
Στο Δικαστήριο είχε προσφύγει για τα "χρυσά διαβατήρια" η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2022. Η Μάλτα επέτρεπε την κτήση ιθαγένειας από ξένους επενδυτές, εφόσον εκείνοι διέθεταν τουλάχιστον 600.000 ευρώ για την ιθαγένεια καθαυτή συν άλλα 700.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου στη χώρα.
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή της υπόθεσης είναι ότι τον Οκτώβριο του 2024 ο Γενικός Εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Μάικλ Κόλινς, είχε ζητήσει να απορριφθεί η προσφυγή της Κομισιόν, "δικαιώνοντας" την κυβέρνηση της Μάλτας στην εισήγησή του. Κατά κανόνα, για την ακρίβεια περίπου στο 80% των υποθέσεων, οι δικαστές του Λουξεμβούργου ακολουθούν την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό δεν συνέβη.
"Αρμόδιο το κράτος" αλλά…
Σύμφωνα με τους δικαστές, "μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών" η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να τηρείται το δίκαιο της Ένωσης. Η χορήγηση ιθαγένειας βασίζεται σε μία "σχέση αλληλεγγύης, πίστης και αμοιβαιότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ του κράτους-μέλους και των πολιτών του" και αυτή η αρχή παραβιάζεται όταν η ιθαγένεια παραχωρείται ως αντάλλαγμα για "επενδύσεις ή πληρωμές". Πρόκειται για μία "εμπορευματοποίηση" της ιδιότητας του πολίτη, που δεν συνάδει με την αντίληψη της ιθαγένειας της Ένωσης, όπως αυτή ορίζεται στις Συνθήκες, αναφέρει το Δικαστήριο στην ετυμηγορία του.
Σε μία πρώτη εκτίμηση, θα λέγαμε ότι αυτή η απόφαση αντικρούει για μία ακόμη φορά, με εμφατικό τρόπο μάλιστα, την αντίληψη που επικρατεί σε ορισμένους θιασώτες της "εθνικής κυριαρχίας" ότι ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να ελέγχεται νομικά με βάση το κοινοτικό δίκαιο για ζητήματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά του. Άλλωστε, το 2019, λίγο πριν η Κομισιόν εκκινήσει τη νομική διαδικασία εναντίον της Μάλτας, η Επίτροπος Δικαιοσύνης, Βέρα Γιούροβα, είχε τονίσει ότι "όταν ένα κράτος-μέλος πουλάει την ιθαγένειά του, πουλάει ταυτόχρονα και την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, δηλαδή πουλάει κάτι που δεν του ανήκει".
Η περίπτωση της Κύπρου
Τον Μάρτιο του 2022 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με ψήφισμά του, ζητούσε από την Κομισιόν να απαγορευθούν πλήρως τα "χρυσά διαβατήρια" σε όλη την ΕΕ μέχρι το 2025. Την εποχή εκείνη τα χορηγούσαν η Μάλτα, η Βουλγαρία και η Κύπρος. Πάντως, η κυβέρνηση της Κύπρου είχε ήδη τερματίσει το πρόγραμμα των "χρυσών διαβατηρίων" από τον Νοέμβριο του 2020, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι θα συνεχιστεί η "εξέταση" αιτήσεων που είχαν υποβληθεί μέχρι τότε.
Δημοσίευμα της γερμανικής οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt τον Ιούλιο του 2022 υποστήριζε ότι στα τέλη του 2020 εκκρεμούσαν 1.417 αιτήσεις στην Κύπρο και μόνο μέσα στο 2021 χορηγήθηκαν άλλα 390 "χρυσά διαβατήρια".
Πάντως, μιλώντας στην DW τον Μάιο του 2023, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης τόνισε ότι "έχει τελειώσει αυτό το θέμα, δεν τίθεται θέμα συνέχισης του προγράμματος" και αυτό "ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει".
Διαφορετική υπόθεση από τα "χρυσά διαβατήρια" (citizenship by investment) θεωρείται η "χρυσή βίζα" (residence by investment), την οποία χορηγούν πλέον λίγα κράτη-μέλη της ΕΕ, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Η "χρυσή βίζα" έχει επίσης προκαλέσει αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο μέχρι στιγμής δεν τίθεται ζήτημα απαγόρευσης ή προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο από την πλευρά της Κομισιόν.
Πηγή: Deutsche Welle