
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το εμπόριο στο ενδιάμεσο διάστημα, από τον χειμώνα του 2019 μέχρι πρόσφατα, επικαλέστηκε τους 1,8 εκατ. τόνους ελαιολάδου και τα αποθέματα εκείνης της χρονιάς ως βαρίδια που διαμόρφωσαν νομοτελειακά εξαιρετικά χαμηλές τιμές επί διψήφιο αριθμό μηνών.
Το παραπάνω ερώτημα θέτει ο Χοσέ Μανουέλ ντε λας Χέρας, διευθυντής της τριτοβάθμιας Ένωσης Συνεταιρισμών της Ισπανίας, θέλοντας αφενός να αποδομήσει το επιχείρημα της υπερπαραγωγής, αφετέρου να αναδείξει τις παθογένειες που διαμόρφωσαν επίπεδα τιμών 50% περίπου μειωμένα σε σχέση με εκείνα του 2018. Εν όψει της νέας ελαιοκομικής περιόδου που αναμένεται να είναι απλόχερη για τους Ισπανούς, ειδικά στην περίπτωση της χώρας της Ιβηρικής, που όχι μόνο ελέγχει τη μερίδα του λέοντος των παγκόσμιων αγορών, αλλά και το 70% της παραγωγής της το διαχειρίζονται συνεταιρισμοί. Ειδικά το τελευταίο, σύμφωνα με τον ίδιο, θα έπρεπε να αποτρέπει τόσο επώδυνες συμφορήσεις στην αγορά.
Ο Χοσέ Μανουέλ ντε λας Χέρας, διευθυντής της τριτοβάθμιας Ένωσης Συνεταιρισμών της Ισπανίας
Παραθέτοντας τέσσερεις παθογένειες της ισπανικής ελαιοκομίας, στέκεται στην αδυναμία του συνεταιριστικού εγχειρήματος να επιβληθεί στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, κάτι που θα επέτρεπαν οι σημαντικοί όγκοι που διαχειρίζονται οι Ενώσεις, σχολιάζοντας πως έως τώρα οι υπεύθυνοι αποποιούνται των ευθυνών τους, παραχωρώντας τις δομές επεξεργασίας και τυποποίησης στις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, είτε έμμεσα είτε άμεσα.
Φυσικά σύμφωνα με τον ίδιο, το μοντέλο παραγωγής είναι προβληματικό, που επιμένει να διευκολύνει σε βάρος των παραδοσιακών ελαιώνων, την υπέρπυκνη φύτευση. «Από το 2004, οι κοινοτικές ενισχύσεις συνδέονται με τις αποδόσεις και όχι με την συντήρηση παραδοσιακών ελαιώνων. Η πολιτική των τελευταίων ετών έστρωσε το κόκκινο χαλί στην εντατικοποίηση της παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα οι συμφωνίες των Βρυξελλών, μας υποχρεώνουν σε έναν ανταγωνισμό με Τρίτες χώρες που ακολουθούν πολύ πιο βιομηχανοποιημένα μοντέλα παραγωγής», σχολιάζει χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ασκεί κριτική στην ιδιωτική αποθεματοποίηση, η οποία αντί να βοηθήσει την ανάκαμψη των τιμών, ουσιαστικά διευκόλυνε την διατήρησή τους σε χαμηλά επίπεδα. «Μπορεί οι μελέτες του υπουργείου», λέει, « να έδειχναν ότι 20% αποθεματοποιημένου όγκου να συνεπάγεται σε 20% ενίσχυση της τιμής, η πραγματικότητα όμως δείχνει πως η ακινητοποίηση σχεδόν 200.000 τόνων ελαιολάδου απλά αύξησε τις εισαγωγές. Μάλιστα αυτό πρέπει να το εξετάσουμε συνδυαστικά και με φαινόμενα νοθείας και ανάμειξης εγχώριου και εισαγόμενου ελαιολάδου».
Η διεπαγγελματική ελαιολάδου της χώρας, δεν ξεφεύγει από την κριτική του ντε λας Χέρας. Ο κόσμος της παραγωγής υποεκπροσωπείται εκεί, καταγγέλλει, ενώ οι όποιες πρωτοβουλίες περιορίζονται στη συλλογή πόρων για καμπάνιες προώθησης, που μικρό αντίκτυπο έχουν στις καταναλωτικές προτιμήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο. Και τα χρήματα αυτά δεν ίναι λίγα. «Κατά τις τελευταίες 11 περιόδους και τις επόμενες πέντε που θα ακολουθήσουν, 110 περίπου εκατ. ευρώ θα έχουν απορροφηθεί, εκ των οποίων το 80% αφορά στην διαφήμιση. Ωστόσο ακόμα ο μέσος καταναλωτής δεν μπορεί να ξεχωρίσει το παρθένο από το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, όσο η διεπαγγελματική επιμένει να ρίχνει εκατομμύρια σε μια στρατηγική που έχει αποδείξει την αποτυχία της».
Πάντως όπως σχολιάζει και ο ίδιος, όσο το Στρατηγικό Σχέδιο της χώρας αποκτά την τελική του μορφή, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η δέσμευση για μια ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο διανομής των άμεσων ενισχύσεων και πολλοί ευελπιστούν σε ένα δικαιότερο σύστημα που θα διευκολύνει την οικονομική θέση των ελαιοκαλλιεργητών, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερα μερίδια στα κοινοτικά κονδύλια. Άλλωστε και ο δεκάλογος που νωρίτερα το καλοκαίρι διαμόρφωσε το υπουργείο Γεωργίας της χώρας, δείχνει την πρόθεση της κυβέρνησης να ενσωματώσει στο νέο μοντέλο της ΚΑΠ. Στην δέσμη μέτρων, που εκφράστηκαν διά στόματος του υπουργού Γεωργίας της χώρας, Λούις Πλάνας, περιλαμβάνονται πρωτοβουλίες που μπορούν να υλοποιηθούν μέσω της επερχόμενης ΚΑΠ. Σε αυτές ανήκουν στόχοι που ανταποκρίνονται στη νέα στρατηγική «Από το χωράφι στο πιάτο» της ΕΕ, αλλά και πολιτικές που θα υποχρεώσουν αφενός μια κοινή συμφωνία ανάμεσα στα παραγωγικά κέντρα της Ευρώπης, εν είδει μιας ΚΟΑ για την ελιά, αφετέρου θα μεταφέρουν πίεση σε Ρώμη και Αθήνα προκειμένου να ενσωματώσουν παρόμοιες πολιτικές προκειμένου να μην υστερούν οι ελαιοπαραγωγοί της Ελλάδας και της Ιταλίας σε κοινοτικά εργαλεία και χρηματοδοτήσεις. Σημειώνεται πως οι παρεμβάσεις σε αυτή την κατηγορία μεταρρυθμίσεων ευνοούν τον παραδοσιακό τρόπο ελαιοκομίας.