενό που αφήνει η απουσία της Ουκρανίας σε βασικές αγορές της Βόρειας Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η προτεραιότητα είναι περισσότερο από ποτέ να διασφαλιστεί ότι η οικονομική βιωσιμότητα των παραγωγών της ΕΕ δεν απειλείται από τις απεριόριστες εισαγωγές, ενώ παράλληλα πρέπει να υποστηριχθεί η ανάκτηση της πρόσβασης της Ουκρανίας στις παραδοσιακές αγορές της- σε αντίθετη περίπτωση, θα περιορίσει τόσο την ΕΕ όσο και την Ουκρανία, δύο από τους κορυφαίους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων διατροφής στον κόσμο, να ανταγωνίζονται στον ίδιο χώρο της αγοράς, υπονομεύοντας έτσι τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα και των δύο εταίρων ενόψει της ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, ζητάμε την αναθεώρηση της συμφωνίας σύνδεσης με την οποία θα καθιερωθούν δασμολογικές ζώνες παρόμοιες με εκείνες που ίσχυαν πριν από τον πόλεμο.
Εξ ονόματος των ακόλουθων ενώσεων:
AVEC - Ένωση Μεταποιητών Πουλερικών και Εμπορίας Πουλερικών στις χώρες της ΕΕ
CEFS - Ευρωπαϊκή Ένωση Παραγωγών Ζάχαρης
CEPM - Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Παραγωγής Αραβοσίτου
CIBE - Διεθνής Συνομοσπονδία Ευρωπαίων Παραγωγών Τεύτλων
COPA-COGECA - Η Ενιαία Φωνή των Αγροτών και των Συνεταιρισμών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση
ePURE - Ευρωπαϊκή Ένωση Ανανεώσιμων Αιθανόλων
EUWEP - Ευρωπαϊκή Ένωση Χονδρικού Εμπορίου με Αυγά, Προϊόντα Αυγών, Πουλερικά και Θήραμα
iEthanol - Ευρωπαϊκή Ένωση Βιομηχανικής Αιθανόλης και Ποτών»