Προσβάλλει κυρίως μηλοειδή αλλά και πολλά είδη καλλωπιστικών και αυτοφυών δέντρων και θάμνων, με τις μολύνσεις να αρχίζουν από τα τέλη του χειμώνα. Το παθογόνο διαχειμάζει μέσα στα έλκη των κλάδων των προσβεβλημένων φυτών, με τη μετάδοση της ασθένειας σε αμόλυντες περιοχές και χώρες να γίνεται κυρίως μέσω μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Η ανίχνευση της παρουσίας του παθογόνου δίχως εμφανή συμπτώματα είναι αρκετά δύσκολη και γίνεται μόνο από ειδικά εργαστήρια (μέθοδος PCR).
Τα νεαρά δέντρα είναι πιο ευαίσθητα στην ασθένεια, με τους γεωπόνους να συνιστούν την αφαίρεση των εμφανώς προσβεβλημένων βλαστών το χειμώνα καθώς επίσης και τη διενέργεια επαρκών ψεκασμών σε περίπτωση προσβολής με κατάλληλα σκευάσματα, καλύπτοντας τις σειρές του οπωρώνα, δίχως να αφήνονται περιοχές αψέκαστες.